Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου


             Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

Ερρόδισε γῆ ἀνατολὴ καὶ ξημερώνει ἡ δύση,
γλυκοχαράζουν τὰ βουνὰ κι ὁ αὐγερινὸς τραυειέται,
πὰν τὰ πουλάκια στὴ βοσκὴ κ’ οἱ λυγερὲς στὴ βρύση.
Βγαίνω κ’ ἐγὼ κι ὁ μαῦρος μου καὶ τὰ λαγωνικά μου.
Βρίσκω μιὰ κόρη πὄπλενε σὲ μαρμαρένια γοῦρνα.
Τὴ χαιρετάω, δὲ μοῦ μιλεῖ, τῆς κρένω δὲν μοῦ κρένει.
«Κόρη, γιὰ βγάλε μας νερό, τὴν καλὴ μοῖρα νά χῃς,
νὰ πιῶ κ’ ἐγὼ κι ὁ μαῦρος μου καὶ τὰ λαγωνικά μου».
Σαράντα σίκλους ἔβγαλε, στὰ μάτια δὲν τὴν εἶδα,
κι ἀπάνω στοὺς σαρανταδυὸ τὴ βλέπω δακρυσμένη.
«Γιατί δακρύζεις, λυγερή, καὶ βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινᾷς, μήνα διψᾷς, μὴν ἔχῃς κακὴ μάννα;
-Μήτε πεινῶ, μήτε διψῶ, μήτ’ ἔχω κακὴ μάννα.
Ξένε μου, κι ἂν ἐδάκρυσα κι ἂν βαριαναστενάζω,
τὸν ἄντρα χω στὴν ξενητειὰ καὶ λείπει δέκα χρόνους,
κι ἀκόμη δυὸ τὸν καρτερῶ, στοὺς τρεῖς τὸν παντυχαίνω,
κι ἂ δὲν ἐρθῇ, κι ἂ δὲ φανῇ, καλόγρια θὰ γένω,
θὰ πάγω σ’ ἔρημα βουνά, νὰ στήσω μοναστῆρι,
καὶ στὸ κελλὶ θὰ σφαλιστῶ, στὰ μαῦρα θελὰ βάψω,
ἐκειὸν νὰ τρώγῃ ἡ ξενιτιά, κ’ ἐμὲ τὰ μαῦρα ῥάσα.
-Κόρη μου ὁ ἄντρας σου πέθανε, κόρη μου ὁ ἄντρας σου χάθη.
Τὰ χέρια μου τὸν κράτησαν, τὰ χέρια μου τὸν θάψαν,
ψωμὶ κερὶ τοῦ μοίρασα, κ’ εἶπε νὰ τὰ πλερώσῃς,
τὸν ἔδωκα κ’ ἕνα φιλί, κ’ εἶπε νὰ μοῦ τὸ δώσῃς.
-Ψωμὶ κερὶ τοῦ μοίρασες, διπλὰ νὰ σὲ πληρώσω,
μὰ γιατ’ ἐκεῖνο τὸ φιλί, σύρε νὰ σοῦ τὸ δώσῃ.
-Κόρη μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄντρας σου, ἐγὼ εἶμαι κι ὁ καλός σου.
-Ξένε μου, ἂν εἶσαι ὁ ἄντρας μου, ἂν εἶσαι κι ὁ καλός μου,
δεῖξε σημάδια τῆς αὐλῆς καὶ τότε νὰ πιστέψω.
-Ἔχεις μηλιὰ στὴν πόρτα σου καὶ κλῆμα στὴν αὐλή σου,
κάνει σταφύλι ῥαζακὶ καὶ τὸ κρασὶ μοσκᾶτο,
κι ὅποιος τὸ πιῇ δροσίζεται καὶ πάλι ἀναζητᾷ το.
-Αὐτὰ εἶν’ σημάδια τῆς αὐλῆς, τὰ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος,
διαβάτης ἤσουν, πέρασες, τὰ εἶδες καὶ μοῦ τὰ λέεις.
Πές μου σημάδια τοῦ σπιτιοῦ καὶ τότες νὰ πιστέψω.
-Ἀνάμεσα στὴν κάμαρα χρυσὸ καντῆλι ἀνάφτει,
καὶ φέγγει σου ποὺ γδύνεσαι καὶ πλέκεις τὰ μαλλιά σου,
φέγγει σου τὶς γλυκὲς αὐγές, ποὺ τὰ καλά σου βάζεις.
-Κάποιος κακός μου γείτονας σοῦ τά πε καὶ τὰ ξέρεις.
Πές μου σημάδια τοῦ κορμιοῦ, σημάδια τῆς ἀγάπης.
-Ἔχεις ἐλιὰ στὰ στήθη σου, κ’ ἐλιὰ στὴν ἀμασκάλη,
κι ἀνάμεσα στὰ δυὸ βυζιὰ τ’ ἀντροῦ σου φυλακτάρι.
-Ξένε μου, ἐσὺ εἶσαι ὁ ἄντρας μου, ἐσὺ εἶσαι κι ὁ καλός μου».

ΠΑΡΑΛΟΓΗ