Ἐπίγραμμα
στὸν
πολεμιστὴ
Τήλεφον
ὁποὺ ἔπεσε στὴν μάχη τοῦ Καντὲς
μθ΄
Δὲν βρέθηκαν ἀκράνηδες νὰ πλέξουν
μοιργιολόγιν,
μηδὲ παρθένες κι’ ἀδερφὲς νὰ νεκροτραγουδήσουν,
τὸ σιδερὸ κοντάρι σου, ἔρμο, θρηνολογοῦσεν.
«Ἀφέντη ἀκόμα μὲ βαστᾷς, σφιχτά, στ' ἄψυχο χέρι,
κι’ ὁ Χάρος στέκει, ἀναρωτᾷ π' ἀρνιέσαι νὰ μ’ ἀφήσῃς:
Μὴν ἀγαπᾷ τὸ πολεμᾶν; Τὸ πλέκει μὲς στὸ γαῖμα;
Κι’ ἐγὼ τοῦ Χάρου ἀντίλεξα, κοφτὰ τοῦ ἀποκρίθην:
Δὲν ἀγαπᾷ τὸ πολεμᾶν, τὸ πλέκει μὲς στὸ γαῖμα,
μὸν ἀγαπᾷ τὴν λευτεριὰν καὶ τὸ ψηλὰ κεφάλι».