Μαζέρος
τῆς
ἀγάπης
ξε΄
Οἱ μάγοι οἱ Κορσικανοὶ ν’ ὁποὺ τοὺς λὲν μαζέροι
ὁλονυχτὶς στὰ ὀνείρατα ὁμάδιν κυνηγοῦσιν.
Σὲ βάλτους κι’ ἀκροποταμιὲς βγαίνουν εἰς τὸ καρτέριν,
κι’ ὅποιο θεργιὸ νὰ πρωτοϊδοῦν μὲ τὰ ῥαβδιὰ χτυποῦσιν.
Κι’ ὡς ξεψυχᾷ ξετάζουν το τίνος μορφὴ τοὺς φάνη,
κεῖνος ’πὸ τοὺς συγχωριανοὺς ἔνι γιὰ ν’ ἀποθάνῃ.
Κι’ ὁ ποὺ λαβώθη μιὰ φορὰ πλειὰ γλυτωμὸν δὲν ἔχει,
παρὰ ὣς νά βγῃ ἡ χρονιὰ τὸν Χάρον ἀπαντέχει.
Μὰ ἐγὼ ἀντὶς τὸν θάνατο νὰ λέγω τῶν ἀνθρώπων
κάλλιον νὰ λογιόμουνα μαζέρος
τῆς ἀγάπης.
Σὰν πέφτῃ ἡ νύχτα νὰ κινῶ στὰ δάση τοῦ ὀνειράτου,
σὲ γοῦρνες, λάκκους, ῥεμματιὲς νὰ καρτερῶ λαφῖνες.
Σὰν ἔρχωνται νὰ πιοῦν νερό, τὴν κεφαλὴ καὶ σκύβουν,
μὲ τῆς ἀγάπης τὴν σαϊττιὰ νὰ τὲς ῥωτολαβώνω.
Κι’ ὡς καίγει ἡ λαβωματιὰ καὶ βαριαναστενάζουν,
ἀπ’ τοῦ καημοῦ τὸ στέναγμα τὴν κόρη νὰ γνωρίζω.
«Καλὴν ἡμέραν λυγερή». «Καλῶς μου τὸν μαζέρο».
»Σάμπως καὶ μ’ ὠνειρεύτηκες μαζέρε τῆς ἀγάπης;»
«Οἷον ποθεῖς το μὲ ζητᾷς γιὰ νὰ σοῦ μολογήσω,
ἐψὲς στ’ ὄνειρον μ’ ἔλαχες νὰ σὲ ῥωτοχτυπήσω.
Κι’ ἀφοῦ λαβώθης, λυγερή, πλειὰ γλυτωμὸν δὲν ἔχεις,
παρὰ ὣς νά βγῃ ἡ χρονιὰ τὸν ἔρωτα παντέχῃς».
(Σὰν τί ῥωτᾷς; Ποὺ λαχταρῶ χρόνους ὀχτὼ μικρό μου,
καὶ ἄλληνα παρ’ ἀπὸ σὲ δὲν ξεύρει τ’ ὄνειρό μου.)