Εἰς λυτρωτὴν
λ΄
Ἐδῶ κατάπιε ἡ μαύρη γῆς τὸν Αἰγιστέα τὸν Φρύγα,
λαμπρὸν ὑγιὸν ἀνόητου, τοῦ Μίδα βασιληᾶ.
Σάν, ἀντρειωμένος, κάλπασε
στὸν ἄβυσσον καὶ ῥίχτη,
κι’ ἀπὸ τὴν χώρ’ ἀπόδιωξε τὴν κακοδαιμονιά.
Διαβάτη μὴ τὸν λησμονᾷς κι’ ἂν τύχῃ μὴ διστάσῃς
γιὰ τὴν πατρίδα σου ἄτρομος στὸν ᾅδη νὰ καλπάσῃς.