Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Οἱ πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα


Οἱ πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα

ρα΄

Κίλβαντα, ὄρος τρομερὸ καὶ πυκνανταριασμένο,
μὲ σκοτεινιές, μὲ καταχνιές, μὲ νέφελα ζωσμένο,
δοιπόρος πῶς νὰ σὲ διαβῇ κι’ ἅρμα ν’ ἀντιπεράσῃ;
Δὲν εἶν’ στράτα λιθόστρωτη, στράτα καλοστρωμένη,
μὸν εἶναι τὸ βαθύκρημνο, τὸ μεσιανὸ φαράγγι,
πό ’χει τὰ τείχια του γυαλί, τὲς ὄχθες του ξουράφι,
νερὸ τ’ ἀγριοκύματον, κατράμι καὶ φαρμάκι.
Πό ’χει μοβόρους πελταστὲς νὰ τὸ παραφυλοῦσιν,
κι’ ὁ ἀρνιέται τὰ περαστικὰ τὸ γαῖμα νὰ τοῦ πιοῦσιν.
Ὁ ῥῆγας Ἀρχεπτόλεμος ἐπόθει νὰ περάσῃ.
Μῆνες ἑφτὰ κλωθογυρνᾷ κι’ ὀχτὼ ἀνασυλλογᾶται,
στοὺς δέκα πάνω ἐπρόσταξεν κι’ εἰς τὴν χρονιὰν ἐκίνα,
μὲ χίλιους σαγιττάριους, σκουτάτους δυὸ χιλιάδες,
τρακόσους καβαλλάριους, μὲ τὰ χρυσᾶ κασσίδια.
Τρεῖς μέρες ἐπορεύονταν τὸ ἄτρομο φουσσᾶτον
μὲς εἰς τὸ φιδογύριστον, τὸ φαλακρὸ φαράγγι
κι’ ὀχτρὸς δὲν τοὺς ἀντίσκοψε, καρτέρι δὲν ἐφάνη,
κι’ ὁ ῥῆγας πάνω στ’ ἄλογον καυχιότουν κι’ ἀντροκάλει.
«Ἔ, πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα, λουφάξατε στὰ σπήληα;
Τρομάξατε τὰ φλάμπουρα; Τὴν δόξα τῶν ἀρμάτω;»
Ἀπόκρισις ταξείδεψεν στὸ παγωμένο ἀγέριν,
κι’ ἀχὸς φωνῆς ὡς σίδερον στ’ ἀκόνι νὰ τροχιέται.
«Ἀντίπερα νὰ βγαίνετε περαστικὰ ζητοῦμεν
κάθε στρατιώτη κέρασμα μιὰ κοῦπα μαῦρον γαῖμα
κι’ ἀπὸ τοὺς καβαλλάριους τὰ ὁλόχρυσα κασσίδια.
Ζητοῦμεν τὰ τοῦ ῥῆγα σας σφραγιδοδαχτυλίδια».
Κι’ ὁ βασιληὰς σπαθόσυρεν. «Κοπιάστε νὰ σᾶς δώνω».
Μυριῶν στριγκλιὰν ἀλάλαξεν κι’ ὅλοι ἀστραπὴ κερῶσαν!
’Πὸ μπρὸς οἱ τραγοπόδαροι, πίσω οἱ φολιδωμένοι
κι’ οἱ νυχτεριδοφτέρουγοι πάνωθε τοὺς χυθῆκαν.
Μὲ πέλτες ἀτσαλόπετσες, μὲ δρεπανοκοντάρια,
σφεντονολίθους μιὰν ὀκά, μὲ μιὰν ὀργυιὰν σαγίττες,
στιλέττα, μαχαιρόπουλα, κατάβαρες ἀξῖνες.
Τώρα στὸ νοῦν σας ἄρχοντες τὸ μακελλειὸν μετρᾶτε
κι’ ἰδέτε μὲ τὰ λόγιαν μου τὴ φρίκην ’πὸ μυαλοῦ σας.
Ἰδέτ’ ἄτια πολεμικὰ συντρεῖς νὰ τὰ γκρεμοῦσιν,
τὸ γαῖμα των νὰ πίνουσιν ὡς κεῖνα χλιμιντροῦσιν.
Δέτε σὰν ὄρνηα οἱ δαίμονες ν’ ἀλληλοπολεμιοῦνται,
τῶν ἀντρειωμένων τὰ κορμιὰ μοιράδι ποιὸς νὰ πάρῃ.
Ἰδέτε τοὺς πολέμαρχους σύφραχτοι νὰ χαλνιοῦνται,
μὲ δίχως πισωπάτημα, στηθοσαγιττεμμένοι.
Ἰδέτε νὰ κυκλώνουσιν τὸν ῥῆγαν οἱ ἀγέλες
κι’ ἔρμος νὰ στερνοπολεμᾷ μὲ τὸ ἀπελατίκιν…
Ὅλοι νεκροί, ὅλοι νεκροί, νεκροὶ κι’ ἀποθαμένοι!
Ἕν’ ἄγουρον ποσώσασιν, ἀντίπερα νὰ βγαίνῃ,
εἰς τοὺς καμπίσιους νὰ φανῇ, νὰ εἰπῇ τους τὰ μαντᾶτα,
νὰ κλάψουσι τὸν βασιληὰ καὶ τὸ χαμένο ἀσκέρι.
«Τί ’θελες Ἀρχεπτόλεμε, τῶν Ἀελίων ῥῆγα,
μὲ τὰ δαιμόνια τοῦ βουνοῦ εἰς πόλεμον νὰ μπλέξῃς
κι’ ὅλος τῶν πέρφανων ὁ ἀνθὸς ὡς στάχυς ἐθερίστη;
Πύλες βαρειὲς νὰ ποίσωμεν, ἄλλος νὰ μὴν περάσῃ,
καὶ πόλι καλοπύργωτην ἵνα τὲς διαφεντεύῃ,
καὶ πλοῖα καλοτάξειδα, καλόφραχτα λιμάνια,
ἀπ’ τοῦ πελάγου τὴν μεριὰν νά ’χωμε πήγαιν’ ἔλα.
Νὰ εἰποῦμε καὶ τῶν ποιητῶν τραγούδια νὰ ταιριάσουν,
τὸ πάθημαν εἰς Κίλβαντα νὰ λένε οἱ τραγωδᾶνοι,
νὰ μαυροκαίγωνται οἱ καρδιὲς σὰν τὰ ξερὰ καλάμια,
καὶ νὰ βουρκώνουν οἱ ματιὲς σὰν τὰ θολὰ ποτάμια».