Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Fairies




















Ποίημα τοῦ Φράνσις Ἔντουαρντ Λέντουιτζ

Κόρη – ποιήτρια, μαζί μου ἔλα
στῆς Μέηβ τὸ στοιβαγμένο λιθοσούρι,
νὰ στήσουμε χορὸ κεῖ νεραϊδένιο
πάνω σὲ μιᾶς νεράϊδας τὸ μνημούρι.

Ἀνάμεσα στὰ δέντρη μέσα κι’ ἔξω,
ξεσηκώνοντας τὴν νύχτα μὲ ἀχό,
τὸ πρωί, στ’ ἄστρο της πάνω νὰ κρεμιέται,
θὰ παίζῃ γύρω μας κυνηγητό.

Τί εἴμαστε κι’ ἐμεῖς παρὰ νεράϊδες,
ποὺ ζοῦνε μὲς στὰ ὄνειρα μονάχα,
ἤ, τὸ πολύ, μικρὰ παιδιὰ ἀκόμη,
ἀθῷα καὶ παραγινωμένα τάχα;

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

On Easter Day




















Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Οἱ ἀσημένιες σάλπιγγες στὸν Τροῦλλον ἀντηχῆσαν:
Ὁμοῦ τὸ πλῆθος καταγῆς γονάτισ’ ὅλον δέος:
Κι’ εἶδα στὸν τράχηλον ἀνδρῶν νὰ φέρεται μὲ κλέος
τῆς Ῥώμης ὁ Ἅγιος Κύριος, τρανὸς Θεὸς λὲς κι’ ἦταν.

Ἱερόπρεπος, ῥᾶσο λευκὸ πλέον τ’ ἀφροῦ φοροῦσε,
κι’ ἀπάνω, βασιλόπρεπος, πορφυροτυλιγμένος,
τιάρα χρυσῆ τρικόρωνη καὶ ὑψηλὴ ἐστεμμένος:
Ἐν μεγαλείῳ κι’ ἐν φωτὶ ὁ Πάπας προσπερνοῦσε.

Πίσω ἡ καρδιά μου γλίστρησε τῶν χρόνων τὰ ἔρμα πλάτη
σ’ Ἕναν γύρω ἀπὸ θάλασσα κλειστὴ ποὺ ἐπλανήθη,
κι’ ὅπου ματαίως γύρευε τόπους νὰ ἡσυχάζῃ:

«Λαγούμι ἔχ’ ἡ ἀλεπού, κάθε πουλὶ φωληάζει,
εἷς, μόνος, πρέπει νὰ γυρνῶ κι’ ὁ ἀναπαημὸς μ’ ἀρνήθη,
κι’ ἔχω τὰ πόδια μελανά, κρασὶ ἁρμυρὸ μὲ δάκρυ».


Φωτογραφία: Napoleon Sarony

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Symphony In Yellow




















Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Παμφορεῖο τὴν γέφυρα διασχίζει
κι’ ὡς πεταλοῦδα κίτρινη ἀργοπάει
καί, δῶ κι’ ἐκεῖ, διαβάτης ποὺ περνάει
μικρὸ μυγάκι ἀσύχαστο θυμίζει.

Οἱ μαοῦνες στοῖβες κίτρινο σανὸ
στὴν ἡσκιερὴ προβλῆτα ἔχουν ἀράξει,
καί, κίτρινο φουλάρι ἀπὸ μετάξι,
τὸ μουράγιο πούσι ἐκάλυψε κρουστό.

Τῶν φύλλων κίτρινων φθίσι σιμώνει
καὶ πετοῦν ἀπ’ τὶς πτελέες τοῦ ναοῦ,
καὶ ὁ Τάμεσης χλωρὸς μπρός μου ἰδοὺ
ῥαβδὶ ῥυτιδωτοῦ νεφρίτη ἁπλώνει.


Φωτογραφία: Napoleon Sarony

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Ἡ ἅλωσις


Ἡ ἅλωσις

σλδ΄

Ἀνόρατη ἐστάθηκεν, ἥσκιος στοιχειακός, τὸν χαλασμὸ τοῦ παλατιοῦ νὰ κυβερνήσῃ. «Ὅλοι νεκροί!» προστάζει μυστικὰ τοὺς στρατιῶτες. «Τὸ νήπιο μόνο ζωντανό! Δικό μου!» λέγει τοῦ πορθητοῦ μὲ πονηριά.

«Ἰδοὺ πολεμιστὲς καὶ αὐλικοί, ὁ βασιλέας, ἡ βασίλισσα, κεῖνται νεκροί!» μὲ ἔπαρσιν ἐθώρησε, λέοντας πορφυρός, τὸν ὄλεθρον ἐχθροῦ λαοῦ ἀναμετρῶντας. «Τὸ νήπιο μόνο ζωντανό! Δικό μου!» ἀλαφρογέλασεν ὁ ἄρχος πορθητής.

«Νά οἱ πολεμιστὲς κι’ οἱ αὐλικοί, ὁ κύρης μου καὶ ἡ κυρά, χαμαὶ νεκροί!» μισότρελη ἐβάδισε, κουρέλλι θλιβερόν, ἡ ὑπηρέτρα παραμάννα. «Τὸ νήπιο μόνο ζωντανόν, ἀλίμονο, στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν θὰ μαρτυρήσῃ», καὶ μοιρολόγησεν, «Ἀβάσταγος ὁ πόνος τ’ ἀργαλειοῦ σου».

Ἀνόρατη ἐῤῥίγησεν ἡ Μοῖρα, ἥσκιος στοιχειακός, κι’ ὡδήγησε μὲ ὄργητα τὸ χέρι τοῦ στρατιώτου, «Ὅλοι νεκροὶ ἐπρόσταξα!».

Ὕψωσε τὸ σπαθὶν ὁ στρατιώτης, κι’ ἡ Μοῖρα ἀντιγύρισε στῆς δούλας τὴν καταλαλιά. «Στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν ὡς ἄντρας θὰ μεγαλουργήσῃ. Θὰ γεύωντ’  ὅλοι τῆς εἰρήνης τὸ πιοτὸ στὰ δυὸ ῥηγᾶτα. Νὰ κράζατε τὴν Ἀρετὴ μητέρα, ὁ πόνος τ’ ἀργαλειοῦ μου νὰ σᾶς λείψῃ». Κατόπι βούτηξε τ’ ἀτσάλι στ’ ἄσπρα στήθια ὁλόβαθα· καὶ θριαμβικὰ ἐκίνησεν, ἀναμεσὶς τῶν κουφαριῶν, πετῶντας στὸν ἀέρα:

«Ἐγὼ ἡ Πρωτοάνασσα, φτωχούς, ῥηγάδες κυβερνῶ,
τάξιν ὑφαίνω ἀπ’ τὸ καλό, τάξιν ὑφαίνω ἀπ’ τὸ κακό».

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Τὸ ἐργαστήριο




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

«Ἂν μόνον οἱ ἀποκήρυξαν κλῆμα κι’ ἀγάπη ὁμοῦ
πρέπει μὲς στὸν παράδεισο τῶν προφητῶν ν’ ἀρθοῦνε,
ἀλί μου, τὸν παράδεισο τῶν προφητῶν ἀρνοῦμαι,
μέσα θὰ ἦταν ἀδειανὸς σὰ φοῦχτα ἑνὸς χεριοῦ.»

Τὸ ἐργαστήριο

Χαμογέλασε, λέγοντας, «Ἀναζήτησέ την ὣς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου».
     Εἶπα, «Γιατί μοῦ λέγεις γιὰ τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος μου βρίσκετ’ ἐδῶ, μεταξὺ τούτων τῶν τοίχων καὶ τοῦ ὑαλοπίνακα ἐπάνω· ἐδῶ ἀνάμεσα σὲ ἐπίχρυσες καννάτες καὶ πλουμιστὰ μὲ πετράδια θαμπὰ ὅπλα, ξεθωριασμένα κάδρα καὶ καμβάδες, μαῦρα  μπαοῦλα καὶ ὑψίπλατα καθίσματα, γραφικὰ λαξεμμένα καὶ βαμμένα σὲ κυανὸ καὶ χρυσό.
     «Ποιά περιμένεις;» εἶπε, καὶ ἀποκρίθηκα, «Ὅταν φτάσῃ θὰ τὴν γνωρίσω».
     Στὴν στιά μου μία φλόγινη γλῶσσα ψιθύρισε μυστικὰ στὶς ἀσπρισμένες στάχτες. Στὸν δρόμο ἀπὸ κάτω ἄκουσα βήματα, μία φωνή, κι’ ἕνα τραγούδι.
     «Τότε ποιά περιμένεις;» εἶπε, καὶ ἀποκρίθηκα, «Θὰ τὴν γνωρίσω».
     Βήματα, μία φωνή, κι’ ἕνα τραγούδι στὸν δρόμο ἀπὸ κάτω, καὶ γνώρισα τὸ τραγούδι, ὅμως μήτε τὰ βήματα μήτε τὴν φωνή.
     «Ἀνόητε!» ἀναφώνησε, «τὸ τραγούδι παραμένει ἴδιο, ἡ φωνὴ καὶ τὰ βήματα ἔχουν μόνον ἀλλάξει μὲ τὰ χρόνια!»
     Στὴν στιὰ μία φλόγινη γλῶσσα ψιθύρισε μυστικὰ στὶς ἀσπρισμένες στάχτες: «Μὴν περιμένῃς πλέον· ἔχουν προσπεράσει, τὰ βήματα καὶ ἡ φωνὴ στὸν δρόμο ἀπὸ κάτω».
     Ἔπειτα χαμογέλασε, λέγοντας, «Ποιά περιμένεις; Ἀναζήτησέ την ὣς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου!»
     Ἀποκρίθηκα, «Ὁ κόσμος μου βρίσκετ’ ἐδῶ, μεταξὺ τούτων τῶν τοίχων καὶ τοῦ ὑαλοπίνακα ἐπάνω· ἐδῶ ἀνάμεσα σὲ ἐπίχρυσες καννάτες καὶ πλουμιστὰ μὲ πετράδια θαμπὰ ὅπλα, ξεθωριασμένα κάδρα καὶ καμβάδες, μαῦρα  μπαοῦλα καὶ ὑψίπλατα καθίσματα, γραφικὰ λαξεμμένα καὶ βαμμένα σὲ κυανὸ καὶ χρυσό».

Σάββατο 6 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Τὸ φάντασμα




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

Τὸ Φάντασμα τῶν Περασμένων δὲν προχωροῦσε παραπέρα.
     «Ἂν ἀληθεύῃ», ἀναστέναξεν, «ὅτι βρίσκεις σὲ μένα μία φίλη, ἂς ἐπιστρέψουμε μαζί. Θὰ λησμονήσῃς, ἐδῶ, κάτω ἀπὸ τὸν καλοκαιρινὸν οὐρανό».
     Τὴν ἀγκάλιασα σταθερά, ἱκετεύοντας, θωπεύοντας· τὴν ἅρπαξα, χλωμὸς ἀπ’ τὴν ὀργή μου, ὅμως ἐκείνη ἀντιστάθηκε.
     «Ἂν ἀληθεύῃ», ἀναστέναξεν, «ὅτι βρίσκεις σὲ μένα μία φίλη, ἂς ἐπιστρέψουμε μαζί».
     Τὸ Φάντασμα τῶν Περασμένων δὲν προχωροῦσε παραπέρα.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Ἡ θυσία



















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

Ἐπῆγα μέσα σ’ ἕναν λειμῶνα ἀνθέων, τῶν ὁποίων τὰ πέταλα εἶναι λευκότερα τοῦ χιονιοῦ καὶ τῶν ὁποίων οἱ καρδιὲς εἶναι ἀμόλευτο χρυσάφι.
     Πέρα μακριὰ μιὰ γυναῖκα ἀναφώνησεν, «Ἔχω θανατώσει αὐτὸν ποὺ ἀγάπησα!» καὶ ἀπὸ ἕνα δοχεῖο ἔχυσεν αἷμα ἐπάνω στὰ ἄνθη τῶν ὁποίων τὰ πέταλα εἶναι λευκότερα τοῦ χιονιοῦ καὶ τῶν ὁποίων οἱ καρδιὲς εἶναι ἀμόλευτο χρυσάφι.
     Πέρα μακριὰ ἀκολούθησα, καὶ ἐπάνω στὸ δοχεῖο ἀνέγνωσα  χιλιάδες ὀνόματα, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τὸ φρέσκο αἷμα ἄφριζεν ὣς τὸ χεῖλος.
     «Ἔχω θανατώσει αὐτὸν ποὺ ἀγάπησα!» ἀναφώνησεν. «Ὁ κόσμος διψάει, ἄσ’ τον λοιπὸν νὰ πιῇ!» Προσπέρασε, καὶ πέρα μακριὰ τὴν παρακολούθησα νὰ χύνῃ αἷμα ἐπάνω στὰ ἄνθη τῶν ὁποίων τὰ πέταλα εἶναι λευκότερα τοῦ χιονιοῦ καὶ τῶν ὁποίων οἱ καρδιὲς εἶναι ἀμόλευτο χρυσάφι.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Πεπρωμένο




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

Ἔφτασα στὸ γιοφύρι ὅπου ὀλίγοι μποροῦν νὰ διαβοῦν.
     «Διάβαινε!» ἀναφώνησεν ὁ φύλακας, ὅμως γέλασα, λέγοντας, «Ὑπάρχει χρόνος;» κι’ ἐκεῖνος χαμογέλασε καὶ σφράγισε τὶς πύλες.
     Στὸ γιοφύρι ὅπου ὀλίγοι μποροῦν νὰ διαβοῦν ἔφτασε νεολαία καὶ γερουσία. Ἀπεῤῥίφθησαν ἅπαντες. Βαριεστημένα στάθηκα καὶ τοὺς καταμετροῦσα, μέχρις ὅτου , ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὴν ὀχλοβοὴ καὶ τοὺς θρήνους τους, πλησίασα πάλι τὸ γιοφύρι ὅπου ὀλίγοι μποροῦν νὰ διαβοῦν.
     Ὅσοι ἀπὸ τὸ πλῆθος ἦσαν πέριξ τῶν πυλῶν ἐστρίγγλισαν, «Ἐτοῦτος ἔρχεται ἀργοπορημένος!» Ὅμως γέλασα, λέγοντας, «Ὑπάρχει χρόνος».
     «Διάβαινε!» ἀναφώνησεν ὁ φύλακας καθὼς ἔμπαινα, κι’ ἔπειτα χαμογέλασε καὶ σφράγισε τὶς πύλες.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Τὸ πλῆθος




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

Ἐκεῖ, ὅπου τὸ πλῆθος ἦταν πυκνότερο στὸν δρόμο, στάθηκα μὲ τὸν Πιερότο. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα ἐπάνω μου.
     «Τί βλέπουν τάχα καὶ γελοῦν;» Ῥώτησα, ὅμως ἐκεῖνος χαμογέλασε πλατιά, ξεσκονίζοντας τὴν κιμωλία ἀπὸ τὸν μαῦρο μου μανδύα. «Ἀδυνατῶ νὰ καταλάβω, θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι κάτι κωμικό, ἕνας τίμιος κλέφτης ἴσως!»
     Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα ἐπάνω μου.
     «Σὲ ξαλάφρωσε ἀπὸ τὸ πουγκί σου!» ἐγέλασαν.
     «Τὸ πουγκί μου;» Ἀναφώνησα, «Πιερότε – βοήθεια! εἶναι πράγματι κλέφτης!»
     Ἐγέλασαν: «Σὲ ξαλάφρωσε ἀπὸ τὸ πουγκί σου!»
     Τότε ἡ Ἀλήθεια προχώρησε μπροστά, βαστῶντας ἕναν καθρέφτη. «Ἂν εἶναι ἕνας τίμιος κλέφτης», ἀναφώνησεν ἡ Ἀλήθεια, «ὁ Πιερότος θὰ τὸν ἀνακαλύψῃ μὲ τοῦτον τὸν καθρέφτη!» ὅμως ἐκεῖνος χαμογέλασε πλατιὰ μονάχα, ξεσκονίζοντας τὴν κιμωλία ἀπὸ τὸν μαῦρο μου μανδύα.
     «Βλέπεις», εἶπε, «ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἕνας τίμιος κλέφτης, σοῦ ἐπιστρέφει τὸν καθρέφτη σου».    
     Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα ἐπάνω μου.
     «Συλλάβετε τὴν Ἀλήθεια!» Ἀναφώνησα, λησμονῶντας πὼς δὲν ἦταν καθρέφτης ἀλλὰ πουγκὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔχασα, ἐνῷ στεκόμουν μὲ τὸν Πιερότο, ἐκεῖ, ὅπου τὸ πλῆθος ἦταν πυκνότερο στὸν δρόμο.

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Ὁ γελωτοποιὸς




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

«Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ κρυφογέλασε μόνον, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Μαχαιρωμένη», χαχάνισε. «Ἀναλογίσου τὸ μακρυνὸ ταξείδι, τὶς ἡμέρες τοῦ κινδύνου, τὶς φριχτὲς νύχτες! Ἀναλογίσου πῶς περιπλανήθηκε, γιὰ χάρι της, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, διαβαίνοντας τόπους ἐχθρικούς, λαχταρῶντας οἰκογένεια καὶ φίλους, λαχταρῶντας ἐκείνη!»
     «Μαχαιρωμένη», χαχάνισε, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ γρύλλισε μόνον, μουρμουρίζοντας στὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Τὸν φίλησε στὴν πύλη», χαχάνισε, «ὅμως στὴν αἴθουσα τὸ καλωσόρισμα τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν ἄγγιξε κατάκαρδα».
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα.
     «Μαχαιρωμένη», κρυφογέλασε. «Ἀναλογίσου τὸ μακρυνὸ ταξείδι, τὶς ἡμέρες τοῦ κινδύνου, τὶς φριχτὲς νύχτες! Ἀναλογίσου πῶς περιπλανήθηκε, γιὰ χάρι της, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, διαβαίνοντας τόπους ἐχθρικούς, λαχταρῶντας οἰκογένεια καὶ φίλους, λαχταρῶντας ἐκείνη!»
     «Τὸν φίλησε στὴν πύλη, ὅμως στὴν αἴθουσα τὸ καλωσόρισμα τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν ἄγγιξε κατάκαρδα».
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ γρύλλισε μόνον, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Τὸ πράσινο δωμάτιο




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

Ὁ Κλόουν ἔστρεψε τὸ πουδραρισμένο του πρόσωπο πρὸς τὸν καθρέφτη.
     «Ἂν τὸ νὰ εἶσαι ἀνοιχτόχρωμος σημαίνῃ νὰ εἶσαι ὄμορφος», εἶπε, «ποιός νὰ συγκριθῇ μαζί μου μὲ τὴν λευκή μου μάσκα;»
     «Ποιός νὰ συγκριθῇ μαζί του μὲ τὴν λευκή του μάσκα;» Ἐγύρεψα τοῦ Θανάτου δίπλα μου.
     «Ποιός νὰ συγκριθῇ μαζί μου;» εἶπεν ὁ Θάνατος, «ὅτι ἀκόμη κι’ ἔτσι εἶμαι λευκότερος».
     «Εἶσαι πολὺ ὄμορφος», ἀναστέναξεν ὁ Κλόουν, ἀποστρέφοντας τὸ πουδραρισμένο του πρόσωπο ἀπὸ τὸν καθρέφτη.