Ὁ Γιάνης καὶ ὁ Δράκοντας

     
               Ὁ Γιάνης καὶ ὁ Δράκοντας

Εψὲς ἀργὰ ψιχάλιζε κι ὁ Γιάνης ἐτραγούδα,
τοῦ πῆρε ὁ ἀέρας τὴ φωνὴ στοῦ Δράκοντα τὴν πόρτα.
-Γιατὶ διαβαίνεις πάουρα καὶ τραγουδᾶς πανώρια;
Ξυπνᾶς τ’ ἀηδόνια σ’ τσὶ φωλιές, τ’ ἄγρια πουλιὰ σ’ τσοὺ κάμπους,
ξυπνᾶς καὶ μὲ τὸ Δράκοντα μὲ τὴ Δρακόντισσά μου,
πὤχω τὸν ὕπνο ἀγοραστὸ καὶ βαριοπλερωμένο,
καὶ τὸ νερὸ ποὺ νίβομαι καὶ κεῖνο πλερωμένο.
-Ἄσε με, Δράκο, νὰ διαβῶ κι ἄσε με νὰ περάσω,
κάνει ὁ βασιλιὰς χαρά, κάνει τοῦ γιοῦ του γάμο,
κι ὡς τό’ χω ποὺ μὲ κάλεσε γιὰ νὰ τσοὺ στεφανώσω,
καὶ μ’ ἔχουν γιὰ τραγουδιστή, γιὰ νὰ τσοὺ ξεφαντώσω.
-Σὰν ποιόνε βάζεις μάρτυρα, σὰν ποιόνε βάζεις πιέτζο;
-Ποιόνε νὰ βάλω μαρτυριά, ποιόνε νὰ βάλω πιέτζο;
-Τὸν ἥλιο βάλε μάρτυρα καὶ τὸ φεγγάρι πιέτζο,
τ’ ἄστρι καὶ τὸν αὐγερινό, ὅσο νὰ πᾶς καὶ νά’ ρθεις.
Κι ὁ Γιάνης ἐπαράργησε κι ὁ Δράκοντας φωνάζει:
-‘Φάγα τὸν ἥλιο τὸ μισὸ καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.
Νά σου κι ὁ Γιάνης ἔφτακε σ’ τσοὺ κάμπους καβαλάρης,
καὶ πίσω ἀπὸ τὴ σέλλα του ἕνα ὄμορφο κορίτσι.
Κι ὁ Δράκοντας ποκρίθηκε, τὸν τέτοιο λόγο λέει:
-Καλῶς τὸ Γιάνη γιόμα μου, τὸ Γιάνη δειλινό μου,
καὶ τ’ ὄμορφο κορίτσι του νὰ εἶναι τ’ ἀπόδειπνό μου.
Κι ὁ Γιάνης ἀποκρίθηκε, τὸν τέτοιο λόγο λέει:
-Σπαθὶν ἔχω γιὰ γιόμα σου, κοντάρι δειλινό σου,
κι ἕνα μαχαίρι κοφτερό, νὰ κόβει τὸ λαιμό σου.
-Μὰ δὲ μοῦ λές, μπρὲ Γιάνη μου, ποῦθε γενιοκρατιέσαι;
-Ἡ μάνα μου εἶν’ ἡ ἀστραπὴ κι ἀφέντης μου εἶν’ ὁ βρόντος,
κι ἐγὼ τὸ ἀστραποπέλεκο, ποὺ καίω τσοὺ Δρακόντους.
-Σύρε, Γιάνη μου, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
καὶ πάλε μεταγύρισε, νὰ κάμουμε ἕνα γιόμα.

ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ