Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Εἰς τὸν Ὑάκινθον

Εἰς τὸν Ὑάκινθον

σιθ΄

Λούλουδο π’ ἀνθεῖ * καὶ θερίζετ’ ἐς ἀεὶ
μὲς στοῦ Γίγνεσθαι * τὸν ζοφερὸ λειμῶνα,
γέλιο δὲν γελᾷς, * ἀνήσκιερο κι’ ἀτόφυο,
θνητὲ δίχως χνάριν * εἰς τὸ σταχτιὸ χῶμα.
Καὶ μήτε θεοῦ * τ’ ἀργυρόδροσο δάκρυ
κι’ ἡ χρυσῆ καρδιὰ * δύνεται νὰ σὲ σώσῃ
σὰν ὁ Ζέφυρος * δόλια λοξοφυσήσῃ·
ὁ Διόνυσος * μόνος θὰ σὲ λυτρώσῃ.
Ἀθῷος καὶ μάρτυς, * Ζαγρεύς, Σταυρωμένος,
τιτάνων τροφὴ * καὶ ἀρνὶ ἐσφαγμένον,
δικαίως κι’ ἀδίκως * εἰς βένθη μεγάλα
ὀνειρεύεσαι * τὸ φῶς πότε ν’ αὐγίσῃ·
ἡ Περσεφόνη * μόνη θὰ σ’ ἀπολύσῃ.
Ἂς προφέρωμεν * ὁμοῦ εὐχὴ καὶ πρᾶξι
«τὸ ἐρίφιον * ἔπεσε μὲς στὸ γάλα…»
κι’ ἕκαστος μετὰ * τὸ λούλουδον ἂς κλάψῃ.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Silentium Amoris



















Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Καθὼς συχνὰ ἥλιος ὑπέρλαμπρος φλογώνει,
βιάζει τὸ κάτωχρο, ἀνθιστάμενο φεγγάρι
πίσω στ’ ἀσβολερό του σπήληο, πρὶν κἂν πάρῃ
μιὰν ἔστω μοναχὰ μπαλλάντ’ ἀπὸ τ’ ἀηδόνι,
ὅμοια στὸ κάλλος σου τὰ χείλη μου ἀστοχοῦνε,
παράφωνοι κι’ οἱ γλύκιστοι ψαλμοί μου ἠχοῦνε.

Κι’ ὅπως διασχίζοντας τὸν κάμπο σὰν αὐγίσῃ
μ’ ὁρμητικὰ φτερὰ ἀγέρας καταφτάνει
καὶ σπάει μὲ τὰ δριμειὰ φιλιά του τὸ καλάμι
τὸ μόνο του ὄργανο πό ’χε νὰ τραγουδίσῃ,
ὅμοια μ’ ἀργάζονται τ’ ἀμέρωτά μου πάθη
κι’ ἀπὸ περίσσια ἀγάπ’ ἡ ἀγάπη μου βουβάθη.

Ὅμως εἰς σὲ θαῤῥῶ τὰ μάτια μου ἐξηγοῦνε
γιατὶ σιωπῶ, κι’ ἄχορδο τὸ λαγοῦτο μένει;
Κάλλια νὰ χωριστοῦμ’ ἀλλιῶς, πορεία ξένη,
γιὰ χείλη ἐσὺ γλυκύτερα ποὺ μελῳδοῦνε,
κι’ ἐγὼ νὰ πιῶ ἀπ’ τῆς στέρφας θύμησης τὴν κοῦπα
ἀφίλητα φιλιά, τραγούδια ποὺ δὲν σοῦ ’πα.


Φωτογραφία: Napoleon Sarony

Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα ΙΙ


Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα ΙΙ

σιη΄

Στὴν ἅλυση ἒν ὁ βάρβαρος, λόγχες τὸν γονατίζουν,
πεζούρα ὀρδινιάστηκε, λάβαρα πορφυρᾶ,
στὰ ἡλιοκαμμένα μέλη του τὰ γαίματα πηχτά,
χωριὰ λαμπάδες τρόγυρα τοὺς οὐρανοὺς καπνίζουν.

Φτάνει λαμπρὸ τὸ ἀρχοντολόϊ κι’ ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου,
καὶ τῶν σκουτάτων ἔγνεψε, προστάζουν τον ὀρθό.
«Ἂν μ΄ ἐδεχόσουν ῥήγισσα, δέον καὶ λογικό,
τὴν γῆ σου καστροέσπερνα καὶ σ’ εἶχα ὁμόδειπνόν μου».

«Βιὸ καστρινῶν δὲν ζήλεψα, βιὸ μυριομαντρωμένο,
νόμους φτειαχτούς, ζύγι’ ἄτιμα, κούφιες σοφίες, στανιό,
φερσιὲς φτενές, φτήνια, ἡδονές, τὸν ἄνθρωπο θεό·
μήτε ποθῶ τὰ δεῖπνα σου, λύκους νὰ συντυχαίνω.

Ἀπ’ τοὺς ἀνέμους κι’ ἀπ’ τὴ γῆς ὁ νόμος μας πηγάζει,
ἁπλὸς κι’ ἀρχαῖος σὰν τὸ νερό, δίκηος σὰν τὴν φωτιά.
Καὶ ναί, σφάζομ’, ἁρπάζομε, μὰ ὄχι ψυχές, κορμιά,
δὲν ξεύρω γιὰ τὰ οὐράνια σας ἀμ’ ὅλ’ ἡ φύσι ἁρπάζει».

Λόγια, φραγγέλλιο, ἐῤῥάπισαν, στὰ τρίσβαθα ἐταράχτη,
τὰ μάγουλά της ἔκαψαν κι’ ἐστρίγγλισεν μ’ ὀργή,
«Τὸ κτῆνος ὅσα ἐβέλασεν τίποτ’ ἂς μὴν γραφτῇ!»,
μετὰ ἐθυμήθη τοὺς παληοὺς κι’ ἐκρύφτη ἔρμη νὰ κλάψῃ.