Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Ἰαλδαβαὼθ (Hells Angel)


Ἰαλδαβαὼθ (Hells Angel)

σλθ΄

Στὸ παληοβενζινάδικο, σὲ κολασμένους δρόμους,
μὲ ἄνοια γεροντικὴ μέν’ ἡ κυρὰ Σοφία·
ἀρχοντοκόρη τὴν μιλοῦν, πανώρηα καὶ πλουσία,
μὰ ἐζευγάρωσ’ ἄνομα, χάθη στοὺς ὑποκόσμους.

Καρπός της ὁ Ἰαλδαβαώθ, ἡγήτωρ καθαρμάτων,
σπρώχνει σκληρὰ ναρκωτικά, πουλάει προστασία,
σάρκα κι’ ὅπλα ἐμπορεύεται, σπέρνει νεκροταφεῖα,
«Τρελὸ θεὸ» τὸν ἐξυμνοῦν! Ὅμιλος βδελυγμάτων.

Τὴν λεωφόρο μὲ ψιλόβροχο διασχίζουν,
στὰ πανωφόρια των λεοντόφιδο ῥαμμένο,
μαῦρο μελίσσ’ οἱ μηχανὲς σειριὰ βουίζουν,
στῆς φάλαγγος τὴν κεφαλὴ ὂν ἐπῃρμένο.

Κάποτε νιώθ’ ἡ μάννα του, στὸ φῶς ἁγνὴ γυρίζει,
τῆς γειτονιᾶς φτωχόπαιδα τριγύρω της μαζεύει,
δίνει γιὰ φῶς, νὰ θερμανθοῦν, παληὰ βιβλία δανείζει,
χαϊδεύει τα, γλυκογελᾷ, μὲ δάκρυ τὰ ὁρμηνεύει:

«Λάθεψα κρίματα βαριόμοιρα, παιδιά μου,
αἰτία ἐγὼ τῆς πυργωμένης φυλακῆς σας,
θρέφτε τὸν ἄσπιλο σπινθῆρα τῆς ψυχῆς σας,
γκρεμίστε τὴν ψευτιά, φυγέτ’ ἀπὸ δῶ χάμου!»

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Ὑδροχοϊκὸς


Ὑδροχοϊκὸς

σλη΄

Εἶμαι παιδὶ δεκάχρονο, φορῶ ξέφτια πορφύρας,
ζυγὸν ὑψώνω ἡλιαντικρύ, σταμνὶ ἀδειανὸ βαστάω,
ἀγύρτης πάω γυμνόποδος, ῥηγόπρεπα περνάω,
κηρύττω ἀνάβρα μυστικὴ μιᾶς ὑπερούσιας μοίρας.

Ἐνώπιος στὸν ποταμὸ κι’ ὁ ποταμὸς τραβιέται,
γέρνω στὴν λίμνη, ἐστέρεψε, ζητῶ βροχή, ἐβουβάθη,
μοῦ ἐπούλησαν σκασμένη γῆ γιὰ ὑδάτινο χωράφι,
τ’ ἄνυδρο χῶμα ἔγλειψα μὰ ἡ δίψα ποῦ νὰ σβηέται.

Ὑγιὸς τῆς Κύπριδος κι’ ἀγγόνι τ’ Οὐρανοῦ,
τ’ ἀρχῆθεν Κάλλος πίνω λαίμαργα στὸ νοῦ·
τ’ ἁβρὸ ἡ γεωμετρία τ’ ὄνειρό μου,
ἀμμόκαστρο στὲς θύελλες τοῦ χρόνου.

Δὲν ἤμουν, λέω, γιὰ τὴν ζωή, μήτ’ ἡ ζωὴ γιὰ μένα,
ἀλύγιστος ἡ δύναμις, τὴν ἐμμορφιὰ σκεβρώνει…
στέρηο ἂν παγώσῃς κάθ’ ὁγρὸ ἡ ἀστροβολιὰ τὸ λειώνει,
στὸν ἥλιο τῆς ἀγάπης Σας εἴθε νὰ λειώσω πνέμμα.

Ἄνασσα Κύπριδα, πρωτόγερε Οὐρανέ,
πῶς ἐδουλώθην, πῶς συντρίφτηκα χαμαί·
ξυλόκαρφα μὲς στὴν ψυχὴ μοῦ χώνουν,
τρελὸν ἀριστοκράτη μὲ σταυρώνουν.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Εἰς τὸ κενὸ τοῦ Βοώτου


Εἰς τὸ κενὸ τοῦ Βοώτου

σλζ΄

Μὲς στὸν παιδίσιον ὕπνο του πάντ’ ἤρχοντο κυράδες,
ἀμὴ τὸ τὶ τοῦ ὡρμήνευαν κρυφὸ πολὺ νὰ εἰπῇ,
ὥσπου τὴν πρωταντίκρυσε, τρανὴ κυρὰ κι’ αὐτή,
κι’ ἀρνήθη κάλλη πρόστυχα καὶ τοῦ ἔρωτος μαινάδες.

Νά ’ναι ἀπ’ τοὺς πολύαστρους τοὺς κόσμους δῶ φερμένη;
Γράφει τραγούδια, παίγνια καὶ γρίφους, κοφτερή,
σβήνει τὸ χαμογέλιο της τῶν ἥλιων τὴν ὀρδή,
βαθύκαρδη κάθε ἀχαμνοῦ τὸν πόνον ἀνασαίνει.

Μὲς στοῦ Βοώτου τ’ ἄνορο κενὸ
γῆς ἥλιου πάντερμου, δίχως φεγγάρι·
τὴν ἄναστρη νυχτιὰ ξύπνιος θωρῶ,
τῶν ἄστρων ὀνειρεύομαι τὸ ἑσμάρι.

Κείνη κι’ ἂς δὲν τὸν ἀγαπᾷ, στὸ νοῦ πλήθια τὴν φέρει
σ’ ἁγνὴ ἀνοιξιάτικη ἀμμουδιὰ ν’ ἀγάλλῃ ἀναγερτή,
σὲ δάση, ἁβροχίτωνη, νὰ σιγοτραγουδῇ,
ν’ αὐγάζῃ, ὄναρ λευκόσαρκο, σιμὰ στὸ πτωχοκέρι.

Στάλες πυρὸς τὰ χάη δῶ δὲν τρυποῦν,
μιὰ φοῦχτ’ ἀλῆτες σκόρπιοι γαλαξίες·
στοὺς ζόφους τὴν ψυχή μου ὁδηγοῦν
τῶν νεραϊδομματιῶν σου οἱ ἀστερίες.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Παρακλητικὸν


Παρακλητικὸν

σλϚ΄

Τὴν Λήθη σφιχτοχέριασα, τὸν ἄστρεφτο λαιμό της,
κι’ ἀνήλεα τὸν αὐλάκωσε κι’ ἤπι’ αἷμα τὸ σπαθί μου,
κι’ ὡς ἐσωριάζετο ἄλαλη ἀγρίως ξερνᾷ ἡ ψυχή μου
βαθιὰ στ’ ἄφλογα μάτια της τὸν ἄρειο, ἁψὺ κρωγμό της.

Σπαρνῶντας ἐθηκάρωσα, βουνὸ ξεκρίνω πέρα,
στὴν κλωναρόπλεχτη νυχτιὰ βαδίζω τὴν φυγή μου·
νὰ βγῶ ἀπ’ τὰ ἐρέβη τῶν δεντρῶν τὸν δρόμον ὁδηγεῖ μου
ἀκρόκορφα ἕνα μέγαρο ποὺ λάμπει ὡς θέρους μέρα.

Ἡλιοκυρά μου ἀνέσπερη, ὦ Μνήμη,
ποὺ ἀπ’ τοῦ μεγάρου σου τοὺς προμαχῶνες
ἀνήσκιωτους γνωρίζεις τοὺς αἰῶνες,
δεῖξε τῆς λευτεριᾶς τὸ στενοῤῥύμι.

Μὰ κι’ ἂν τὴν Λήθη ἐφόνευσα πρῶτον καὶ μύριους φόνους,
κακὸ στοιχειὸ ἀνασταίνεται, χυμάει καὶ μὲ δαγκώνει,
στοὺς ἀβυσσαίους δρόγγους της μὲ σέρνει καὶ μὲ χώνει,
στραγγίζει κάθε θύμησι, πίνει ζωὲς καὶ χρόνους.

Γήτεψε τὸ σπαθί μου, μάϊσσα Μνήμη,
τὸν δαίμονα μιὰ κι’ ὄξω νὰ τελειώσω·
στοῦ Ἐγὼ τὴν πρώτη ἀνάβρα νὰ ζυγώσω,
νὰ θυμηθῶ, νὰ θυμηθῇ κι’ Ἐκείνη…