Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Πύλες


Πύλες

ρξζ΄

Πύλη μᾶς φτύνει, μς πετ, πύλη μς καταπίνει,
φίδι στόμαν νοιξε κα τν ορά του πίνει.
Ζωὲς θνητς διαβαίνομε, πομπς θνητς λυγμε,
στὰ καυδιανά μας δίκρανα σκύβομε κα περνμε.
Φωτιὰ στν πάγο πνίγεται, φωτι τν πάγο λειώνει·
ζωὴν θάνατος γενν κα τν ζων ποσώνει.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Ἡ ῥήγισσα τῶν λευκῶν


ήγισσα τν λευκν

ρξϚ΄

Ῥῆγας, σπαθίου ρχόντοι, πύργοι κι’ λογα
καὶ σ στος πρώτους, τν λευκν ήγισσα,
λιόφωτο χιόνι ἀστράφτεις στ φουσστο μας.
Κι’ ἂν πιόνι γ γι σέ, λογιέμαι, χαμνό,
γιὰ σ βαστ τος μαύρους κα τν πόλεμο,
καρτέρια, μπλόκα τῶν χτρν στν βακα.
Κι’ ἂν ποτορμήσω θλον κα ποκοτιάν,
σως ν μ’ ρεχτς κα ν’ γαπήσς με.
Δὲν πλέει τ δοιάκι τν μοιρν κλόνητο,
δὲν πάει κι’ Κόσμος νελεημόνητος.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Polaris




















Διήγημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ.
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 18ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Στὸ βορεινὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου φεγγοβολεῖ, μὲ φῶς ἀπόκοσμον, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Λάμπει ἐκεῖ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν μακρόσυρτων διαβολικῶν ὡρῶν τοῦ νυχίου σκότους. Καὶ κατὰ τὸ φθινόπωρο, ποὺ οἱ βοριᾶδες καταριῶνται καὶ ὀλολύζουν καὶ τὰ δέντρα τοῦ βάλτου, μὲ τὰ κοκκινωπὰ φύλλα, συνομιλοῦν ψιθυριστά, ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη, τὶς μικρὲς ὧρες τοῦ πρωϊνοῦ, κάθομαι κοντὰ στὸ παραθυρόφυλλο καὶ παρατηρῶ τὸ ἄστρο. Ψηλὰ ἀπὸ τὰ χάη τρεκλίζει ἡ λαμπρὴ Κασσιόπη καθὼς οἱ ὧρες προχωροῦν ἀργά, ἐνῷ  ὁ ἀστερισμὸς Τσὰρλς Γουέιν πορεύεται βαριά, πίσω ἀπὸ τὰ μουλιασμένα καὶ ἀτμίζοντα δέντρα τοῦ βάλτου ποὺ λικνίζονται στὸ νυχτερινὸ ἀγέρι.  Μόλις πρὶν τὴν αὐγὴ ὁ Ἀρκτοῦρος τρεμοπαίζει, ῥόδινος, πάνωθε τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, καὶ ἡ Κόμη τῆς Βερενίκης ῥίχνει ἀλλόκοτα τὸ τρέμιο φῶς της πέρα, κατὰ τὴν μυστηριώδη ἀνατολή. Ὅμως ἀκόμα ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο τοῦ μαύρου θόλου, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ. Κάποιες φορές, σὰν εἶναι συννεφιά, μπορῶ καὶ κοιμοῦμαι.
     Καθαρὰ θυμοῦμαι τὴν νύχτα τῆς μεγάλης Ἠοῦς, ὅταν πάνω ἀπ’ τὸν βάλτο ταλαντεύθηκαν τρομακτικὲς ἀκτινόμορφες λάμψεις ἑνὸς δαιμονικοῦ φωτός. Μετὰ ἀπὸ τὴν φωτοδέσμη συννέφιασε καὶ τότε ἀποκοιμήθηκα.
      Ἦταν πάλι ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ὅταν πρωταντίκρυσα τὴν πόλι. Ἀκίνητη καὶ νυσταγμένη κειτόταν, ἐπὶ ἑνὸς ἰδιότυπου ὑψιπέδου ποὺ ἐκτεινόταν σ’ ἕνα κοίλωμα μεταξὺ παράξενων κορυφῶν. Ἀπὸ μάρμαρο νεκρικῆς ὠχρότητας ἦσαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι της, οἱ στῦλοι, οἱ θόλοι καὶ τὰ πεζοδρόμια. Στὶς μαρμάρινες ὁδοὺς ὑπῆρχαν μαρμάρινοι κίονες ποὺ κατέληγαν σὲ κιονόκρανα μὲ τὶς ἀνάγλυφες μορφὲς ἀξιοσέβαστων γενειοφόρων ἀνδρῶν. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν θερμὴ κι’ ἐπικρατοῦσε ἄπνοια. Καὶ ὑψηλά, μόλις δέκα μοῖρες ἀπ’ τὸ ζενίθ, ἔλαμπε κεῖνος ὁ παρατηρητής, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Ἐπὶ μακρὸν ἀτένισα πρὸς τὴν πόλι μὰ δὲν ξημέρωσε. Ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαράν, ποὺ τρεμόπαιζε χαμηλὰ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ δὲν ἔδυε ποτέ, εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα τὸ ἓν τέταρτον τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, εἶδα κίνησι καὶ φῶτα στὰ σπίτια καὶ στοὺς δρόμους. Μορφὲς ἰδιόῤῥυθμα ντυμένες ἀλλὰ συνάμα εὐγενεῖς καὶ οἰκεῖες κυκλοφοροῦσαν ἔξω καὶ ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ἄνθρωποι ἔλεγαν σοφίες σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ κατανοοῦσα, ὡστόσο δὲν θύμιζε καμμία γλῶσσα ἀπ’ ὅσες γνώριζα. Καὶ ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, ἐπικράτησε πάλι σκότος καὶ σιωπή.
      Ὅταν ξύπνησα δὲν ἤμουν σὰν πρῶτα. Εἶχε ἐντυπωθῆ στὴν μνήμη μου τὸ ὅραμα τῆς πόλεως καὶ μέσα στὴν ψυχή μου εἶχε ἀναδυθῆ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπροσδιόριστη ἀνάμνησι, γιὰ τῆς ὁποίας τὴν φύσι δὲν ἤμουν τότε βέβαιος. Ἔκτοτε, τὶς συννεφιασμένες βραδιὲς ποὺ μ’ ἔπιανε ὕπνος, ἔβλεπα τὴν πόλι συχνά. Πότε ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη καὶ πότε ὑπὸ τὶς καυτὲς κίτρινες ἀκτῖνες ἑνὸς ἥλιου ποὺ δὲν ἔδυε, ὅμως περιστρεφόταν χαμηλὰ γύρω  ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα. Καὶ τὶς νύχτες μὲ ξαστεριὰ ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτοῦσε μοχθηρά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.
      Σταδιακὰ κατέληξα ν’ ἀναρωτιέμαι περὶ τῆς θέσεώς μου στὴν πόλι τοῦ ἰδιότυπου ὑψιπέδου, μεταξὺ τῶν παράξενων κορυφῶν.  Ἱκανοποιημένος, στὴν ἀρχή, νὰ ἐξετάζω τὸ τοπίο ὡς ἀσώματη παρουσία ἀμέτοχου παρατηρητῆ, πλέον ἐπιθυμοῦσα νὰ ὁρίσω τὴν σχέσι μου μ’ αὐτὴν καὶ νὰ διατυπώσω κι’ ἐγὼ τὶς σκέψεις μου, ὡς ἕνας ἀπ’ τοὺς ἀξιοσέβαστους ἄνδρες ποὺ συνωμιλοῦσαν καθημερινὰ στὶς δημόσιες πλατεῖες. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «Αὐτὸ δὲν εἶναι ὄνειρο, γιατὶ μὲ ποιούς τρόπους μπορῶ ν’ ἀποδείξω, περισσότερο ἀπὸ τούτη, τὴν ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἄλλης ζωῆς στὸ λιθόκτιστο σπίτι, νοτίως τοῦ δαιμονικοῦ βάλτου καὶ τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μὲ περιέργεια μέσα στὸ βορεινὸ παράθυρό μου κάθε βράδυ;»
      Κάποια νύχτα, καθὼς ἄκουγα τὴν συζήτησι σὲ μιὰ μεγάλη πλατεῖα, ποὺ περιεῖχε πλῆθος ἀγαλμάτων, ἔνιωσα μιὰν ἀλλαγὴ καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἐπιτέλους εἶχα ἐνσώματη παρουσία. Μήτε καὶ ἤμουν κάποιος ξένος στοὺς δρόμους τῆς Ὀλαθόης, ἡ ὁποία κεῖται ἐπὶ τοῦ ὑψιπέδου τῆς Σαρκίδος καὶ μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ὁ ὁμιλῶν ἦταν ὁ φίλος μου  Ἄλως, ὁ δὲ λόγος του τέτοιος ποὺ μοῦ εὔφραινε τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν λόγος ἀληθινοῦ ἀνδρὸς καὶ πατριώτη. Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔγινε γνωστὴ ἡ πτῶσι τῆς Ντάϊκος καὶ ἡ προέλασι τῶν Ἰνοῦτος: Κοντόχοντρα δαιμονικὰ κίτρινα κτήνη ποὺ πρωτοφάνηκαν πρὶν πέντε χρόνια ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἄγνωστης δύσεως, μὲ σκοπὸ νὰ δηώσουν τὶς ἀκριτικὲς περιοχὲς τοῦ βασιλείου μας, ὥστε κατόπιν νὰ πολιορκήσουν τὶς πόλεις. Ἔχοντας ἐκπορθήσει τοὺς ὠχυρωμένους τόπους στοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν, ὁ δρόμος πρὸς τὸ ὑψίπεδο ἦταν πλέον ἀνοιχτός, ἐκτὸς καὶ ἂν κάθε πολίτης προέβαλε ἀντίστασι μὲ τὴν δύναμι δέκα ἀνδρῶν. Γιατὶ τὰ κοντόχοντρα πλάσματα ἦσαν δεινὰ στὶς τέχνες τοῦ πολέμου καὶ ἀγνοοῦσαν τοὺς περὶ τιμῆς ἐνδοιασμούς, ποὺ συγκρατοῦσαν τοὺς δικούς μας ὑψηλόκορμους γκριζομμάτηδες ἄνδρες τῆς Λόμαρ ἀπὸ ἀνηλεεῖς κατακτήσεις.
      Ὁ Ἄλως, ὁ φίλος μου, ἦταν διοικητὴς ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὑψιπέδου καὶ ἀπ’ αὐτὸν κρεμόταν ἡ στερνὴ ἐλπίδα τῆς πατρίδας μας. Κατὰ τὴν παροῦσα περίστασι μίλησε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ θ’ ἀντιμετωπίζαμε καὶ παρώτρυνε τοὺς ἄνδρες τῆς Ὀλαθόης, τοὺς γενναιότερους τῶν Λομαριανῶν, νὰ τηρήσουν πιστὰ τὶς παραδόσεις τῶν προγόνων τους· οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναγκάσθηκαν νὰ πορευθοῦν νοτίως τῆς Ζόμπνα, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προέλασι τοῦ μεγάλου παγετῶνα (ὅπως ὁμοίως οἱ ἀπόγονοί μας θὰ χρειαστῇ μιὰν ἡμέρα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Λόμαρ), θαῤῥετὰ καὶ νικηφόρα σάρωσαν τοὺς μαλλιαροὺς μακρυχέρηδες καννιβάλους Γκνόφκεζ ποὺ τοὺς ἔφραζαν τὸν δρόμο. Ὁ Ἄλως μοῦ ἀρνήθηκε τὸ καθῆκον τοῦ πολεμιστῆ γιατὶ ἤμουν ἀδύναμος καὶ εἶχα τὴν τάσι γιὰ περίεργες λιποθυμίες ὅταν ὑποβαλλόμουν σὲ πίεσι καὶ κακουχίες. Ὅμως εἶχα τὴν ὀξύτερη ὅρασι μεταξὺ τῶν πολιτῶν, ἀνεξαρτήτως τῶν πολλῶν ὡρῶν ποὺ καθημερινὰ ἀφιέρωνα στὴν σπουδὴ τῶν Πνακοτικῶν χειρογράφων καὶ στὴν μελέτη τῆς σοφίας τῶν Ζομπναριανῶν πατέρων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ φίλος μου, μὴ ἐπιθυμῶντας νὰ μὲ καταδικάσῃ σὲ ἀδράνεια, μὲ ἀποζημίωσε μὲ τοῦτο τὸ μηδαμινῆς σπουδαιότητας καθῆκον. Μ’ ἔστειλε στὸ παρατηρητήριο τοῦ Θάπνεν νὰ ὑπηρετῶ ὡς τὰ μάτια τοῦ στρατοῦ μας. Ἂν οἱ Ἰνοῦτος ἐπιχειροῦσαν νὰ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς στενωποῦ πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον, ὥστε μ’ αὐτὴν τὴν κίνησι νὰ αἰφνιδιάσουν τὴν φρουρά, ἤμουν ὡρισμένος νὰ στείλω τὸ σῆμα φωτιᾶς ποὺ θὰ προειδοποιοῦσε τοὺς ἐν ἀναμονῇ στρατιῶτες καὶ θὰ διέσωζε τὴν πόλι ἀπὸ ἄμεση καταστροφή.
     Ἔρημος ἀνέβηκα τὸν πύργο, γιατὶ κάθε στιβαρὸς στὸ σῶμα ἄνδρας χρειαζόταν στὰ χαμηλότερα περάσματα. Ὄντας πολλὲς ἡμέρες ἄυπνος, τὸ μυαλό μου πονοῦσε σαστισμένο ἀπὸ διέγερσι καὶ ἐξάντλησι. Ὅμως ὁ στόχος μου ἦταν ἀκλόνητος, ἐπειδὴ ἀγαποῦσα τὴν γενέθλια γῆ μου τὴν Λόμαρ καὶ τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης, ποὺ κεῖται μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ἀλλὰ καθὼς στεκόμουν στὸ ὑψηλότερο δωμάτιο τοῦ πύργου, ἰδοὺ ἡ κερασφόρος φθίνουσα σελήνη, κόκκινη καὶ δαιμονική, νὰ τρέμῃ ἀνάμεσα στοὺς ἀτμοὺς ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὴν μακρυνὴ κοιλάδα τοῦ Μπάνοφ. Καὶ ἀπὸ μιὰ χαραμάδα στὴν στέγη λαμπύριζε ὁ χλωμὸς Πολικὸς ἀστέρας, φτερουγίζοντας σὰν ζωντανὸς καὶ κοιτῶντας κακότροπα σὰν δαίμονας καὶ πειραστής. Μοῦ φάνηκε πὼς τὸ πνεῦμα του ψιθύριζε κακοπροαίρετες συμβουλές, καθησυχάζοντάς με σχετικὰ μὲ τὴν προδοτικὴ ὑπνηλία, μὲ μιὰν ἀναθεματισμένη ῥυθμικὴ ὑπόσχεσι, τὴν ὁποία ἐπαναλάμβανε ξανὰ καὶ ξανά:

«Βιγλάτορα κοιμήσου ὥσπου οἱ σφαῖρες
γιὰ δυόμισι μυριάδων χρόνων μέρες
θὰ στρέφωνται· καὶ τότε πάλι ὁρίζω 
στὸν τόπο, ἐδῶ, ποὺ τώρα λαμπυρίζω.
Ἄλλ’ ἄστρη, τὸ γοργόν, θὲ ν’ ἀνατείλουν
πάνω στὸν νοητὸν οὐράνιο στῦλον.
Ἄστρη ὁποὺ πραΰνουν κι’ εὐλογοῦνε
μὲ τὴν γλυκειὰ τὴν λήθη ὁποὺ σκορποῦνε:
Μόνον ὅταν ὁ γῦρος μου γυρίσῃ,
τὸ παρελθὸν στὴν πόρτα σου θὰ ὁρίσῃ».

Ματαίως πάλεψα μὲ τὴν νύστα μου, ἀναζητῶντας νὰ συνδέσω τούτους τοὺς παράξενους λόγους μὲ κάποιες παραδεδομένες γνώσεις περὶ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶχα διδαχθῆ ἀπὸ τὰ Πνακοτικὰ χειρόγραφα. Τὸ κεφάλι μου, ἀσήκωτο καὶ νὰ γυρίζῃ, κρεμάστηκε στὸ στῆθος μου καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια ἦταν ἐντὸς ὀνείρου. Μὲ τὸν Πολικὸν ἀστέρα νὰ μοῦ χαμογελᾷ πλατιὰ μέσ’ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, πάνωθε τῶν φριχτῶν λικνιζομένων δέντρων ἑνὸς ὀνειρικοῦ βάλτου. Καὶ ἀκόμα ὀνειρεύομαι.
     Βυθισμένος στὴν ντροπὴ καὶ στὴν ἀπόγνωσί μου οὐρλιάζω μανιωδῶς, ἱκετεύοντας τὰ ὀνειροπλάσματα τριγύρω μου νὰ μὲ ξυπνήσουν, προτοῦ οἱ Ἰνοῦτος διαβοῦν ἀπαρατήρητοι τὸ πέρασμα πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον καὶ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι μέσῳ αἰφνιδιασμοῦ. Τοῦτα τὰ πλάσματα, ὅμως, εἶναι δαίμονες, γιατὶ μοῦ γελοῦν κατάμουτρα καὶ μοῦ ἐξηγοῦν πὼς δὲν ὀνειρεύομαι. Μὲ χλευάζουν ἐνῷ κοιμοῦμαι καὶ ἐνόσῳ ὁ κοντόχοντρος κίτρινος ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ ἕρπῃ ἀθόρυβα ἐναντίον μας. Ἀπέτυχα νὰ τηρήσω τὸ καθῆκον μου καὶ πρόδωσα τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης. Ἀποδείχθηκα τιποτένιος στὸν Ἄλως, τὸν φίλο μου καὶ διοικητή μου. Μὰ καὶ πάλι καγχάζουν οἱ ἥσκιοι τοῦ ὀνείρου μου. Ἰσχυρίζονται πὼς γῆ τῆς Λόμαρ δὲν ὑπάρχει πέραν τῶν νυχτερινῶν μου φαντασιώσεων. Πὼς σ’ ἐκεῖνες τὶς ἐπικράτειες, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας λάμπει ψηλὰ καὶ ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν πορεύεται ἀργὰ καὶ χαμηλὰ γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, δὲν ὑπῆρξε τίποτα πλὴν πάγου καὶ χιονιοῦ ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, μήτε καὶ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοντόχοντρα κίτρινα πλάσματα, τὰ μαραμμένα ἀπ’ τὸ ψῦχος, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζουν «Ἐσκιμώους».
      Καὶ καθὼς σφαδάζω βυθισμένος στὴν ὀδύνη τῆς ἐνοχῆς μου, ἀλλόφρων νὰ σώσω τὴν πόλι ποὺ ἡ ἐναντίον της ἀπειλὴ κάθε στιγμὴ αὐξάνεται, καὶ ματαιοπονῶντας ν’ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὸ ἀφύσικο ὄνειρο μὲ τὸ λιθόκτιστο σπίτι, τὸν δαιμονικὸ βάλτο καὶ τὸ κοιμητήριο στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὁ Πολικὸς ἀστέρας, κακὸς καὶ τερατώδης, κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸν μαῦρο θόλο, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ.