Κόρη ταξιδεύτρια


                Κόρη ταξιδεύτρια

Η ὄμορφη τῆς Ἀμοργῶς θέλει νὰ ταξειδέψῃ,
θέλει καράβ’ ἀπὸ σκαριοῦ, παννιὰ ’πὸ τὸ βελόνι,
θέλει καὶ ναῦτες διαλεχτούς, ναύκληρον παλληκάρι,
θέλει καὶ τὸν ντελῆ βοριᾶ, γιὰ νὰ τὴν ταξειδέψῃ.
Δώνει καὶ ἑκατὸ φλουριὰ ναῦλον τῆς κεφαλῆς της,
δώνει καὶ ἄλλα ἑκατὸ νὰ πάῃ μὲ τὴν τιμή της.
Σὰν ἦβγαν ἀφ’ τὴν Ἀμοργόν, μακρυὰν ἀφ’ τὸν λιμνιῶνα,
ἐποδιαντράπ’ ὁ ναύκληρος κι ἀπάνω της ἁπλώθει.
Κ’ ἡ κόρη ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ λιποθυμιὰ τὴν πιάνει.
Κι ὁ ναύκληρος ἐθάρρεψε πὼς εἶν’ ἀποθαμένη,
κι ἀφ’ τὰ μαλλιὰ τὴν ἤπιασε καὶ στὸν γιαλὸν τὴν ῥίχτει,
καὶ βγάλαν την τὰ κύματα στὴν ἄμμον τῆς Ἀττάλειας.
Καὶ βγῆκαν οἱ Ἀτταλειανὲς καὶ πᾶν γιὰ νὰ γεμίσουν
καὶ βρίσκουν τὴν Ἀμοργιανὴ στὴν ἄμμον ξαπλωμένην
κι ἀφήνουσιν τὸ γέμισμα καὶ στήνου μοιρολόϊ.
«Γιὰ δὲς κορμὶν ἀγγελικὸν καὶ μέση γιὰ ζωνάρι,
γιὰ δὲς καὶ ῥιζοτράσηλο γιὰ τὸ μαργαριτάρι».

ΠΑΡΑΛΟΓΗ