Ἡ λυγερὴ στὸν Ἅδη


               Ἡ λυγερὴ στὸν Ἅδη

Καλὰ τό χουνε τὰ βουνά, καλόμοιρ' εἶν' οἱ κάμποι,
ποὺ Χάρο δὲν παντέχουνε, Χάρο δὲν καρτεροῦνε,
τὸ καλοκαίρι πρόβατα καὶ τὸ χειμώνα χιόνια.
Τρεῖς ἀντρειωμένοι βούλονται νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Ὁ ἕνας νὰ βγῆ τὴν ἄνοιξη, κι' ὁ ἄλλος τὸ καλοκαίρι,
κι' ὁ τρίτος τὸ χινόπωρο, ὁποὺ εἶναι τὰ σταφύλια.
Μιὰ κόρη τοὺς παρακαλεῖ, τὰ χέρια σταυρωμένα.
Γιὰ πάρτε με, λεβέντες μου, γιὰ τὸν ἀπάνου κόσμου.
-Δὲν ἠμποροῦμε, λυγερή, δὲν ἠμποροῦμε, κόρη.
Βροντομαχοῦν τὰ ῥοῦχα σου κι' ἀστράφτουν τὰ μαλλιά σου,
χτυπάει τὸ φελλοκάλιγο καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρος.
-Μὰ γὼ τὰ ῥοῦχα βγάνω τα καὶ δένω τὰ μαλλιά μου,
κι' αὐτὸ τὸ φελλοκάλιγο μέσ' 'ς τὴ φωτιὰ τὸ ῥίχνω.
Πάρτε με, ἀντρειωμένοι μου, νὰ βγῶ 'ς τὸν πάνω κόσμο,
νὰ πάω νὰ ἰδῶ τὴ μάννα μου πῶς χλίβεται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, ἐσένα ἡ μάννα σου 'ς τὴ ῥοῦγα κουβεντιάζει.
-Νὰ ἰδῶ καὶ τὸν πατέρα μου πῶς χλίβεται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, κι' ὁ πατέρας σου 'ς τὸ καπελειὸ εἶν' καὶ πίνει.
-Νὰ πάω νὰ ἰδῶ τ’ ἀδέρφια μου πῶς χλίβονται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, ἐσέν' τ’ ἀδέρφια σου ῥίχτουνε τὸ λιθάρι.
-Νὰ ἰδῶ καὶ τὰ ξαδέρφια μου πῶς χλίβονται γιὰ μένα.
-Κόρη μου, τὰ ξαδέρφια σου μέσ' 'ς τὸ χορὸ χορεύουν."
Κ' ἡ κόρη ν’ ἀναστέναξε βαθιὰ 'ς τὸν κάτω κόσμο,
κι' ἀνάψανε τὰ καπελειά, κ' ἐκάησαν οἱ ῥοῦγες,
ἐκάη καὶ τὸ λιθόρεμα, πό’ ριχταν τὸ λιθάρι,
ἐκάη κ' ἡ δίπλη τοῦ χοροῦ, π' ἐχόρευε ἡ γενιά της.


ΤΟΥ ΧΑΡΟΝΤΑ