Ὁ ἄρχων τοῦ δαχτυλιδιοῦ
ρι΄
Ποιός
ἦτον ὅπου ἐφύτρωσεν
τὰ νέφια στὴν λιακάδα,
φυλάκισεν
τὰ ἡλιάχτιδα κι’ ἐσκότισαν
τὰ οὐράνια,
κατωκλονίστη
ὁ Τάρταρος κι’ ἀπανωσείστη ὁ
τόπος,
σάλεψεν
κι’ ἀναδεύτ’ ἡ γῆς καὶ
τὸ λειβάδι ἐσχίστη,
κι’
εἰδώθη σπηληοβάραθρον καὶ χάσμα καὶ
κατώγι,
κατέβη
τὸ βοσκόπουλον, ὁ Γύγης ὁ
τσομπᾶνος,
κι’
ηὗρε ἄλογο χαλκόχυτον, μέσα
κουφαλιασμένον,
κι’
ηὗρε γιγάντου σκελετὸν στὸ
κοῦφος σωριασμένον,
μὲ
δαχτυλίδι ὁλόχρυσον στὸ
κοκκαλένιο χέρι,
καὶ
τὸν νεκρὸν ἐγύμνωσε, τὸ
δαχτυλίδιν
κλέβει,
τὸ
μελετᾷ, τὸ χαίρεται, στὸ
δάχτυλον περνᾷ το,
κι’
ὡς φόρησέν το ἐμάζεψε καὶ
ταιριαστὸν τοῦ μείνη;
Κι’
ὡς σώθη ὁ μῆνας ὁ
παληός, τοῦ νηοῦ
τὸ πρῶτο βράδυ,
ποὺ
οἱ πιστικοὶ συνάζονται, τὴν
στιὰ γυροκυκλώνουν,
μετροῦν
τὸ βιὸς τοῦ
βασιληᾶ, κοπάδια λογαριάζουν,
ἂν λείπεται, ἂν
αὐγάτισεν, ἂν στέκῃ
ὡσὰν βρισκότουν,
τοῦ
Γύγη ποιός μουρμούρισεν, δίχως νὰ νιώσῃ
τοῦ ’πεν,
τῆς
πέτρας τοῦ δαχτυλιδιοῦ
νὰ στρίψῃ τὸ καστόνι;
Πρὸς
τὴν μεριά του τό ’στριβεν, ἄφαντος ἐπερνιότουν,
κι’
ἀνάστροφα ὡς τὸ
γύριζεν, τὸ πάλιν ἐφαινότουν.
Κι’
ὡς μάθεν τοῦ δαχτυλιδιοῦ
τὴν μαγεμμένη χάριν,
τὸν
ἄγουρο ποιός φούντωσεν μὲς στῶν
φλογῶν τὸ φέγγος
σὲ
γέρους κι’ ἄντρες μπρὸς
νὰ βγῇ, σὰν
ἄντρας νὰ ζητήσῃ;
«Ἐγὼ
νὰ πάω στοῦ βασιληᾶ,
τὸ βιός του ν’ ἀναφέρω».
Κι’
εἰς τοῦ Κανδαύλη ὡς
φάνηκεν,
λογαριασμὸν νὰ
φέρῃ,
κεῖνον
σὰν ποιός ἐγήτεψεν, τὸν
Γύγη ν’ ἀγαπήσῃ,
καὶ
τὴν ἀγκλίτσ’ ἀπίθωσεν
στὴν στάνη νὰ σκεβρώνῃ
κι’
ἀμφίστομο κοντόσπαθον στέρηωσε στὴν
ζωστρή του;
Καλυβιαραῖος
ἤτονε, παλατιανὸς ἐγίνη,
κι’
ἀπὸ προβατοφύλακας ἐχρίστη
ῥηγοφύλαξ.
Κι’
ἔπειτα ποιός τὸν τύφλωσε καὶ
τά ’χασε ὁ Κανδαύλης,
καὶ
τοῦ Δασκύλου τὸ παιδὶ
ξεδιάντροπα ὁρμηνεύει;
«Κι’
οἱ λόγοι σὰν δὲν
πείθουν σε, τὰ μάτια θὰ
πιστέψουν,
σάν,
τὴν κυρά σου θὰ χαρῇς
κι’ ὁλόγυμνη χορτάσῃς!
Κι’
ὁ γδικιωμὸς τῆς
ῥήγισσας μὴν σὲ
μεταμελήσῃ,
καὶ
σὲ κρυψῶναν μπάζω σε κι’ ἀνείδωτος
θωρᾷς την».
Κι’
ὡς λαίμαργα κατάτρωγεν τῆς ῥήγισσας τὴν
γύμνια,
ποιός
πῆρεν τοῦ δαχτυλιδιοῦ
τὴν μαγεμμένη χάριν
κι’
εἶδε τον ποὺ ξεγλίστραγεν, στὰ
σπλάχνα φαρμακώθη,
κι’
ὁλονυχτὶς κουβέντιαζαν μὲ
τὴν ὀργὴ συντρόφοι;
Κι’
ὡς κάλεσε, τὴν μαύρη αὐγή,
τὸν Γύγη νὰ δικάσῃ,
κι’
εἰς τὴν παλάμη τοῦ
’κλεισεν τὴν ἄσπλαχνη
λεπίδα,
«Ἢ
στὸν λαιμό σου πέρνα το ἢ τοῦ
Κανδαύλη κόψε»,
τὴν
γνώμη ποιός πολέμησεν νὰ σκοτωθῇ
ἀτός του
κι’
ἐβάρυνε στὴν ζυγαριὰ
τὸν φόνο τοῦ ἀφεντός
του;
Καὶ
τέλος
ποιός τὸν θράσυνε κι’ ἔσφαξε τὸν
Κανδαύλη,
σ’
αἱμάτου θρόνο ἐκάθισεν, αἱμάτου
ῥάβδο ἐπῆρεν,
σ’
αἱμάτου κλίνη ἐπλάγιασεν τοῦ
βασιληᾶ τὸ ταίρι;
Ἐγὼ ποὺ
τὰ σοφίστηκα κι’ ἐγέλασα τὸν
Γύγη.
Ἐγώ, ὁ
δαίμων, τὸ στοιχειὸ
πού ’ναι στὸ δαχτυλίδι!
Μὲ
τὸν χρυσὸ σᾶς κυβερνῶ,
κοῦρσος βαρὺ σᾶς παίρνω,
σ’
ἅλυσους χρυσοκρίκωτους, σκλάβους πικρούς, σᾶς
σέρνω.
Μὲ
τὸν χρυσὸ σᾶς ξέκοψα,
τ’ ἀνθρωπινὸ κοπάδι,
τρίσβαθα
σᾶς ξεμάκρυνα στῆς νύχτας τὸ
πηγάδι.
Στὶς
κοῦπες μου γλυκοκερνῶ τὸ γαῖμα
τῶν καρδιῶν σας,
σὲ
μαῦρες τάβλες γεύομαι τὴν σάρκα τῶν
ψυχῶν σας.
Τὰ
οὐρλιαχτά σας κι’ οἱ ὀδυρμοὶ
τραγούδια μὲ γλεντίζουν,
τ’
ἄθλια ποὺ καμώνεστε, πολλὰ
μὲ ξεκαρδίζουν.
Γύρω
μοσχοβολίζει με, ὁ βοῦρκος
ποὺ ξερνᾶτε,
τὰ
ψεύτικα ὡς ὀρέγεστε, τὰ
μάταια ὡς λαχταρᾶτε.
Τὸ
γένος τὸ ἡρωϊκὸν
μὲ λύσσα πολεμεῖτε,
καὶ
τὴν χρυσῆν σας ἅλυση,
καμαρωτοί, κρατεῖτε.
Κι’
ἔχω τὴν γῆ
κονάκι μου, κῆπο μου καὶ
φυτεύω,
μαντρί
μου γιὰ νὰ κυνηγῶ,
στέρνα μου νὰ ψαρεύω.
Νὰ
βόσκου οἱ νεκροζώντανοι κι’ ἐμὲ νὰ
προσκυνοῦσιν,
αἰώνια
νὰ πεθαίνουσιν κι’ αἰώνια νὰ
μὲ ζοῦσιν.