Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Οἶκος Χατζιαθανασίου



















Οἶκος Χατζιαθανασίου

ροβ΄

Μὲ ὑπερηφάνειαν ἔβλεπα, μὲ δέος πάντα κοιτοῦσα,
φωτογραφία παλαιάν, εἰκόνα φυλαγμένη.
Τὴν ἔδειχνα στοὺς συγγενεῖς, μικρὸ παιδὶ ἀποροῦσα,
«Ποιός εἶν’ αὐτὸς μὲ τὴν στολή;» (Τὴν ὄψι τὴν θλιμμένη.)

«Παιδί μου, εἶν’ ὁ Ἀλέξανδρος τῶν Χατζιαθανασίου,
ὁ ἄλλος Ἀθανάσιος καὶ ὁ τρίτος Ἰωάννης.
Στὴν Σμύρνη ἐσφάγησαν οἱ τρεῖς, στὴν γῆ τοῦ μαρτυρίου,
τ’ ἀδέρφια ἦσαν τῆς Δέσποινας καὶ τῆς γιαγιᾶς σου Ἄννης».

Παπποῦδες, ποὺ δὲν γνώρισα, συχνὰ σᾶς μνημονεύω,
μύθους ἀξιώνουν κι’ οἱ ἀχαμνοί, κι’ οἱ ταπεινοὶ ἔχουν γένη.
Κι’ ὡς τοῦ οἴκου τὸν χαμὸ μετρῶ, φυλάττω κι’ ἀναδεύω,
φλόγα τῆς γῆς περίστατη, μιὰ νέαν Οἰκουμένη. 


Φωτογραφία τοῦ ἱστολογίου


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Ὁ γέρων δράκος

γέρων δράκος

ροα΄

Τὴν νδρον ες τ πρτα της δρακόντοι κατοικοσαν,
νογαν τς φτερογες των κα θηόρατοι πετοσαν.
βούταγαν π’ τς κορφές, μπαναν στ σπηληοκάστρη,
τὸν λιον στιγμάτιζαν, τὴν νύχτα κρύβαν τ’ στρη.
Βέλη χρυσᾶ, βέλη ργυρ, βέλη πυῤῥὰ κα μαρα,
ξέρναγαν γλσσες φωτις, τν χώρα ἔῤῥαιναν λάβρα.
Χύνοντο πάνωθε τῆς γς κι’ τρέχαν τν κυμάτων,
κι’ ἥσκιοι ψηλάθε στοίχειωναν, κατάτρεχαν τ κάτω.
μ τ’ ργάζεται καιρός, τ προχωρεῖ φύσις,
κι’ ἔτσι γενηά των φύρανε κι’ ρθεν κι’ ατν δύσις.
Κι’ ὅντες δρακόντοι πέρασαν κι’ φάνησαν νθρποι,
λαοὺς γιόμισ’ λ’ γς, φύλλα κα γένη ο τόποι.
Δῶ Τορκοι στερνοπάτησαν, ρισαν θωμνοι,
μ πρίν, π’ τν Βενετιάν, ρθαν οἱ Βενετσινοι.
Κι’ ἀπ τος Βενετσιάνους πρν λλ’ σαν δ φερμένοι,
οἱ λλενοι ο ξακουστο κα κοσμογροικημένοι.
Κι’ αὐτο ες ρμι δν πάτησαν, μήτ’ δειον τόπο ερκαν,
κι’ ἦτον γες πο ζη μοναχς κα συναπαντηθκαν.
Κι’ ἐκεις δν τον νθρωπος, ἦτον δρακόντου γένος,
στραβὸς κα νημπόρετος, παππούλης γερασμένος.
«Λαλιὲς κ κι’ σκιους θωρ κι’ ντα πο δν κατέχω,
νηώτερος ἔμουν πάντερμος, γέρων συντρόφους χω;»
«Ἀνθρποι, δράκο, εμαστε, στν νδρον νηοφερμένοι,
οἱ λλενοι ο ξακουστο καὶ κοσμογροικημένοι».
«Φέρτ’ ἕναν σας ν ψηλαφ, ν τόνε πασπατέψω,
νὰ δ τ πρμμα νθρωπος, στ νο μορφ ν πλέξω».
Οἱ νθρποι δν θαῤῥεύοντο, ν πέμψουν δν τολμοσαν,
κι’ εἰς τ κατόπιν καμαν πο ρχθεν μελετοσαν.
Στὴν κεφαλ το πότορμου νν εχαν στερηώσει,
ν’ ἀδράξ δράκος τ νίν, νδρας ν γλυτώσ.
«Στέλνομε, δράκο, ἐρεύνα τον, μάνθανε τν γενηά μας,
πῶς φαίνεται τ θώρι μας, πς στέκουν τ κορμιά μας».
Κι’ ὁ δράκος, ς σίμωσε, τ νν φουχτογραπώνει,
κι’ ἡ χέρα του τὸ ἔστειψε κι’ ἐχύθη κάτω ἡ σκόνη.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Ἡ θυσία τῆς μύγας


θυσία τς μύγας

ρο΄

Μῦγα σοφ σ’ φόνευσαν κι’ τσάλως σ’ σκοτσαν
καὶ τ λειωμένα σου φτερ τ λφα θαμπσαν.
Τοῦ ποιητο τ «θάνατος» «θάνατος» πλέον μοιάζει,
θανὴ σημάδι κι’ οωνός, τ νόημα λο λλάζει.