Χαρτσιανὴς καὶ Ἀρετὴ


               Χαρτσιανὴς καὶ  Ἀρετὴ

Ο Χαρτσιανάκης ὁ ξανθός, ὁ ξαθὸς Χαρτσιανάκης,
τὸ νηὸ πουλί, τὸ νηὸ κλαδί, τ’ ὥριο κυπαρισσάκι,
ἐθέλησε κι ἀγάπησε πρωτάρχου θυγατέρα,
κι ἀγάπαν τη κι ἀγάπαν τον χρόνους δεκατεσσέρους,
καὶ μὲς στὶς δεκατέσσερους ἦμπαν κι οἱ δεκαπέντε.
Προξενητιὰ τῆς ἔστειλε μῆλο μὲ τὸ λογάρι.
Τὸ μῆλο τσαλαπάτησε καὶ τὸ λογάρι ῥίχτει,
καὶ τοὺς προξενητάδες του ζαγκλίκια τοὺς φορτώνει,
καὶ λέ του καὶ στοιχήματα, τὰ δὴν μπορεῖ νὰ κάμει:
-Δύνεται πέτρα πελεκᾶ καὶ φοινικιὰ κλαδεύει,
καὶ ποταμὸ ν’ ἀγκαλιαστεῖ κι αὐγὰ νὰ δεματιάσει,
νὰ σπείρει καὶ τὴ θάλασσα σιτάρι καὶ κλιτάρι,
νὰ βάλει καὶ τ’ ἁλώνι του ἀνάμεσα πελάγου,
νὰ στείλει καὶ τοὺς μαύρους του νὰ πᾶν νὰ τ’ ἁλωνέψουν;
Τότες εἶναι καὶ πάλινε καὶ πάλιν τότε θέλω
τὴν σκλάβα μου τὴν πιὸ ἄσχημη γυναίκα νὰ τοῦ δίνω.
-Καλῶς τους τοὺς στρατιῶτες μου μὲ τὰ καλὰ χαμπέρια.
-Καλῶς σ’ εὕραμε, Χαρτσιανή, μὲ τὰ κακὰ χαμπέρια!
Τὸ μῆλο τσαλαπάτησε καὶ τὸ λογάρι ῥίχτει,
καὶ τοὺς προξενητάδες σου ζαγκλίκια μᾶς φορτώνει,
καὶ λέ σου καὶ στοιχήματα, τὰ δὲ μπορεῖς νὰ κάμεις:
Δύνεσαι πέτρα πελεκᾶς καὶ φοινικιὰ κλαδεύεις,
καὶ ποταμὸ ν’ ἀγκαλιαστεῖς κι αὐγὰ νὰ δεματιάσεις,
νὰ σπείρεις καὶ τὴ θάλασσα σιτάρι καὶ κλιτάρι,
νὰ βάλεις καὶ τ’ ἁλώνι σου ἀνάμεσα πελάγου,
νὰ στείλεις καὶ τοὺς μαύρους σου νὰ πᾶ νὰ τ’ ἁλωνέψουν;
Τότες εἶναι καὶ πάλινε καὶ πάλιν τότε θέλει
τὴ σκλάβα της τὴν πιὸ ἄσχημη γυναίκα νὰ σοῦ δίνει.
Ὡς τ’ ἄκουσεν ὁ Χαρτσιανὴς πολλὰ τοῦ κακοφάνη,
παίρνει δεντρὶ στὸν ὦμο του, δεντρὶ στὴν ἀγκαλιά του,
γιὰ νὰ τοῦ κάμνουνε ὀσκιό, νὰ βγαίνει στὸν ἀέρα.
Δυὸ μάγισσες τὸν ἀπαντοῦν, μάνα καὶ θυγατέρα,
(τὰ ἤξευρεν ἡ μάνα της, ἡ κόρη δὲν τὰ ξεύρει,
τὰ ἤξευρεν ἡ κόρη της, ἡ μάνα δὲν τὰ ξεύρει).
-Μάνα, θωρεῖς τοῦτο τὸ νηό, τοῦτο τὸ παλληκάρι;
Τὴν Ἀρετούλαν ἀγαπᾶ, μάνα της δὲν τὸ θέλει.
-Καλῶς τονε τὸν Χαρτσιανή, τ’ ὄμορφο παλληκάρι!
Μηδ’ ἀφ’ τὸν ἄνεμο χλωμός, μηδ’ ἀφ’ τὸν ἥλιο μαῦρος!
Τὴν Ἀρετούλαν ἀγαπᾶς, μάνα της δὲν σὲ θέλει.
Καὶ τί μοῦ δίνεις Χαρτσιανή, νὰ κάμω νὰ τὴν πάρεις;
-Δίνω σου τὸ λογάρι μου, δίνω σου καὶ τὸ βιό μου,
δίνω σου καὶ τὰ ῥοῦχα μου, τὴν κάλλια φορεσιά μου,
ποὺ τήνε βάζει ὁ βασιλὲς τὶς τρεῖς ἑορτὲς τοῦ χρόνου,
τὴν Ὕψωσιν γιὰ τὸ Σταυρό, τὰ Φῶτα γιὰ τ’ ἁγιάσμα,
καὶ τὴ Λαμπρὴ τὴ Κυριακὴ γιὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»,
δίνω σου καὶ τὸ μαῦρο μου νὰ τὸ καβαλικεύεις.
-Ἔχε τα καὶ τὰ ῥοῦχα σου, ἔχε το καὶ τὸ βιό σου,
δίνω σου καὶ τὸ μαῦρο μου νὰ τὸ καβαλικεύεις,
τὸ ζωναράκι ποὺ φορεῖς θέλω γιὰ νὰ μοῦ δώσεις.
-Ἀνάθεμά σε μάγισσα, ἀφ’ τὴν καρδιὰ μὲ πιάνεις,
μὰ πάλι γιὰ τὴν Ἀρετή, γιὰ λύσε το καὶ πάρτο.
-Μὴ λυπηθεῖς νωμάκια σου καὶ βάλε φουστανάκια,
μὴ λυπηθεῖς αὐτάκια σου καὶ πιάσ’ καὶ τρύπησέ τα,
μὴ λυπηθεῖς μουστάκια σου καὶ πιάσ’ καὶ ξύρισέ τα.
Πάρε βελόνι καὶ κλωστὴ κι ἄμε στὴ γειτονιά της,
ῥώτησε, ξαναρώτησε νὰ μάθεις τὴ γενιά της.
-Ποὖναι ἐδῶ τῆς Ἀρετῆς, τῆς ὡριοπλουμισμένης,
τὴν ἔχει ὁ ἔρωτας βουλὴ καὶ βασιλὲς ἐγκόλφι,
τὴν ἔχει κι ἡ βασίλισσα χρυσὸ σταυρὸ κι ἁμώνει;
Ἡ μάνα της ἐμπρόβαλεν ἀπὲ ψηλὸ παλάτι:
-Τίς τήνε θὲ τὴν Ἀρετή, τὴν ὡριοπλουμισμένη;
-Ἐγὼ ἡ ἀξαδέλφη της, ἡ πολυαγαπημένη.
-Ἔβγα, ἔβγα Ἀρετούλα μου, ἡ κατακλειδωμένη,
νὰ δεῖς τὴν ἀξαδέλφην σου, τὴν πολυαγαπημένη.
-Νὰ ζήσεις ἀξαδέλφη μου, πόθέ’ ναι οἱ γονιοί σου;
-Ὁ κύρης μου ἀφ’ τὴ Σουριὰ κι ἡ μάνα μου ἀπ’ τὴ Σπάνια,
κι ἀφοῦ ἐπομακρύναμε κι ἐχάθην ἡ γενιά μας.
Σκαλί, σκαλὶ ἐνεβαίνανε, σκαλί, σκαλὶ ἐφιλιοῦνταν,
ἕνα κιρκέφι ἐκάμνανε, ἔλεγαν κι ἕν τραγούδι:
-Κάτι ἀργεῖ ὁ Χαρτσιανὴς νὰ μοῦ συχνοπεράσει,
νὰ νεύσει μὲ τὸ μάτι του καὶ νὰ χαμογελάσει.
Κάτι ἀργεῖ ὁ Χαρτσιανὴς καὶ τὸ σκυλὶ γαυγίζει,
πότε τὸ πιάσω τὸ σκυλὶ νὰ τὸ τσαλαπατήσω,
καὶ νὰ τοῦ δώκω θάνατο, ὥστε νὰ τὸ ψοφήσω…
Τὰ ἡλιοβασιλέμματα ὁ νηὸς ἀναστενάζει.
-Τί ἔχεις ἀξαδέλφη μου καὶ βαρειαναστενάζεις;
-Πᾶν τὰ πουλιὰ στὶς κοῖτες τους, τ’ ἀηδόνια στὶς φωλιές τους,
κι ἐγὼ σὰν ἔρημο πουλί, ἀπόψε ποῦ θὰ μείνω;
-Γιὰ δὲ ἡ ἀξαδέλφη μου λόγια ὁποὺ μοῦ λέγει!
Στὴν κλίνη ποὺ κοιμοῦμαι ἐγὼ θέλω καὶ σὺ νὰ μείνεις.
Ἀμέστε βάγιες, στρώσετε τὴ νυφικιά μου στρώση,
καὶ βάλετε τὸ πάπλωμα ποὔχω τοῦ Χαρτσιανῆ μου.
-Νὰ ζήσεις ἀξαδέλφη μου, τὸν Χαρτσιανὴ ἀγαπᾶς τον;
-Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶ τ’ ὄμορφο παλληκάρι,
τὸ νηὸ πουλί, τὸ νηὸ κλαδί, τὸ νηὸ κυπαρισσάκι,
ὁποὺ λυγίζει ἡ μέση του σὰν λεμονιᾶς κλωνάρι;
Καὶ μέσα τὰ μεσάνυχτα ἡ κόρη ἀναστενάζει.
-Τί ἔχεις ἀξαδέλφη μου καὶ βαρειαναστενάζεις;
-Γλυκὺ ὀνειράκι πού’ βλεπα, πολλά’ μορφο ποὺ ἦταν!
-Γιὰ πέ μου το ξαδέλφη μου καὶ νὰ σοῦ τὸ ξηγήσω.
-Μέσα σὲ χῶρες ἤμουνε, μαργαριτάρια φόρουν,
τὰ σέλινα σελίνιζα, τὰ πράσα πρασολόγουν,
κι ἕναν ὁλόγυμνο σπαθὶ εἰς τὸ προσκέφαλό μου.
-Μαργαριτάρια δάκρυα σου κι οἱ χῶρες, χώρισές μας,
τὰ σέλινα ποὺ σοὔλεγα, τὰ πράσα ποὺ σοῦ μήνου,
καὶ τὸ ὁλόγυμνο σπαθὶ εἶμαι ὁ Χαρτσιανής σου.
-Μὴ μὲ τὰ λὲς ἐμένα αὐτὰ καὶ δὲν τὰ κουραρίζω,
ἐγὼ σὰν ἄμπελος ἀνθῶ, σὰν χώρα λουλουδίζω.
-Σὰν ἄμπελος μαραίνεσαι, σὰν λίμνη ἐξεράνθης,
σὰν χώρα ἐκρουσεύτηκες καὶ σὺ δὲν τὸ κατέχεις.
-Ἐλᾶτε βάγιες μου ἑκατό, σκλάβες μου πεντακόσιες,
φέρετέ τα τὰ χόχλια μου, νὰ πάγω νὰ τὸν κρίνω.
Ποιός εἶδεν ἥλιο τὴν αὐγὴ κι ἄστρι τὸ μεσημέρι,
Ποιός εἶδεν τὶς εὐγενικὲς τὴ νύχτα νὰ γυρίζουν;
-Κριτὴ καὶ καλοκρίνε με καὶ δίκαια νὰ μὲ κρίνεις.
Ἕνας ἀπ’ τοὺς λεβέντες σου κι ἀπὸ τοὺς μισταρκούς σου,
μὲ συμβουλή, μὲ μαριολιὰν ἦμπε κι ἐφίλησέ με.
-Γιὰ πέ μου τὰ σημάδια του, ἴσως τόνε γνωρίζω.
-Μακρύς, λιγνὸς εἰς τὸ κορμὶ κι ἴσιος σὰν κυπαρίσσι,
κι ἀπολυγίζει ἡ μέση του σὰν λεμονιᾶς κλωνάρι.
-Κι ἀφ’ τὰ σημάδια ποὺ μοῦ λές, εἶναι ὁ Χαρτσιανάκης.
Μήνυμα πάγει κι ἔρχεται στοῦ Χαρτσιανῆ τὴν πόρτα.
-Ἔλα ἐκεῖ κὺρ Χαρτσιανὴ κι ὁ βασιλὲς σὲ θέλει.
-Καὶ τί μὲ κάμνει ὁ βασιλές, καὶ τί μὲ κάμνει ἀφέντης;
Χθὲς ἤστεκα στὴν πόρτα του, σήμερα τί μὲ θέλει;
-Κορίτσι σὲ καταλαλεῖ, νὰ φέρεις τὴν τιμή του,
ἢ πάρ’ την κι εὐλογήσου την, ἢ τὴν τιμή της φέρε.
-Ἂν τὴν βλογοῦμαι, τῆς φιλῶ καὶ τῆς περιλαμβάνω:
Καὶ ποῦ λαμπάδες καὶ κεριά, νὰ δίνω τῶν παπάδων;
Καὶ ποῦ καστανοκάρυδα, νὰ δίνω τῶν ἀνθρώπων;
Μὰ αὐτὴ γιατὶ ἦταν ὄμορφη, ἦταν κι ἀρχοντοπούλα,
δίνω της πικραμύγδαλα νὰ πικραθεῖ ὁ λαιμός της.
-Ἔλα, ἔλα Ἀρετούλα μου, κυρά μου νὰ σὲ κάμω,
καὶ τὴν δική μου τὴν κυρὰ βάγια σου νὰ τὴν κάμω.
-Ὄχι ἀφέντη βασιλέ, ἔχε την τὴν κυρά σου,
κι ἐγὼ θέλω τὸν Χαρτσιανὴ ποὺ πῆρεν τὴν τιμή μου.
-Κυρά, καμπάνα φράγκικη, ῥωμέϊκο σημαντήρι,
ποὺ σὲ σημαίνουν στὴν Φραγκιὰ κι ἀκοῦσαι στὸ Μισίρι,
σήμερα εἶναι παρασκευὴ κι αὔριο μέγα σαββάτο,
τὴν κυριακὴ νὰ κάμωμε τὸν ἐδικό μας γάμο.
Καὶ ὅντα τὴν ἐπερνούσανε ἀπὲ τὴν γειτονιά της,
ἡ μάνα της ἐμπρόβαλεν ἀπὲ ψηλὸ παλάτι:
-Ἔβγα Ἀρετούλα μου νὰ δεῖς, νὰ δεῖς καὶ νὰ θαυμάσεις,
ἀνδρογυνάκι ποὺ περνᾶ, πολλὰ ὄμορφο ποὺ εἶναι.
Ὄμορφος εἶναι ὁ γαμπρός, ὄμορφη εἶναι κι ἡ νύφη,
μὰ τοῦ γαμπροῦ τὸ λύγισμα ἡ νύφη δὲν τὸ ἔχει.
-Ἀνάθεμά σε μάνα μου, σὰν τὴν κακὴ ῥουφιάνα,
ποὺ ἀνήβασες τὸν Χαρτσιανὴ ἀπάνω εἰς τὴν σκάλα!  

ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ ΡΟΔΟΥ