Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ἡ μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμύθι


Ἡ μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμύθι

ρμθ΄

Στοίβαξε ξύλα ὁ μάγειρος κι’ ἀνάβει τὸ τσουκάλι
κι’ ὁ πελεκάρης δάγκωσε καὶ μασουλᾷ ἕνα μῆλο·
ὁ νηὸς ὁ ἀγγελοπρόσωπος χαρᾶς γκριμάτσα ἐπῆρε,
τοῦ ἱεροφάντη ποὺ ἔσυρεν, ἀπ’ τὰ ταρώ, τὸ φύλλο.

Κι’ ὁ ψαρογένης γίγαντας, σὰν ν’ ἀγαπᾷ γυναῖκα,
τρίβει σκουτάρι θωριακό, στάζει καὶ τὸ λαδώνει·
τάχα παλεύουν οἱ ἀδελφοί, κάθεται ὁ μπαλλεστρέρης
καὶ μ’ ἀλοιφὴ θανατερὴ σαγίττες φαρμακώνει.

Ὅπως στὸ μέλι ἡ μέλισσα κι’ ὁ πότης στὸ μουχρούτι,
μὰ ὡς κειὸς ῥαβδὶ ποιός ν’ ἀργαστῇ, βαρδούκι νὰ δουλέψῃ;
Λύρα ὁ βοσκάρης κελαηδεῖ, κάλλιον τραβᾷ δοξάρι,
κεντᾷ τὴν ζάβα του ὁ μουγγός, ἡ πλέξις ἂν θ’ ἀντέξῃ.

Ῥεμβάζει τ’ ἀρχοντόπουλο, στὰ μάτια του ἀγριεμάρα,
στὴν μαύρη δρακοντοκαρδιὰ σπαθὶ πῶς νὰ βουτήσῃ·
μιὰ μελετᾷ τὸ ἀτσάλι του, μιὰ στὸ βουνὶ τὸ σπήληο,
κι’ ὁ νοῦς του μηχανὲς γεννᾷ, τὸν πόλεμο νὰ ὁρίσῃ.

Κι’ εἶμαι κι’ ἐγὼ ποὺ γράφω τα καὶ τὴν ἀντρειὰ φηγοῦμαι,
ἀμὴ ὡς κατέβω στὸν καυγὰ παίζω κεστροσφεντόνη.
Ἡ συντροφιὰ μαζώχτηκε, τρῶν στῆς φωτιᾶς τὸν γῦρο,
τοὺς θαμποφέγγει ἡ στιὰ καὶ λέει: «Δώδεκα δρακοκτόνοι».

Οἱ ἕνδεκα ἐπλάγιασαν, βιγλίζει ὁ βαρδιατόρος…
…Ταχιά, κι’ ὁ ἥλιος βοηθός, στὸ φίδι ὁμάδι πᾶμε!
«Καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλά…» ξηγᾶν στὰ παραμύθια,
μὰ ὅσους ὁ δράκος χώνεψε πῶς δράκο νὰ ἱστορᾶνε;

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Τὸ μέγα ποίημα


Τὸ μέγα ποίημα
(Οἰκουμένη)

ρμη΄

ργυρος φέγγει σκοτεινός, τ’ τσάλι στράφτει τρόμον,
κιπ’ τν χρυσ λαμπρότερη μν το λιο λαμπρότη.
Τῶν Μυστηρίων ο ργυρο κα Μακεδνο τσαλένιοι
κινδρες χρυσο τν θηνν, χτίσαν τν Οκουμένην.
Εἰς τ’ Ἄρβηλα γεννήθη νηά, στν σκόνη τν λόγων,
κιπόθανε γερόντισσα στ’ η ωμανο τν πόρτα.
ζησ’ αἰῶνες δεκοχτ στς μέσης γς τν κόσμο,
κι’ ἔφεξε στος λαος δαδί, στ θνη καντηλέρι,
κι’ εἰς τν βαρβάρων τ νυχτιν στρόσπαρτο λειβάδι.
Τ’ ἄστρη σου, φτα, ς μ’ δηγν στν χώρα μ τ κρίνα!
Πῶς μ στοιχειώνεις δέσποινα…
Γραικῶν τ μέγα καύχημα, Γραικν τ μέγα ποίημα.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ἔρως καὶ ἀγάπη

ρως κα γάπη

ρμζ΄

Σὰν τ δρολάπι ρωτας ξάφνου ξεσπ μακρόθε
κι’ ὅλον, τειχι τρισκότεινο, μ δέος κοντοζυγώνει.
στραποβρόντια τν φωτν κα νέφια τόνε κρύβουν,
κι’ ἀγέρας σέρνει τ ξερ κα τ δεντρ μανίζει.
Μυρίζ’ ἡ νοτισμένη γῆς κα το νερο τ δρόσος,
τὰ πορτοθύρια τς καρδις νοιγοκλειον κα κρονε.
Κι’ ἀνάρηες στάλες σ κεντον κα τ κορμ ιγάει,
κι’ ὁλόγδυτη, δόλια ψυχή, σ καμτσικώνει μπόρα.
Μήτ’ ἀγροικς, μήτε νογς, μήτε κι’ λάργα βλέπεις,
βουτιέσαι στὰ φαντάσματα κι’ ες τος νερένιους κόσμους.
Κι’ ἡ ντς φουρτονα σκιάζει σε, μ μ καιρ ρμενίζεις,
κι’ ἂν σ τρομάζ τύραγνος τ θαμα σ καρδιώνει.
Καὶ σ βαφτίζει ορανς κι’ ορανς σ λούζει,
ς ν στραγγίσουν ο βροχές, κατράμια κα καθούρια.
Κι’ ὕστερα ο φωτοσαγιττις σαρώνουν τ μπουρίνι
κι’ ὅλα θωρες τα κρούσταλλο, στραφταλιστ μπακίρι.
Καὶ τότε λς το ρου θαν φώτισε τν γάπη,
καὶ δίνεσ’ συγνέφιαστη, ψυχή, το μοναυθέντη.
Κι’ ἄλλοτε πρν τ’ στράχτιδα λύσουν τν σκοτεινάγρα,
πρώτ’ ἡ μελανοφτέρουγη, τν κουκουλώνει, νύχτα.
Καὶ τότε λς δν θρεψεν ρως τν γάπη,
κι’ ἀδάμαστη σ καίει, ψυχή, τς μοναξις πενα.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ὁ σηκωμὸς τοῦ Μυτζηθρᾶ

ρμστ΄

Ὁ σηκωμὸς τοῦ Μυτζηθρᾶ

Θόδωρε Παλαιολόγε, δέσποτα τοῦ Μυτζηθρᾶ,
στὸ παλάτιον κρυφοκλείστης, στ’ ὥριον δυναμάριν σου·
μ’ αὐλικοὺς δὲν συντυχαίνεις, μὲ τοὺς ἄρχοντας σιωπᾶς,
συλλογιέσαι καὶ λυπιέσαι καὶ ἀναστοχάζεσαι:
«Ἀμμουδιὰ χρυσὴ Ῥωμαίϊκο, κῦμα ἐφούσκωσ’ ἡ Τουρκιὰ
κ’ εἰς καιρὸν σ’ ἀφροκατάπιεν, σὲ θαλασσοσκέπασεν,
καὶ δυὸ ξέρες σοῦ ἀπομεῖναν ὄξω ἀπ’ τ’ ἁλμυρὸ νερόν,
τοῦ Μορηᾶ τὸ δεσποτάτον κ’ ἡ Κωνσταντινόπολις.
Πῶς νὰ σὲ κρατῶ Μορέα λεύτερον κι ἀτούρκευτον;
Διὰ φουσσάτα νὰ ῥογέψω θησαυροὶ ποῦ εὑρίσκονται;
Νὰ καλέσω ἀπ’ τοὺς ῥηγάδες, τίς θέλει παρασταθεῖ;
Κάλλιον ἔνε νὰ Φραγκέψεις, κάλλιον νὰ πωλήσω σε».

Μὲ τὸ κάτεργο ἀρμενίζεις κ’ εἰς τὴν Ῥόδον ἔδεσες,
στοὺς ἱππότας καλογέρους παζαρέματα κινᾶς:
«Πρῶτον Κόρινθο ἔδωκά σας, δίδω σας καὶ Μυτζηθρὰν
καὶ γιὰ ἐλόγου μου ἀπ’ τὰ κάστρα νά ’χω τὴν Μονεμβασιάν.
Σεῖς λαβαίνετε χαράτζια, προσφορές, δοσίματα,
καὶ ῥογεύετε στρατιῶτες καὶ πολέμους δύνεστε,
καὶ βαστᾶτε τὸν Μορέα λεύτερον κι ἀτούρκευτον».
Τ’ ἀδελφάτο τοῦ Ἰωάννου ποὺ πωλεῖς ἠγόρασαν
καὶ σεντούκιν σὲ χρυσώνουν μὲ δουκάτα καὶ φλωριά.
Πέμπουν κι ἀπ’ τοὺς κεφαλάδες κατὰ Πελλοπόνησον,
κεῖ ποὺ δεσποτοκρατιόσουν κ’ ἡ γενιά σου αὐθέντευε,
κεῖνοι δεσποτάδες ν’ ἄρχουν, κεῖνοι ν’ αὐθεντεύουσιν.

Καὶ μιὰ μολυβένια ἡμέρα, πικρομέλανην αὐγήν,
οἱ πολεμιστάδες φλάροι χῶμα κάστρου ἐπάτησαν.
Μὲς στὰ καλντερίμια πηαίνουν, σὰν παγώνια προχωροῦν,
βλέπουν, δείχνουν, καμαρώνουν, φωναχτὰ μεγαλαυχοῦν.
Κι ὡς μικρόσαρκη φλογίτσα πυρκαϊὰ τρανὴ γεννᾶ
καὶ τρισλαίμαργη φουντώνει, τρώει καὶ πλιὸν δὲν σβήνεται,
ὅμοια ὁ λόγος ὡς γροικήθη τὸν λαὸ πυρπόλησεν
σὰν τὰ κάγκανα τὰ δάση στοῦ Ἁλωνάρη τὸν καιρόν,
«Ὁ κὺρ Θόδωρος πωλεῖ μας! Φράγκεψεν ὁ Μυτζηθράς!»
κι ἄνω χώρα, κάτω χώρα, χύθηκαν ἀγεληδὸν
ξυλομάτζουκα βαστῶντες, πέτρες, λιθαρόπουλα
καὶ τοὺς ἀζυμίτες ζῶσαν γιὰ νὰ τοὺς σκοτώσουσιν.

Ὁ πρωτόπαπας τοῦ τόπου λαφιασμένος πρόκαμεν,
πλάτη μπαίνει στοὺς ἱππότες κ’ εἰς τὸν ὄχλον πρόσωπο:
«Γαληνάρετε ἀδελφοί μου κι ἄσχημα μὴν κάμετε».
«Πισωπάτησε παπά μου κ’ ὕπαγε κι ἄι στὴν εὐχή».
«Πταίσιμον δὲν παίρνουν τοῦτοι, ὁ κὺρ Θόδωρος τὰ πταίει».
«Πταίσιμον παίρνουν κ’ οἱ δυό τους κι ὁ ἀγοράζει κι ὁ πωλεῖ».
«Κ’ εἶναι εἰς δύσιν φουμισμένοι, γδικιωμὸν δὲν σκιάζεστε;»
«Μεῖς τί εἴμεθα; Γομάρια; Στὰ παζάρια νὰ τραβοῦν;»
«Κ’ ἡ Τουρκιὰ χείμαρρος, ῥέμμα καὶ οἱ Φράγκοι τὸ κλαδί».
«Δοῦλοι ἑνὸς νὰ μὴν γενοῦμε, σ’ ἄλλον νὰ δουλεύουμε;»
«Αἷμα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν μας κι ἁμαρτία ἀπ’ τὸν θεόν».
«Τρεῖς ἡμέρες… φίλοι ἂν φύγουν. Μεῖναν; Πᾶν στὸν διάολον».

Θόδωρε Παλαιολόγε, δέσποτα τοῦ Μυτζηθρᾶ,
νύχτωσεν ἡ τρίτ’ ἡμέρα, νύχτωσε κ’ ἡ ἐλπίδα σου,
καὶ φλωριὰ καὶ σταυροφόρους τ’ ἀκριβοχαιρέτησες,
στὸ παλάτιον δὲν εἰσέβης κι ὁ λαὸς ἀρνήθη σε.
Ψευδοδέσποτα σὲ ὑβρίζουν καὶ ἀνάξιον σὲ καλοῦν,
καὶ φιλάργυρο προδότη, κλώζουν καὶ καταλαλοῦν.
Κι ὁ πρωτόπαπας τοῦ τόπου πάλιν ἐμεσίτεψεν,
καὶ τοὺς ἄπιστους γυρίζει, πείθει τοὺς ἀγύριστους
κι ἀλλαξοπροσωπισμένος ταπεινώθης στὸν λαό,
καὶ ὁρκίστης στὰ βαγγέλια κι ἄμωσες εἰς τὰ ἱερὰ
ἀϊδίως ν’ ἀνταγαπιέστε, στ’ ὄνομά του νὰ ἐνεργεῖς
κι ἀπὸ τὸν λαὸ κρυφάδην μὴν κρυφοστοχάζεσαι.

Κ’ εἷς ἐκ τῶν λογιωτάτων τῶν ἀνθρώπων τῶν σοφῶν,
τὴν γενειάδα του χαϊδεύει καὶ τὸ πράγμα μέτραγε:
«Τῆς Φραγκιᾶς ἡ ὁδὸς εἰς δύσιν, τῆς Τουρκιᾶς σ’ ἀνατολὴν…
τέτοιους δρόμους οἱ πρωτάρχοι, Γένος, σοῦ ἀπεργάζονται.
Ἀλλὰ ἐσὺ ἀναγυρεύεις τὴν ὁδὸν τοῦ Ἑλληνισμοῦ,
δὲν γιγνώσκεις ἀμὴ νιώθεις, κεῖ χτυπᾶ ἡ καρδία σου,
δὲν ἠξεύρεις, κεῖ τὰ πόδια μοναχὰ σὲ περπατοῦν,
δὲν θυμᾶσαι, σ’ ὁρμηνεύει τῆς λαλιᾶς σου ἡ φωνή».

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Οἱ κερασιὲς


Οἱ κερασις

ρμε΄

Στοῦ περβολιο μου τν γωνιά, στο φράχτη μου τν κρη,
φύτεψα δυ κερασιές, δυ χαμν δεντράκια,
ν’ ἀνθ ζευγάριν μμορφιά, ν διπλολουλουδίζ.
Στ’ ἄγουρο χμα πάλεψαν, ν δώσουν πολεμσαν,
κι’ ἡ μι ίζες δν τίναξε κα γληγοροξεράνθη,
κι’ ἡ λλη γοργοφούντωσε κα πρόκοψε κι’ πλώθη.
ταν ξυπνήσ’ νοιξις κα κοιμηθ χειμνας
καὶ σκεπαστον τ’ νθόκλωνα μ ζάλευκο μαγνάδι,
θ’ ἀποθαυμάζουν σε, κυρά, τ’ νθρωπινά μου μάτια.
Μὰ τς ψυχς μου οἱ ὀφθαλμοί, τς φαντασις τ μάτια,
θὰ παρασταίνουν πλάϊν σου κα τν νεκρ δελφή σου,
νὰ στέκ λιοπερίχυτη κα τρισλουλουδιασμένη,
ψέμμα δὲν εναι τ πο νος δύνεται κι’ νασταίνει.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ἡ ἀνάμνησις τοῦ δρακοκαβαλάρη

ρμδ΄

Ἡ ἀνάμνησις τοῦ δρακοκαβαλάρη

Χαλκάστραφτεν ὁ μαῦρος του σὰ δράκος χρυσαφένιος,
χαλκάστραφτε κι ὁ κύρης μου, ῥήγας παραμυθένιος,
καλλιάρματος, τετράξανθος καὶ δρακοκαβαλάρης!

Φόρειε ζωστάρι κόκκινο, φολιδωτὸ λωρίκι,
στὰ πόδια του ἁψηλὰ τζεγκιά, γλαυκὸ πανωλωρίκι,
κῦμα μαντὺ στὶς πλάτες του, βλαττὶ ἀκριβὸ φλογάτο.

Στὸ πλάϊ τὸ παραμήριν του κ’ ἡ σπάθα στὸ θηκάριν,
κυκλοσιδεροστέφανο κι ἀμφαλωτὸ σκουτάριν,
τὸ φλαμπουράκι ἀνέμιζε στοῦ κονταριοῦ τὴν λόγχη.

Κ’ ἐθώρας τον κατάφραχτον κι ὁλόγυρα κλεισμένον,
μπρούτζους, πετσιὰ καὶ σίδερα ὁλοῦθε σκεπασμένον,
στὴν κεφαλή του ἀσκέπαγος, κασσίδι δὲν ἐφόρει.

Ἡ λευκοχέρα ἡ μάνα μου βαστοῦσε τὸ κασσίδιν,
ποὺ εἶχε τουφίον ἄλικο κι ἁλυσωτὸ τραχήλιν,
κι ἀτσάλινο στραφτάλιζε σὰν τ’ ἀργυρὸ φεγγάριν.

Στὴν ἀγκαλιά μου τό ’σφιξεν, ψηλὰ ψηλὰ μ’ ἀσκώνει,
τ’ ἄγουρα χέρια τέντωσα κι ὁ κύρης χαμηλώνει,
κ’ ἔστεψα μ’ ἡλιοστέφανο τὸν δρακοκαβαλάρην.

«Σὰν μ’ ἔστεψεν ὁ ὑγιόκας μου, κύριος εἰμὶ τοῦ κόσμου!
Τὸν ἀμηρὰ ἔχω δοῦλο μου, τὸν Φράγκο λίζιό μου,
καὶ τὸν Ῥωμαῖο βασιλιὰ τρία σκαλιὰ πιὸ κάτω».

Τέτοια ποὺ στερνομίλησες στὸν γιόκα σου πατέρα,
κ’ εἴκοσι χρόνοι ἂς κύλησαν… δὲν λησμονῶ τὴν μέρα,
κι ὡς στὶς ὀχιὲς πορεύομαι, θυμοῦμαι σε κι ἀντρειεύομαι.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Εἰς μνήμην τοῦ σκύλου Πύῤῥου

Εἰς μνήμην το σκύλου Πύῤῥου

ρμγ΄

Μαῦρα λατίνια φέρνουν σας, ψυχολες, πελαγόθε
κιράζετε στν μμουδι σν λιοπρωταυγίσ,
κιλημερς ργάζεστε στς χώρας τ παζάρια.
Κιταν σκοτίσ χνς σπερνός, τ σύθαμπο στραγγίσ,
τσοῦρμο πάλιν μπαρκάρετε κα χίλια δυ στορτε,
σὰν ο γαλέρες σας γλιστρον, πν στ’ βυσσόχροο κμα,
στὴν βασίλευτη νυχτιά, μ τν στρ τ σμάρια,
καὶ μ τ δοιάκι ν δηγν δαιμόνοι κυβερντες,
ς νη στρογιάλι πο φαν… φίλε μου θ βρεθομε.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Ἠερίη - Ἡ θυγατέρα μάνα



ρμβ΄

Ἠερίη - Ἡ θυγατέρα μάνα

Σ’ ἀνήλιου σπήλιου τὸν βυθό, πέτρας ὁγρῆς κουφάλα
τὸν Τέκταφο ἐφυλάκισαν, τὸν ῥήγα τῶν Βωλίγγων.
Κι ὁ Δεριάδης πρόσταξεν κεῖ ἔρμος ν’ ἀργολειώσει,
νὰ τρώει ἀέραν πρόγευμα κι ἀέραν γιὰ τὸ δεῖπνο,
νά ’χει τὸν βράχο κούπα του, νὰ γλείφει τὸ πιοτό του,
νὰ τὸν θερίζ’ ἡ πείνα του, στὰ σκότη νὰ λιμάσσει.

Λαφίνα ἐπερπάτησε στοῦ σπήλιου τ’ ἄγριον στόμα,
στὴν Ἠερίην ὅμοιαζε, στοῦ αἰχμάλωτου τὴν κόρη.
Τοὺς ἀχαμνοὺς ἐσίμωσεν, τοὺς σερνικοὺς ζυγώνει,
ξέπνοη κλαίει καὶ δέεται, στὸ χῶμα μετανοιάζει.
Στοὺς φύλακας μονολογεῖ, μιλεῖ τῶν βλεπατόρων,
τὸν κύρη της πονεῖ νὰ ἰδεῖ, τὸν μισοπεθαμένο.

Σπλαχνίζονται οἱ φύλακες, λυγᾶνε οἱ βλεπατόροι
καὶ μεταξύ των ἔγνεψαν στὸ σπήλιο νὰ τρυπώσει.
Ἀμὴ πριχοῦ καὶ τραβηχτοῦν κι ὁ δρόμος λευτερώσει,
νυχόκορφα τὴν ἔψαξαν, τριπλοπασπάτεψάν την,
φαγὶν μὴ κρυφοκουβαλεῖ, κρασὶν μὴ κρυφοφέρνει,
κι ὡς κάμαν τόπον ἔδωσαν, στὸ λιθοκλούβι νά ’μπει.

Τὸ ἡμίφως εἰς τὴν πλάτη της, τὸ ἀπόφως ἐμπροστά της,
τὴν κεφαλὴ τοῦ κύρη της ἔστρωσε στὴν ποδιά της,
κι οὐδεὶς ἐμάθε ποὺ ἤτονε πέντε ἡμερῶ λεχώνα.
Κατέβασε τὸ ῥοῦχον της καὶ τὸ βυζὶ γυμνώνει,
κι ἀπόθεσε τὴν ῥώγα της στοῦ αἰχμάλωτου τὸ στόμα.
«Πατέρα τὸ σπολλάτη σου, γεννήθη σου τ’ ἀγγόνι».

Κ’ ἡ θυγατέρα γίνηκεν ἡ μάνα τοῦ κυροῦ της,
καὶ ὁ πατέρας γίνηκεν ὑγιὸς τῆς θυγατρός του.
Καὶ λίξουρος ἐβύζαινε κι ἀχόρταγος τραβοῦσε,
στὸ ἰσόνεκρό του τὸ κορμὶ πότιζε τὸ πιοτό της,
κι ἀντρείωνέ του τὴν καρδιά, τὰ μέλη ἀναζωγροῦσε,
κ’ ἔμπλεκ’ ἡ ἁλμύρα τῶν δακρυῶν γάλα γλυκὸ στ’ ἀχείλι.

Γεῖς τῶν φυλάκων τήραξεν, ὁ πλιὸν πονηρεμένος,
καὶ πρῶτ’ ἄλαλος σάστισε, τσιμπιότουν νὰ ἐξυπνήσει,
κ’ ὕστερις γοργοχούμηξε στὸ φῶς νὰ τήνε σύρει,
κι ἀπὸ τὴ βιάν, ὡς τράβηξεν, ἡ ῥώγα της ματώθη.
Νὰ κρύβουν το γὴ νὰ τὸ εἰποῦν; Κι ἂν τὶς τὸ μαρτυρήσει;
Ὁ ἥλιος γιά ὁ ἄνεμος γιά τῶν πουλιῶ ἡ φωνούλα;

Στὸν Δεριάδη στάθηκαν κι ὅλα τ’ ἀνιστορῆσαν,
κ’ ἐσκύβαν κ’ ἐγονάτιζαν καὶ τιμωριὰ προσμέναν,
ἂμ ὁ σκληρὸς μαλάκωσεν κι ὁ ἀγκρέμιστος γκρεμίστη,
κι ὁ ἀδάκρυτος ἐδάκρυσεν κ’ ἐτοῦτα παραγγέλει:
«Λάβετ’ ἀπ’ τὸ τραπέζι μου, τοῦ ὀχτροῦ μου δεῖπνο στρῶστε,
τέτοιο παιδὶ ποὺ ἀνάθρεψεν ἀξὸς ἔνι νὰ ζήσει!»


Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ὁ ξεδοντιάρης λέων


ξεδοντιάρης λέων

ρμα΄

Δίκηο! Μακρυχαίτικο, πλατύστερνο ληοντάρι,
κι’ ἀπ’ τς χτδες το λιο βασιλοκρατημένο,
πού ’χες τὰ δόντια σουβλερά, τ νύχια κονισμένα,
πού ’σουν στὸ θώρι δύναμις, στ διάβαινες χάρις,
κι’ ὅντες βρουχιόσουν λούφαζαν τ’ ἀδικοκαμωμένα,
κι’ ἐκέρωνε κάθε κακό, στράγγιζε δίχως θάῤῥη,
καὶ τρέμαν σε τ’ νάξια, μ τ’ στανι σ μνοσαν,
τῆς ξιοσύνης τν νθ καρπόδενε βουλή σου,
καὶ τ πρεπ καντάριαζες, το δουλευτ, μοιράδι,
κι’ ὅλοι πο ες σένα ἤλπιζαν κι’ ἀμναν κι’ γαποσαν,
τώρα σὲ συζητον κιοτή, σ κράζουν γι ψωριάρη,
μ’ σκιάζονται κα περπατον μακρι π τν ργή σου.
Τώρα στ’ ἀτσάλινα κλουβι γυρνς τν μεγιστάνων,
κι’ ἔχεις λουρ στν τράχηλο, φιογκάκι στν ορά σου,
σαλτάρεις γύρους μὲ φωτιά, κάμεις τν τσαρλατνο,
γατοῦλα, τρέχεις κα κυλς τν πλούσιω τ κουβάρι,
σ’ ἐκειος τρίβεσαι, γουργουρς, κοιμιέσαι στν ποδιά τους,
καὶ τν μικρούλη πρν γευτς, ποντίκι, τυραγνεύεις,
φαφούτικο ἀνημπόρεψες, κρης μαλακ γυρεύεις,
δὲν κόφτουν τὰ σαγόνια σου, τὰ νύχια σου δν σκίζουν
σκληρόπετσους τῆς νομις κι’ δίκους τν ρχόντων,
νοικοκυραίους μασουλᾶν, μ σάρκες πλέμπας τρίζουν,
τσανακογλείφτη κάθε βιᾶς, το μπέριου βασταγάρι,
Δίκηο! Μοχτηρ θεργιό, μοβόρε ξεδοντιάρη.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Τὸ χρυσὸ καλντερίμι


Τὸ χρυσ καλντερίμι

ρμ΄

Στὸν κάμπο σπέρα το Μαρτιο φυσ κι’ στραποφέγγει,
νεφῶν λεφούσι μαύρισε κα ο ορανο νοξαν,
καὶ ψυχή μου μούσκεψε κι’ ες τν βροχ βαπτίσθη,
τὸ δωρ μο ψιθύρισεν, τ πρ το βιο θυμομαι,
κι’ ἔρμος μς στ νεροποντν νέκραξα «Μητέρα!»
λιος, ναξ βασιλεύς, ες τν Ζυγ δρομοσεν,
εἰς τν Ζυγ κι’ Ορανός, ες τν Ζυγ κι’ Πλούτων.
Στὸν δροχόον τ’ Ζεύς, Κρόνος στν Καρκνο,
κι’ εἰς τν Σκορπι πορεύοταν ρμέας κι’ φροδίτη.
Καὶ Μήνη, γόησσα κυρά, λαμπε στος χθύες,
κι’ εἰς τν Τοξότη Ποσειδν κι’ ρης ες τν Ταρο.
Τὸ μεσουράνημα ες Σκορπι κα τ ναδρ ες Ταρο,
τὸ πο νατέλλει Αγόκερως στν φτάση το δροχόου.
Κι’ ἔτσι πως ρδινιάστηκαν οκοι, πλαντες κι’ στρη,
σκίστη ὁ θέρας, χώρισαν το σκοταδιο ο μπερντέδες,
καὶ φανερώθη λόχρυσο, πανώρηο καλντερίμι
κι’ ἀσπιθοβόλα στ νυχτιά, χρυσαύγαζε ς τ πέρα.
Οἱ πλάκες του σαν π φς κι’ ο ρμο χρυσς κλωστίτσες,
καὶ τ παραπεζούλια του τν στεριν χτδες.
Τότες ὁ δαίμων κι’ ψυχή, πείτις κι’ θαυμάσαν,
λληλοκοιταχτήκασιν, γλυκοχαμογελάσαν!
Κι’ ὥμοιαζε δαίμων δέσποινα, ήγισσ’ φροπλασμένη,
καὶ ψυχ νης γουρος στν βη κα στν ψι·
κι’ ὁ δαίμων δαχτυλόδειξεν κα τς ψυχούλας επεν:
«Ἰδ παιδί μου, λόχρυσο στερηώθη καλντερίμι,
κι’ ἡ νύχτα γεφύρωτη γι σένα γεφυρώθη!
Καιρὸς ν λείψς π’ ατο, στος χθόνιους ν’ πλικεύς,
καὶ ν κυλήσς καταγς, σν χρυσαφένιο φύλλο,
καιρὸς ν ζήσς νθρωπος, τς νθρωπότης μέρος.
Φύλαγε τὰ πο ρμήνεψα στ’ πόκρυφό σου ρμάριν
νὰ πηρετον σε, ν βοηθον, σν θ κακοκαιρίζς,
νὰ βγαίνουν ν’ ντρειγεύουν σε ταν θ’ ντρομαχιέσαι.
Κι’ ὅταν, παιδί, θ ζώνουν σε φόβος μ τν γνοια,
θὰ φαίνωμαι στν πρτον σου τν λαφρ τν πνο
καὶ σύ, τραγούδι ἀνέγνωρον, θ’ κούγς τν λαλιά μου,
μὰ θ ψυχανεμίζεσαι τν λόγων μου τν σάρκα,
θὰ νιώθς κι’ γάπη μου θ σ ληοντοκαρδιών».
Τότε ἡ ψυχολα ρώτησε τν δαίμονα κι’ πόρει:
«Μητέρα, ἐτοτα τ ποι, μ λαβαίνω γάπη
ν’ ἀποθεριέψ νη φτερὰ κα ν’ ναφτερουγίσω;»
Σιωπὴν χάρισ’ δαίμονας, «παγε» γλυκολέγει…
καὶ ψυχολα ες τ χρυσό, πατε, τ καλντερίμι,
καὶ πρν κυλήσ καταγς, σν χρυσαφένιο φύλλο,
στρέφει στερνὰ τν κεφαλή, κουνάει δειλ τ χέρι,
- στὰ μάτια λάμπαν κρούσταλλα, στ μάγουλα διαμάντια-
κι’ ἔκλαψε κι’ χαιρέτησε τν κόσμον πο παρνήθη,
κι’ ἔκλαψα κι’ χαιρέτησα τν κόσμον πο γεννήθην.