Γῆν καὶ ὕδωρ
κϚ΄
Γέμισε ἡ Θράκη μ’ ἄλογα κι’ οἱ Παίονες πεζούρα,
τῶν Μακεδνῶν τὰ πέργερα ’πὸ τῶν Μηδῶν τ’ ἀσκέρια.
Κι’ ἀφέντης των Μεγάβαζος
ὁρίζει ἑφτὰ πρωτάρχους,
ἀπὸ γενηὰ τοὺς πειὸ τρανούς, τοὺς πειὸ κεφαλιωμένους,
κι’ εἰς τοῦ Ἀμύντα πέμπει τους, γῆν καὶ νερὸ νὰ φέρουν.
Φεύγουν γοργά, φεύγουν ταχιά, φθάνουσι στὴν αὐλήν του,
κι’ Ἀμύντας τοὺς προϋπαντᾷ στοῦ παλατιοῦ τὴν πόρτα.
«Καλῶς τοὺς μεγαλάρχοντες, τοῦ πατισάχη φίλους.
Γῆν καὶ νερὸ τὰ δίνω σας καὶ νὰ δειπνᾶτε στρώνω».
«Γῆν καὶ νερὸ τὰ παίρνουμε, στὶς τάβλες σου δειπνοῦμε,
τὸ φαγητό σου τρώγουμε
κι’ ἀπ’ τὰ πιοτὰ μεθοῦμε,
κυράδες τὶς παλατιανὲς γιὰ συντροφιὰ ζητοῦμε».
«Ἐδῶ συνήθειο τό ’χουμε καὶ χώρια οἱ ἄντρες τρῶμε».
«Κάμε, νὰ δείχνῃς σεβασμό, τοῦ πατισάχη πίστι».
Ἐσκιάχτηκεν ὁ βασιληάς, κάλεσε τὶς γυναῖκες
κι’ εἰς τὸ τραπέζι κάθονται, τῶν Μήδων καταντίκρυ.
Κι’ οἱ Μῆδοι ἐθαυμάσαν τες, σιμά
των λαχταροῦν τες
καὶ ὁ Ἀμύντας ἤβραζεν μὰ ν’ ἀρνηθῇ φοβήθη.
Χουφτώνουν τὶς ἀρχόντισσες, δέσποινες πασπατεύουν,
φιλοῦν λαιμούς, πιάνουν
βυζιά, ζάλευκα ποδομήρια.
Κι’ Ἀλέξανδρος, τ’ Ἀμύντα ὑγιός, «Κοιμήσου σὺ πατέρα
κι’ ἐγώ, στὸ πόδι σου, κερνῶ, τοὺς ξένους μας φιλεύω».
Κι’ ὡς ἐκοιμήθη ὁ κύρης του, πλάνευε
τοὺς πρωτάρχους.
«Ἀφέντες, τὶς ἀρχόντισσες γιὰ τὸ λουτρὸ σχολάστε
κι’ ὕστερον ματαστέλνω
τες νὰ τὶς ῥωτοπλαγιάστε».
Κι’ οἱ Μῆδοι ἐπλανεύτηκαν κι’ ὅλες τὶς λευτερώνουν
κι’ ὁ Ἀλέξανδρος τὶς κλείδωσεν πέρα στοὺς γυναικῶνες.
Φέρνει νηοὺς δωδεκάχρονους, ἀγούρους δίχως χνούδι,
καὶ μὲ γυναίκεια ντύνει τους, σὰν θηλυκὰ τοὺς βάφει,
κι’ ὕπαγε κάθε ἄγουρος σ’ ἑνὸς Μηδοῦ τὸ πλάγι.
Κι’ ὅντες οἱ Μῆδοι ἅπλωσαν, στοὺς Μακεδνοὺς ῥιχτῆκαν,
κάμες ἑφτὰ ἐγυάλισαν, λαρύγγια ἑφτὰ κοπῆκαν.