Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Πριάπειον


Πριάπειον

ρλδ΄

Κυρά, τοῦ νείρου μου κυρά, φε, καρδιά σου
κάστρο ἀδιαγούμιστον π δονς βαστιέται.
Μ’ ἥσκιους, γητειές, ν μέν θώρητ’ λικιά σου
πῶς ν κυριεύεται κα πς τειχοπατιέται.
Τοὺς σκιους λσε, βγς στος πύργους, αθεντιά σου
ς περιτρέξ, λόγυμνη, τος προμαχνες·
λιόγερμ’ Αὐγούστου ργυρωμένο μμορφιά σου,
ν’ ἀσκώσ ντρεις κα ν’ λαλάξουν ο στρατνες.

Κι’ ἰδού, στ τείχη σου τσαντίρωσα μπρός, δός μοι
γῆ στέρηα λπίδος ν πατ, ν σ γυρίσω
μὲ πόθου ζσι, κρις π’ νήλεα κερατώνει.
Κι’ ὅντες χαμα τ πυργοθύρια σου, χ, βροντήσω,
παῖξε ες τ θέατρον το νο, το νο φηγήσου
τὸ πς κουρσεύω, μήν, τ κάθυγρο καστρί σου.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Πύδνα


Πύδνα

ρλγ΄

Δυὸ νης Μακεδονίτισσες, δυ νηόπανδρες κυράδες,
τοὺς σκοτωμένους περπατον, τος σκοτωμένους βλέπουν.
Κι’ ἦρθεν λιος κι’ δυσεν μς στν χρυσ πορφύρα,
κι’ ἐβούλισαν ο χτδες του στν Μακεδνν τ γαμα.
Κι’ εἶπεν πρώτη δίχως το λλη ν’ γροικήσ:
«Τὰ πορφυρ λιογέρματα βάφουν χρυσ τ κμα,
μάτωσες ἄστρο Μακεδν κι’ χρύσωσες τν Πύδνα».
Κι’ εἶπεν λλη δίχως το πρώτη ν’ γροικήσ:
«Σὰν γέρν λιος πορφυρς χρυσώνεται τ κμα,
δυσες στρο Μακεδν
κι’ οἱ αμάτινες χτδες σου χρυσόσταξαν τὴν Πύδνα».
Κι’ ἦτον, Περδίκκα, τ’ στρο σου πού ’χε μοιργιολογήσει!

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ξωθιὰ ἦτον ἡ ἀγάπη σου


Ξωθιὰ τον γάπη σου

ρλβ΄

Ξωθιὰ τον γάπη σου κα δάσος ψυχή μου
κι’ εἶχε τ δάσος σπιτικ κι’ λόγυμνη ζοσε.
Στὰ σπήληα του τραγούδαγε, στς λίμνες του λουζότουν,
στὰ ξέφωτά του χόρευε κι’ ες τ δεντρ κοιμότουν.
Καὶ μιν μέρ’ λάργεψε, τὸ δάσος ρημώθη,
κι’ ἐστράφ’ ες γριοσκότεινο κι’ νήλιαγον ρμάνι.
Λόγος γροικήθη, στοίχειωσε κι’ ἔνι κατηραμένον,
κι’ οἱ νεράϊδες σκιάζονται, ξωθις δν τ ζυγώνουν.
ντός του φίδι αξαίνεται, δράκος κρυφοθεργιεύει,
πο τ θρέφει πόνος μου κι’ πίκρα τὸ τρανεύει.

Τὸ τραγούδιν τοῦ ληστευμένου


Τὸ τραγούδιν το ληστευμένου

ρλα΄

Χρυσ αγ χάραξε, καλοκαιριο μέρα,
κι γεωργς κίνησε τ κτμα του ν ρίσ,
νὰ ργώσ γρος νόργωτους κι’ λλους γρος ν’ ρδέψ,
κιλλους ν σπείρ νη σπορι κι’ λλους χερι ν κόψ.
Τὸ καμιονάκι του ὁδηγε, τ καμιονάκι πάει,
τὸ καμιονάκι του φτασε στ ποστατικό του,
μ δν τ γνώρισε κι’ νέγνωρον μοιάζει.
Κρεμιοῦνται τ παράθυρα, τ σιδεροντυμένα,
κόπ’ τσαλοκλειδαρι κι’ πόρτα του σωριάστη,
κι φράχτης, πού ’φραζεν ρθός, τώρα στὴ γς ξαπλώνει.
Τρέχει ἀπ’ δ, φέρνει π’ κε, γυρεύει, μελετάει,
τὰ κλεψαν λογάριαζε, τ λείπεται μετράει,
μὲ τ «χ» κα μ τ «μο» καλε κι’ λον τ μαρτυράει.
Πᾶνε τ ργαλεα του, τ ξντα τ’ λογά του,
τὰ φόδια του, τ σπόρια του, τ χαλκωματικό του.
Κι’ οἱ ξένοι πού ’χε μισταρκος κι’ σαν στ δούλεψί του,
πο τος καλοτάγιζε κα καλοπλήρωνέ τους,
πού ’χε κατώφλι νὰ περνον, κλινάρια ν κοιμονται,
κις ψυχογυιος καμάρωνε κι’ ς φίλους τος τίμα,
φαντοι γινήκασιν, ς φαντο τ βιός του.
Ζαλίστη κιντραλίζεται, λιγοθυμ ν πέσ,
μ’ λαχε κι’ κάθισε σ μι παληοκασσόνα.
νοιξε τ σακούλιν του κα βγάζει π’ τν καπνό του,
πιάνει καὶ στρίβει τ χαρτ κι’ τρέμαν του τ χέρια,
καὶ τ τσιγάρον ναψε κα τ τσιγάρον καίγει,
καὶ τ τσιγάρο ἐῤῥούφηξε, νὰ φτάσ στν ψυχή του,
νὰ πνίξ τν χαριστι κα ν τν ξεφυσήξ.
Κιπείτις ρα κάπνιζε κι’ ρα σκυβε στ χμα,
τὸ σάπιο ξύλο λύγισε κι’ σπασεν κασσόνα,
κιπως ερέθη νάσκελα κατ τν λιο στράφη,
κι’ εἶδε τ φς του τ χρυσό, λίγον παρηγορήθη
καὶ λίγον χαμογέλασε