Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Στὸ παληὸ ἐργοστάσιο


Στὸ παλη ργοστάσιο

ρξγ΄

Σιωπὴ γύρωθε ζώνει το κι’ γριάγκαθον,
χαμαὶ γυαλι στρωμένα, σίδερον σκουριά,
μοῦχλα κι’ γρότη, ἀῤῥώστια, σαρκοτρώγουν το,
κι’ ἡ σκόνη, χιόνι, χρμα δίχως χρώματα,
καὶ λαός, ποδημήσας, σκόρπισεν.
Τὰ σμάρια σου ς φωλιάσουν, ῥῆγα τν στοιχειν,
κρουστὸ βασίλειο, ς φτειάσουν, ραχνόφαντον·
τοῦ ργου, πάει, κρουσεύτη προμαχών,
τοῦ μόχτου τ’ γιον πνεμα ξώρισεν κνιά,
δῶ τ κουφάριν κι’ ψυχ στν βυσσο.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Where A Roman Villa Stood, Above Freiburg


Ποίημα τς Μαίρη λίζαμπεθ Κόλεριτζ

Στν ντώνη Μητσάνη

Στὴν ξενιτειά, ἀναπνέοντας τῆς ξενιτειᾶς ἀέρα,
ἀλάργ’ ἀπ’ τὴν ἀρχαία του γῆ, Ῥωμαῖος, ὀρθός, στυλώνει,
καὶ μουρμουρᾷ, ξανοίγοντας ὣς πέρα,
«Ἔμμορφ’ οἱ λόφοι ποὺ θωρῶ, μὰ δὲν εἶναι στὴν Ῥώμη!»

Ἐπίγονος συγγενικῆς φυλῆς μὲ τοὺς Ῥωμαίους,
κεῖ ποὺ ὁ παλαιὸς υἱὸς τοῦ ἰμπέριου στάθη, στέκω.
Βράχους ποὺ κλειοῦν κοιλάδα ἐντός, ἀπὸ καιροὺς ἀρχαίους,
ἴδια κι’ ἀνέγγιχτ’ ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου βλέπω.

Τὸ ἴδιο ἀστέρι σ’ ἄλλονε, ψηλάθε, λαμπυρίζει,
μι’ ἄλλη καρδιὰ μ’ ἀνείπωτη λαχτάρα πλημμυρίζει,
ἀναφωνῶντας δυνατά, «Πόσον ὡραῖοι τόποι,
μὰ ὄχι τῆς Ἀγγλίας μας οἱ λόφοι!»