Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Τετραχρωμία


Τετραχρωμία

σιβ΄

Ἔρωτας γυμνὸς * δίπλα στὸ ἀνθογυάλι.
Κόκκινο τῶν ῥόδων, * λευκὸ τοῦ κορμιοῦ της,
μαῦρο τῶν μαλλιῶν, * πράσινο μισχοφύλλων.
Ζωὴ κι’ ἁγνότης * καὶ θάνατος κι’ ἐλπίδα.

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Who Has Seen The Wind?



















Ποίημα τῆς Κριστίνα Τζωρτζίνα Ροσσέτι
  
   Καὶ ποιός εἶδε τὸν ἄνεμο;
   Μήτ’ ἐγὼ μήτε κι’ ἐσύ:
   Μὰ σὰν τὰ φύλλα κρέμωνται τρεμάμενα,
   ὁ ἄνεμος περνᾷ καὶ τὰ κουνεῖ.
  
   Καὶ ποιός εἶδε τὸν ἄνεμο;
   Μήτ’ ἐσὺ μήτε κι’ ἐγώ:
   Μὰ σὰν τὰ δέντρα γέρνουν τὰ κεφάλια τους,
   στὸν ἄνεμο ὑποκλίνονται θαῤῥῶ.


   Σχέδιο: Dante Gabriel Rossetti

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

To Helen



















   Ποίημα τοῦ Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε
 
   Ἑλένη, εἶν’ γιὰ μὲ ἡ δική σου καλλονὴ
   σὰν νικηφόρα τοῦ ἀρχαίου καιροῦ καράβια,
   ποὺ ἁβρά, πάνω σὲ θάλασσαν εὐωδιαστή,
   τὸν κουρασμένον ἀρμενᾶν ταξειδευτὴ
   μέχρι τὰ πατρικά του τ’ ἀκρογιάλια.
   
   Στ’ ἄγρια νερὰ παληὸ συνήθειο νὰ γυρνῶ,
   ἡ ὄψ’ ἡ κλασσική, ἡ ὑακινθένια κόμη,
   ἡ Ναϊάδα αὔρα σου μ’ ἔφεραν σπίτι δῶ
   στὴν αἴγλη ποὺ ὠνομάσθηκεν Ἑλλάδα,
   στὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀπεκλήθη Ῥώμη.
  
   Νά! Στὴν λαμπρὴ κεῖ κόγχη τοῦ παραθυριοῦ
   μ’ ἄγαλμαν ὅμοια σὲ θωρῶ στέκεσ’ ὀρθή,
   λύχνον ἀχάτινο τὸ χέρι σου κρατεῖ!
   Ἄ, Ψυχή, ἀπὸ τὲς ἐπικράτειες ποὺ
   εἶναι Ἁγία Γῆ!
  
  
   Φωτογραφία: Edgar Allan Poe, χαρακτικὸ τοῦ Timothy Cole

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Εἰς τὸν βίον Α΄


Διασκευὴ ποιήματος τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου

Τὴν ἀρετὴ θώρησα χθὲς ἀναμεσὶς στὴν πόλι,
ἀπ’ ἔξω μαυροφόραγεν κι’ ἐντὸς καρδιοθλιβόταν,
κι’ εἶπα «Τί καρδιοθλίβεσαι;» κι’ ἐκείνη μοὶ ἀπεκρίθη.
«Παραμερίστ’ ἡ φρόνησις, γωνιάστ’ ἡ ἀντρειὰ κι’ ἡ γνῶσις,
κι’ ἐδῶ θρονιάστ’ ἡ ἀγνωσιὰ κι’ ἀρχοντοδεσποτεύει
κι’ ἔχει καὶ συναρχόντους της τὴν μέθη, τὴν δειλία».


Τὴν ἀρετὴν χθὲς εἶδον ἐν μέσῃ πόλει
μελαμφοροῦσαν καὶ κατηφείας ὅλην·
τί δ’, ἠρόμην, πέπονθας; Ἡ δέ· νῦν ἔγνως,
τόλμα, φρόνησις, γνῶσις, ἐν ταῖς γωνίαις,
ἄγνοια δ’ ἄρχει καὶ μέθη καὶ δειλία.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Εἰς τὸν βίον Β΄


Διασκευὴ ποιήματος τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου

Ψυχή μου ἀπ’ τὲς καθημερνὲς τυράγνιες τί τραβιέσαι;
Μήτ’ ἔνι τέχνη νὰ εὑρεθῇ νὰ μὴν βαρυλυπιέσαι.
Ἡ γῆς πάει μὲ τ’ ἀγκάθια της κι’ ὁ βιὸς σκοτοῦρες σπέρνει,
ἔτσι ὁ Πλάστης τ’ ὥρισεν, πολέμα το καημένη.


Ψυχή, τί φεύγεις τοὺς καθημέραν πόνους;
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν τῆς ἀλυπίας τέχνην.
Τὴν γῆν ἀκάνθας, τὸν βίον δὲ φροντίδας
φέρειν ὁ Πλάστης ἐξεθέσπισε. Φέρε.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Εἰς τὲς Θερμοπύλες


Εἰς τὲς Θερμοπύλες

σια΄

Ἀνάβρυσαν κρηνοπηγὲς κι’ ὡρμῆσαν στὰ ποτάμια,
κι’ ὁ ποταμὸς τῆς ἀρετῆς τρανοφουσκονεριάζει,
κι’ οἱ Θερμοπύλες τρίστενες καὶ τὸ νερὸν ὑψώθη,
καὶ μετρημένο χύνεται κι’ ὀλιγοστὸ κυλάει,
κι’ ἐκ τὸν καιρὸ παραπερνᾷ κι’ ὅλον παρκάτω ῥέει,
κι’ ἄλλ’ ἤπιαν κι’ ἐσηκώθησαν κι’ ἄλλοι σκυμμένοι πίνουν
κι’ ἄλλοι σκυφτοὶ προσμένουν το, νὰ πιοῦν νὰ σηκωθοῦνε.

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Ὁ λέων τοῦ πόθου

Ὁ λέων τοῦ πόθου

σι΄

Μύρισε, φυλάξου, * βίγλισ’, ἀκουρμάσου,
φωτοθάλασσα * τὰ σκότη κουκουλώνει
ἐλαφῖνα μου· * μὰ κεῖ στὸ σπηληοστόμα
ληόντας ὁ πόθος, * κερί, παραμονεύει.
Φλέγετ’ ὁλόκορμος, * πυρών’ ὁλόγυμνος,
σ’ ὀνειρεύεται, * πεῖνα σαρκὸς τὸν λειώνει,
κι’ ὅμως, νά, βαστᾷ, * καρτερεῖ νὰ ζυγώσῃς.
Κι’ ἂν δὲν σὲ γευτῇ * κατάφλογος πεθαίνει
κι’ ἀνασταίνεται * κατάφλογος καὶ πάλι.
Πάλι πεῖνα τὸν δέρνει * ἂν σὲ σπαράξῃ
καὶ σπαράζεται * καὶ πάλι ἀργολειώνει.
Πύρινον κτῆνος * νεκροζώντανο, πάντα
καταραμένος * κι’ ὁλοτελῶς θλιμμένος.
Ὕδωρ τὸ κορμί, * φωτιὰ βρέχει, τὴν σβήνει.
Φωτιὰ τὸ κορμί, * βουτᾷ στὸ ὕδωρ, σβήνει.
Ἀνὴρ καὶ γυνὴ * γυμνοὶ στὴν πρώτη κλίνη,
στὴν στερνὴ καὶ σ’ ὅλες * ὕδωρ καὶ πῦρ, γυμνοί.



Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ Μανδαῖος


Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ Μανδαῖος

σθ΄

Μανδαῖος τὶς προσεύχετον εἰς ποταμιοῦ τὴν ὄχθη
κι’ εἶδε περνᾷ ὁ Διγενὴς καὶ καλημέρισέ τον.
«Σὰν ποῦ ὑπάγεις, Διγενή, μέσα στοὺς Σαρακήνους;»
«Ὑπάγω εἰς τοῦ ἀμηρᾶ νὰ εἰποῦμε γιὰ τ’ ἀλλάγιον,
οἱ σκλάβοι νὰ λευτερωθοῦν, τέκνα νὰ ἰδοῦν γονέους,
γερόντοι κόρες καὶ ὑγιοὺς κι’ ἀντρόγυνα νὰ σμείξουν.
Μολόγησον, Μανδαῖε μου, τὸν ἀμηρᾶν ἠξεύρεις,
νὰ τόνε πάρω μὲ καλὸν ἢ νὰ τὸν φοβερίσω;»
«Ὡσὰν τὴ νύχτα, Διγενή, ἔνι κι’ ἡ ἀνθρωπότη.
Ὀλίγ’ οἱ ἀγαθόκαρδοι κι’ ὡς ἥλιοι στραφτολάμπουν,
οἱ ξύπνιοι κι’ ὀλιγόκαρδοι ὡς τ’ ἄστρη ἀχνοφέγγουν,
κι’ οἱ ἄκαρδοι καὶ πονηροὶ κρύβονται εἰς τὸ σκοτάδι.
Τὸν ἥλιον ὅλοι βλέπουσι, τ’ ἄστρη πολλοὶ ξεκρίνουν,
ἀμὴ ὁ παίζει τὸ σπαθὶ καὶ τὰ σκοτάδια νιώθει.
Ἥλιος λαμπρός, ἀστέρι ἀχνὸν ἢ βράχος στὸ σκοτάδι,
θὰ τόνε νιώσῃς, ἄρχοντα, τὸ φῶς του θὰ ζυγιάσῃς».

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ὁ Διγενὴς καὶ ἡ φωτιὰ


Ὁ Διγενὴς καὶ ἡ φωτιὰ

ση΄

Ὁ Διγενὴς ἐπέζεψε τὴ νύχτα νὰ περάσῃ,
κι’ ἄναψεν ἀχαμνὴ φωτιὰ κι’ ὁλονυχτὶς καθότουν,
κι’ ἀμίλητος τὴν σκάλιζε κι’ ἄλαλος τῆς φηγιότουν.
Φηγήθη τοὺς πολέμους του, φηγήθη τὲς ἀντρειές του,
φηγήθη κάστρη καὶ λαούς, ἀρχόντους καὶ κοσμάκη,
φηγήθ’ ὡρηὲς κι’ εὐγενικὲς κι’ ἀκριβοφιλημένες,
φηγήθη καὶ μιὰ μήρισσα, τὴν κρυφοφιλημένη,
φηγήθη κι’ εἰς τὰ φωναχτὰ τ’ ὄνομα τῆς ἀγάπης.
Μὲ τὴν αὐγὴ τὴν ἔσβησε, μὴ τόνε μαρτυρήσῃ,
σελήνη τὸν παράκουσε, θὰ τῆς τὸ ψιθυρίσῃ.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Εἰς τὸν ἐρχομό της

Εἰς τὸν ἐρχομό της

σζ΄

Τὴν ἀνιμένω * στεῤῥός, γαλήνιος, πρᾶος,
λιαχτιδάγγιχτον * πέλαγος ἡ ψυχή μου·
ἀμὴ στὸ κέντρο * νέφια, τυφῶν ἀγέρθη,
κι’ ὅσον ζυγώνει * ἀκέρηον μὲ σαρώνει.
Πῶς τὴν θεότη, * φτωχὸς πιστός, ν’ ἀδράξω;
Χείλη σπαρταροῦν, * χέρι’ ἀχαμνὰ καὶ τρέμουν·
λατρεῖες, τιμὲς * στὸ ζάλευκο κορμί της,
τέμενος σεπτό, * πῶς τάχα ν’ ἁγιοπράξουν;
Καὶ πῶς τὸ θαῦμα * λόγος νὰ ψαλμουδήσῃ;
Κύπρι μου βόηθα! * Ὦ Ἀφροδίτη σῶσον!

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Ὁ Δροῦζος πρίγκηπας


Ὁ Δροῦζος πρίγκηπας

σϚ΄

Στὴν Κωνσταντῖνα

Λέγει ὁ Δροῦζος πρίγκηπας σὰν φίλευε τὸν Διγενῆ
«Ἂν ἠμποροῦσαν, Διγενή, τ’ ἀνθρωπινὰ ὀμμάτια
νὰ ἰδοῦν βαθιὰ ὥσμε τὴν πηγή, τὴν ὕλη τὴν ἀγέννητη,
θά ’σβηναν ὕδατα, στερηές, ἄστρη, χωριά, παλάτια.
Σκοτάδι ἀτόφυο θ’ ἄστραφτεν, εἷς ζοφερὸς ὠκεανός,
κι’ ἐντὸς νὰ ῥέουν τὰ κύματα, τῆς Ῥέας Κυβέλης ὁ χορός.
Τοῦτα παλαιόθ’ ἐκήρυτταν τοῦ γένους σου ἄνδρες σοφοί».

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

Ὁ γεωργὸς πειρατὴς


Ὁ γεωργὸς πειρατὴς

σε΄

Ἀγροῖκος χεροδύναμος ἔχασε τὴν σοδειά του
καὶ τώρ’ ἀπάνω δυὸ φορὲς τοῦ ἄρχοντος χρεωστεῖ.
Τ’ ἀλέτρι ἀλλάζει πέλεκυ, τὸ σκαλιστήρι λόγχη,
τὰ βόδια δρακοκάτεργο, τὴν γῆν ἁρμύρα ὁγρή.
Κι’ ὡς ἀναδυοβυθίζετον κι’ αὐλάκωνε τ’ ἀλέτρι,
ὅμοι’ ἀναδυοβυθίζεται ματόβρεχτ’ ἡ αἰχμή.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Εἰς τὴν πρώτη νύκτα


Εἰς τὴν πρώτη νύκτα

σδ΄

«Ἐδῶ... τὰ μάτια σφάλισε, βουβὴ στητὴ ν’ ἀκινητῇς.»
κι’ ἥλιο τὴν κυκλοδρόμησεν, ἔψαυεν, ἔγδυνε, μετροῦσε·
- στὸ κανδηλέρι ἄστρο κερὶ λούζει τὸν κῆπο τῆς σαρκός -
κι’ ἀκέρηα ὡς τὴν ἐγύμνωσε, τυφλήν, ἀκέρηα τὴν φιλοῦσε,
φωτιὰ ποὺ δέντρο ἐφλόγωνε, μέχρι νὰ σωριαστῇ μ’ ἀχό.

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Εἰς τὴν λουομένην


Εἰς τὴν λουομένην

σγ΄

Πήλινη ἀφροκυλᾷ φωτιά, σκίζει τὸ λαγαρὸ νερό,
πλέει σπαθὶ στραφταλιστὸ στ’ ἄσπιλο φῶς τοῦ ἡλίου.
Κῦμα σαρκὸς στὰ κύματα, χορεύει ἀναγερτὴ ξωθιά·
γυμνὸ κορίτσι κολυμπᾷ σ’ ὕδωρ τῆς Μεσογείου.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Μαντινάδα ΙΙ



Μαντινάδα ΙΙ

σβ΄

Χρόνε, τοῦ κόσμου ἁγιοφωτιά, τριζοβολᾷς στὰ σωθικά του,
τὴν θνητουριὰ καῖς κάγκανα, νὰ λαμπαδιάζῃ ἄσωτ’ ἡ στιά του.

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει

Ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει

σα΄

Θαύμασε, φίλε, * τῶν γυναικῶν τὸ σμάρι,
ψευτοδιάσημον * πῶς ἔχουν τριπλοζώσει,
στρατὸς Δαναῶν * στοῦ Ἰλίου τ’ ἅγια τείχη!
Αἴαντος ἐγώ, * πανουργιὰ Ὀδυσσέως,
γλῶσσα Θερσίτου * καὶ πεῖσμα Ἀχιλλέως,
Ἀγαμέμνονος * οἴησις· μέσα κούφιες
σὰν τὸ εἴδωλο * ποὺ ἐπλάγιαζεν ὁ Πάρις.
Ξερογλείφονται * γιὰ πλούτη ὡς τοῦ Πριάμου,
κι’ ἀπὸ κάλλη, ἂν πῇς, * οὔτε γρηᾶς Ἑλένης.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Πρώτη σκηνὴ παραμυθιοῦ




Πρώτη σκηνὴ παραμυθιοῦ

σ΄

Ὁ ἥλιος ἐβασίλευσεν, ἡ πλάσις ἐνυχτώθη,
ἀστροεσπάρη ὁ οὐρανός, σκότος στὴν γῆν ἁπλώθη.
Δειπνοῦσιν οἱ οἰκοκύρηδες, γέρνουσι καὶ κοιμιῶνται,
ἔνε ἀδειανὰ τὰ τρίστρατα, οἱ ὁδοὶ δὲν περπατιῶνται.
Ἐδείπνησε ἡ κυρὰ μαμμή, δὲν γέρνει, δὲν κοιμᾶται,
στὸ παραγώνιν ἀγρυπνᾷ, πλέκει καὶ συλλογᾶται.
Βροντοχτυπᾷ ἡ θύρα της, τ’ ὁσπίτι ὅλον ἐσείσθη,
τὸ πλέκειν ἀπαράτησε, τὴν θύραν ἵν’ ἀνοίξῃ.
Κι’ ὅντες τὴν θύραν ἄνοιξε κι’ εἶδε τὸν ἐβροντοῦσε
σκιασθεῖσα ὀπισωπάτησεν ὡς κεῖνος προχωροῦσε.
Κατώφλι τὸ ἐδρασκέλισε κι’ ἔσκυψε ἵνα χωρέσῃ,
θηόρατος στάθη κι’ ἀγριοειδὴς εἰς τοῦ ὁσπιτιοῦ τὴν μέσι.
Ἀνδρὸς βουνίσιου εἶχε θωριά, μαλλιὰ σγουροπλεγμένα,
κι’ ἐχύνοντο ἐκ τὸ πρόσωπο, χείμαῤῥος, τ’ ἄγρια γένεια.
Κακὸς ἀέρας γύρω του καὶ τὴν καρδιὰν ἐκέντα,
λαφῖνα ποὺ ἀκρουμαίνετον χωσιὰ θεριοῦ στὰ δέντρα.
Τὰ ὀμμάτια ἐφέγγαν μοχτηρὰ στῆς ἄβυσσος τὰ βάτα,
γιομᾶτ’ ἀμόλευτο κακὸ καὶ πονηριὰ γιομᾶτα.
Κι’ εὐθὺς ὅντες ὡμίλησε, φωνὴ χονδρὴ ἐβγῆκε,
κι’ ἔγεμε ζόφο ἀνάχτιδον, βραδέως τῆς γραίας εἶπε:
«Κυρὰ μαμμὴ νὰ ὑπάγωμε, στ’ ὁσπίτι μου νὰ ὁρίσῃς,
γυναῖκα μου κοιλοπονεῖ, νὰ τήνε ξεγεννήσῃς…»

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Κρυοπηγὴ

Κρυοπηγὴ

ρϞθ΄

Φανέρωσέ το, μάγισσα, πῶς στ’ νειρον ζυγώνω.
Δός μοι φτερὰ κε ν πετ κα ξόρκια μπρς ν ψάλλω,
τὸ καστροπόρτι ν διαβ, ν μπ στν γ το νείρου.
- Μὲ τ φτερ κε δν πετς, μ μαγγανεις δν μπαίνεις.
Τὸ πευκοδάσος νὰ διαβς ς το γιαλο τ μέρη,
κι’ ἀστερομμάτα λυγερ ν σο κρατ τ χέρι,
κι’ ὅντες πατήσς μμουδι στ καστροπόρτι κροσε.

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Celephaïs




















Διήγημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 20ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Εἰς μνήμην Ἰωάννου Συκουτρῆ

Σ’ ἕνα ὄνειρο ὁ Κυράνης εἶδε τὴν πόλι στὴν κοιλάδα, καὶ τὴν ἀκρογιαλιὰ παραπέρα, καὶ τὴν χιονισμένη βουνοκορφὴ ποὺ βιγλίζει ψηλάθε τὴν θάλασσα, καὶ τὶς φανταχτερὰ χρωματισμένες γαλέρες ν’ ἀρμενίζουν ἔξω ἀπ’ τὸ λιμάνι πρὸς τὶς μακρυνὲς ἐπικράτειες ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό. Σ’ ἕνα ὄνειρο ἦταν ἐπίσης ποὺ ἀπέκτησε τ’ ὄνομά του «Κυράνης», γιατὶ στὸν ἐγρήγορο βίο του ἀπεκαλεῖτο μὲ διαφορετικὸν ὄνομα. Ἴσως ἦταν φυσικὸ γι’ αὐτὸν νὰ ὀνειρευθῇ ἕνα νέο ὄνομα, ὡς ὁ στερνὸς τῆς οἰκογενείας του, καὶ ὡς μόνος μεταξὺ τῶν ἀπαθῶν ἑκατομμυρίων τοῦ Λονδίνου, ἔτσι ποὺ  ἐλάχιστοι βρίσκονταν ὥστε νὰ τοῦ μιλοῦν καὶ νὰ τοῦ θυμίζουν ποιὸς ὑπῆρξε.  Ἀπώλεσε τὰ χρήματα καὶ τὶς γαῖες του, καὶ δὲν τὸν ἔμελε γιὰ τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων γύρω του, ἀλλὰ προτιμοῦσε νὰ ὀνειρεύεται καὶ νὰ γράφῃ γιὰ τὰ ὄνειρά του. Ὅ,τι ἔγραφε τὸ κορόϊδευαν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς τὸ παρουσίαζε, ὥστε μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα φύλαγε τὰ γραπτά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ ἐν τέλει ἔπαψε νὰ γράφῃ. Ὅσο περισσότερο ἀπεσύρετο ἀπὸ τὸν κόσμο γύρω του, τόσο πειὸ θαυμαστὰ ἔγιναν τὰ ὄνειρά του, καὶ θὰ ἦταν τελείως ἀνώφελο νὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ τὰ περιγράψῃ στὸ χαρτί. Ὁ Κυράνης δὲν ἦταν μοντέρνος, καὶ δὲν εἶχε παρόμοιο τρόπο σκέψεως μὲ ἄλλους ποὺ ἔγραφαν. Ἐνῷ ἐκεῖνοι ὑπερέβαλλαν ἑαυτὸν νὰ ξεγυμνώσουν τὴν ζωὴ ἀπὸ τὶς πλουμιστὲς τηβέννους τοῦ μύθου, καὶ νὰ παρουσιάσουν μὲ γυμνὴ ἀσχήμια τὸ ἀπαίσιο πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἡ πραγματικότητα, ὁ Κυράνης γύρευε τὴν ὀμορφιὰ καὶ μόνο. Ὅταν ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πεῖρα ἀπετύγχαναν νὰ τὴν φανερώσουν, τὴν γύρευε στὴν φαντασία καὶ στὶς ψευδαισθήσεις, καὶ τὴν ἀνεκάλυψε στὸ ἴδιο του τὸ κατώφλι, ἀνάμεσα στὶς νεφελώδεις θύμησες τῶν παραμυθιῶν καὶ τῶν ὀνείρων τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
   Δὲν βρίσκονται πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀναγνωρίζουν ποιὰ θαύματα τοὺς φανερώνονται ἐντὸς τῶν ἱστοριῶν καὶ τῶν ὁραμάτων τῆς νηότης τους. Γιατὶ τὸν καιρὸ ποὺ σὰν παιδιὰ ἀκοῦμε καὶ ὀνειρευόμαστε, δὲν συλλογιζόμαστε παρὰ μὲ σκέψεις ἀμέστωτες, καὶ ὅταν ὥριμοι πλέον παλεύουμε νὰ θυμηθοῦμε, ἔχουμε γίνη νωθροὶ καὶ κοινότοποι ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ζωῆς. Ὅμως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ξυπνοῦμε κατὰ τὴν νύχτα μὲ παράξενα φαντάσματα γητεμμένων λόφων καὶ κήπων, κρηνῶν ποὺ τραγουδοῦν στὸν ἥλιο, χρυσαφένιων γκρεμῶν ποὺ γέρνουν πάνωθε τῶν  θαλασσῶν ποὺ φλοισβίζουν, πεδιάδων ποὺ ἐκτείνονται ὣς τὶς κοιμωμένες πολιτεῖες ἀπὸ ὀρείχαλκο καὶ πέτρα, καὶ ἡσκιερῶν λόχων ἀπὸ ἥρωες ποὺ ἱππεύουν λευκοὺς στολισμένους ἵππους στὶς παρυφὲς πυκνῶν δασῶν. Καὶ τότε καταλαβαίνουμε πὼς ἔχουμε κοιτάξει πίσω, διὰ μέσου τῶν φιλντισένιων πυλῶν, ἐντὸς τοῦ κόσμου τῶν θαυμάτων ὁ ὁποῖος ἦταν δικός μας πρὶν καταλήξουμε σοφοὶ καὶ δυστυχεῖς.
   Ὁ Κυράνης τελείως ἀπροσδόκητα ἀνεκάλυψε τυχαῖα τὸν παληὸ κόσμο τῶν παιδικῶν του χρόνων. Ὠνειρευόταν τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκε, τὸ μεγάλο λίθινο σπίτι, τὸ ζωσμένο μὲ κισσό, ἐκεῖ ὅπου δεκατρεῖς γενεὲς τῶν προγόνων του εἶχαν ζήσει, καὶ ὅπου εἶχε ἐλπίσει νὰ πεθάνῃ. Ἦταν φεγγαρόλουστη νυχτιά, καὶ εἶχε ξεγλιστρήσει κρυφὰ ἔξω στὸ εὐωδιαστὸ καλοκαιρινὸ βράδυ, μέσ’ ἀπὸ τοὺς κήπους, πρὸς τὰ κάτω ἀπ’ τὶς πεζοῦλες, πέρ’ ἀπ’ τὶς ψηλὲς βελανιδιὲς τοῦ πάρκου, καὶ κατὰ μῆκος τοῦ μακροῦ λευκοῦ δρόμου πρὸς τὸ χωριό. Τὸ χωριὸ φαινόταν πολὺ παληό, φαγωμένο στὴν ἄκρη σὰν τὸ φεγγάρι ποὺ ξεκινοῦσε νὰ φθίνῃ, καὶ ὁ Κυράνης ἀναρωτιόταν ἂν οἱ μυτερὲς στέγες τῶν μικρῶν σπιτιῶν ἔκρυβαν ὕπνο ἢ θάνατο. Στὸν δρόμο ὑπῆρχαν λόγχες ἀπὸ ψηλὸ γρασσίδι, καὶ τὰ τζάμια τῶν παραθυριῶν σὲ κάθε πλευρὰ ἦσαν εἴτε σπασμένα εἴτε θολὰ ποὺ κοιτοῦσαν ἐπίμονα. Ὁ Κυράνης δὲν εἶχε χρονοτριβήσει, ἀλλὰ εἶχε βαδίσει βαριὰ λὲς καὶ εἶχε κληθῆ γιὰ κάποιον σκοπό. Δὲν τόλμησε νὰ μὴν ὑπακούσῃ στὰ κελεύσματα ἀπὸ φόβο μήπως ἀποδειχθῇ μιὰ ψευδαίσθησι σὰν τὶς παρορμήσεις καὶ τὶς προσδοκίες τοῦ ἐγρηγόρου βίου, ποὺ δὲν ὁδηγοῦν σὲ κανένα σκοπό. Ἔπειτα εἶχε κατεβῆ ἕνα μονοπάτι ποὺ ὡδηγοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν δρόμο τοῦ χωριοῦ πρὸς τ’ ἀκρόβραχα τοῦ καναλιοῦ, καὶ εἶχε φθάσει στὸ τέρμα τῶν πραγμάτων – στὸν γκρεμὸ καὶ στὴν ἄβυσσο ὅπου ὅλο τὸ χωριὸ καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἔπεφτε ἀπότομα μέσα στὴν δίχως ἠχὼ κενότητα τοῦ ἀπείρου, καὶ ὅπου ἀκόμη κι’ ὁ οὐρανὸς μπροστὰ ἦταν κενὸς καὶ ἀφώτιστος ἀπὸ τὸ κατακερματισμένο φεγγάρι καὶ τ’ ἀτενίζοντα ἄστρα. Ἡ πίστι τὸν εἶχε προτρέψει νὰ προχωρήσῃ, ἐπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ ἐντὸς τοῦ χάσματος, ὅπου εἶχε αἰωρηθῆ χαμηλά, χαμηλά, χαμηλά, πέρ’ ἀπὸ  σκοτεινά, ἀσχημάτιστα, ἀνονείρευτα ὄνειρα, σφαῖρες ποὺ ἀχνόφεγγαν καὶ ἐνδέχεται νὰ ἦσαν ὄνειρα ἐν μέρει φανερωμένα, καὶ φτερωτὰ πλάσματα ποὺ γελῶντας ἔμοιαζαν νὰ περιπαίζουν τοὺς ὀνειροπόλους ὅλων τῶν κόσμων. Τότε μία σχισμὴ φάνηκε ν’ ἀνοίγεται στὸ σκότος μπροστά του, καὶ διέκρινε τὴν πόλι τῆς κοιλάδος, νὰ λαμπυρίζῃ ἐκθαμβωτικὰ πέραθε, κάτω μακριά, μὲ βάθος τὴν θάλασσα καὶ τὸν οὐρανό, καὶ ἕνα χιονοστεφὲς ὄρος πλησίον τῆς ἀκτῆς.
   Ὁ Κυράνης εἶχε ξυπνήσει ἀκριβῶς κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀντίκρυσε τὴν πόλι, ὡστόσο γνώριζε ἀπὸ τὴν στιγμιαία ματιὰ ὅτι δὲν ἦταν καμμιὰ ἄλλη παρὰ ἡ Σελεφαΐς, στὴν κοιλάδα τῆς Οὔθ – Ναργκάι πέρ’ ἀπὸ τοὺς Ταναρίους λόφους, ἐκεῖ ὅπου τὸ πνεῦμα του εἶχε ζήσει ὁλάκερη τὴν αἰωνιότητα μιᾶς ὥρας κάποιο ἀπομεσήμερο τοῦ θέρους ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό, ὅταν εἶχε ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὴν παραμάννα του ἀφήνοντας τὴν ζεστὴ θαλασσινὴ αὔρα νὰ τὸν νανουρίσῃ ἐνόσῳ κοιτοῦσε τὰ σύννεφα ἀπὸ τὸν κοντινὸ στὸ χωριὸ γκρεμό. Εἶχε διαμαρτυρηθῆ τότε, ὅταν τὸν εἶχαν βρεῖ, ξυπνήσει, καὶ μεταφέρει στὸ σπίτι, γιατὶ ἀκιβῶς μόλις τὸν ξύπνησαν κόντευε νὰ μπαρκάρῃ μὲ μιὰ χρυσαφένια γαλέρα γιὰ ἐκεῖνες τὶς ποθεινὲς ἐπικράτειες ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό. Καὶ τώρα ἦταν ὁμοίως ἀγανακτισμένος γιὰ τὸ ξύπνημα, γιατὶ εἶχε βρεῖ τὴν μυθώδη πολιτεία του μετὰ ἀπὸ σαράντα βαρετὰ χρόνια.
   Ὅμως ὕστερ’ ἀπὸ τρεῖς νύχτες ὁ Κυράνης ἐπέστρεψε στὴν Σελεφαΐδα. Ὁμοίως μὲ πρίν, ὠνειρεύθηκε πρῶτα τὸ χωριὸ ὡς κοιμώμενο ἢ νεκρό, καὶ τὴν ἄβυσσο ἐντὸς τῆς ὁποίας ἔπρεπε κάποιος νὰ αἰωρηθῇ ἐν σιωπῇ. Κατόπιν ἡ σχισμὴ ἐμφανίσθηκε πάλι καὶ ἀντίκρυσε τοὺς φεγγοβόλους μιναρέδες τῆς πόλεως, καὶ εἶδε τὶς χαρίεσσες γαλέρες ἀγκυροβολημένες στὸν κυανὸ λιμένα, καὶ παρατήρησε τὰ δέντρα γκίνγκο ἀπὸ τὸ ὄρος Ἄραν νὰ λικνίζωνται στὴν θαλασσινὴ αὔρα.  Ὅμως τούτη τὴν φορὰ δὲν τὸν ἅρπαξαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ὄντας πλάσμα φτερωτὸ κατέβαινε βαθμιαῖα ἐπάνω ἀπὸ μιὰ χλοερὴ πλαγιὰ ὥσπου τελικὰ τὰ πόδια του ἀκούμπησαν ἁπαλὰ στὸ χόρτο. Εἶχε ὄντως ἐπανέλθει στὴν κοιλάδα τῆς Οὔθ – Ναργκάι καὶ στὴν μεγαλοπρεπῆ πολιτεία τῆς Σελεφαΐδος.
   Κατηφορικὰ στὸν λόφο ἀνάμεσα στὴν εὐωδιαστὴ πρασινάδα καὶ στὰ ζωηρόχρωμα λουλούδια πορεύθη ὁ Κυράνης, ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἀφρισμένο Ναράξα ἀπὸ τὸ μικρὸ ξύλινο γεφύρι ὅπου εἶχε λαξεύσει τ’ ὄνομά του πολλὰ χρόνια πίσω, καὶ διὰ μέσου τοῦ ψιθυρίζοντος ἄλσους πρὸς τὴν πολὺ μεγάλη λίθινη γέφυρα τὴν πλησίον τῶν πυλῶν τῆς πόλεως. Ὅλα ἦσαν ὅπως παληά, μήτε τὰ μαρμάρινα τείχη εἶχαν ξεθωριάσει, μήτε τὰ ἐπὶ τῶν τειχῶν γυαλισμένα ὀρειχάλκινα ἀγάλματα εἶχαν θαμπώσει. Καὶ ὁ Κυράνης ἐννόησε πὼς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ τρέμῃ μὴ τυχὸν τὰ ὅσα γνώριζε ἔχουν χαθῆ, ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ καστροφύλακες στοὺς προμαχῶνες ἦσαν οἱ ἴδιοι κι’ ὡστόσο τὸ ἴδιο νέοι ὅπως τοὺς θυμόταν. Ὅταν εἰσῆλθε ἐντὸς τῆς πόλεως, πέρ’ ἀπὸ τὶς ὀρειχάλκινες πύλες καὶ ἐπὶ τῶν ὀνυχόστρωτων ὁδῶν, οἱ πραμματευτὲς καὶ οἱ καμηλιέρηδες τὸν χαιρέτησαν σὰν νὰ μὴν εἶχε λείψει ποτέ· καὶ ἦταν τὸ ἴδιο στὸν γαλαζοπράσινο ναὸ τοῦ Νάθ – Χόρθαθ, ὅπου οἱ στεφανωμένοι μὲ ὀρχιδέες ἱερεῖς τοῦ εἶπαν πὼς δὲν ὑφίσταται ὁ χρόνος στὴν Οὔθ – Ναργκάι, παρὰ μόνον ἀέναη νεότητα. Ἔπειτα ὁ Κυράνης διένυσε τὴν ὁδὸ τῶν κιόνων πρὸς τὸ τεῖχος τῆς θάλασσας, ἐκεῖ ποὺ σύχναζαν οἱ ἔμποροι καὶ οἱ ναυτικοί, καὶ παράξενοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς ἐπικράτειες ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετὴν ὥρα, χαζεύοντας ἔξω πέρ’ ἀπὸ τὸ ἡλιόλουστο λιμάνι ὅπου τὰ κυματάκια λαμπύριζαν κάτω ἀπὸ ἕναν ἥλιον ἀνεγνώριμο, καὶ ὅπου κινοῦντο ἁπαλὰ οἱ γαλέρες ἀπὸ μακρυνοὺς ὑπερπόντιους τόπους. Κοίταξεν ἐπίσης τὸ ὄρος Ἄραν νὰ ὀρθώνεται βασιλικὰ ἀπὸ τὴν ἀκτή, μὲ τὶς χαμηλότερες πλαγιές του δασωμένες ἀπὸ λικνιζόμενα δέντρα καὶ μὲ τὴν λευκὴ κορυφή του νὰ ἀγγίζῃ τὸν οὐρανό.
   Περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε ὁ Κυράνης ποθοῦσε νὰ ταξειδέψῃ μὲ μιὰ γαλέρα γιὰ ἐκείνους τοὺς μακρυνοὺς τόπους περὶ τῶν ὁποίων εἶχε ἀκούσει πλῆθος παράξενων ἱστοριῶν, καὶ γύρεψε πάλι τὸν καπετάνιο ποὺ εἶχε συμφωνήσει νὰ τὸν μεταφέρῃ, πολλὰ χρόνια πίσω. Βρῆκε τὸν ἄνδρα, τὸν Ἄθιμπ, νὰ κάθεται στὸ ἴδιο κασσόνι μπαχαρικῶν ὅπως παληά, ὁ δὲ Ἄθιμπ ἔδειχνε νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται πὼς εἶχε κυλήσει κάποιος χρόνος. Κατόπιν οἱ δυό τους λαμνοκώπησαν πρὸς μία γαλέρα στὸ λιμάνι, καὶ δίνοντας παραγγέλματα στοὺς λαμνοκόπους, ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴν κυματώδη Σερενάρια θάλασσα τὴν ἄγουσα στὸν οὐρανό. Γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες γλιστροῦσαν λικνιζόμενοι μὲ χάρι ἐπάνω στὸ νερό, μέχρι ποὺ ἐπὶ τέλους ἔφθασαν στὸν ὁρίζοντα, ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό. Ἐδῶ ἡ γαλέρα δὲν διέκοψε δι’ ὅλου τὴν πορεία της, ἀλλὰ αἰωρήθη ἀκόπως στὸ κυανὸ τοῦ οὐρανοῦ διὰ μέσου λευκῶν ἀφράτων νεφῶν μὲ ῥοδαλὲς ἀποχρώσεις. Καὶ πέρα κάτω ἀπὸ τὴν καρῖνα ὁ Κυράνης μποροῦσε νὰ δῇ παράξενες χῶρες καὶ ποταμοὺς καὶ πολιτεῖες ἀσύφταστης καλλονῆς, νὰ ἐκτείνωνται νωχελικὰ ὑπὸ τὸ ἡλιόφως ποὺ ἔμοιαζε νὰ μὴν ἐξασθενῇ μήτε νὰ χάνεται ποτέ. Τελικὰ ὁ Ἄθιμπ τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι τὸ ταξείδι τους κόντευε νὰ τελειώσῃ, καὶ ὅτι σύντομα θὰ ἔδεναν στὸ λιμάνι τῆς Σεράννιαν, τῆς ῥόδινης μαρμάρινης πολιτείας τῶν νεφελῶν, ποὺ εἶναι θεμελιωμένη ἐπὶ τῆς αἰθέριας ἀκτῆς ἀπ’ ὅπου ὁ δυτικὸς ἄνεμος ῥέει ἐντὸς τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ καθὼς ξάνοιγε τὸν ὑψηλότερον ἀπὸ τοὺς σκαλιστοὺς πύργους τῆς πόλεως, ἀκούσθηκεν ἕνας ἦχος κάπου στὸν χῶρο, καὶ ὁ Κυράνης ξύπνησε στὴν Λονδρέζικη σοφίτα του.
   Γιὰ πολλοὺς μῆνες μετὰ ποὺ ὁ Κυράνης γύρευε ματαίως τὴν θεσπέσια πολιτεία τῆς Σελεφαΐδος καὶ τὶς γαλέρες της ποὺ πηδοῦσαν στὸν οὐρανό, καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τὰ ὄνειρά του τὸν ταξείδεψαν σὲ πολλοὺς πεντάμορφους καὶ ἀθρύλητους τόπους, οὐδεὶς ἐξ ὅσων γνώρισε μποροῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ πῶς νὰ βρῇ τὴν Οὔθ – Ναργκάι πέρ’ ἀπὸ τοὺς Ταναρίους λόφους.  Κάποια νύχτα διέτρεξε πετῶντας σκοτεινὰ ὄρη ὅπου ἔκαιγαν ἀμυδρές, μοναχικὲς φωτιὲς μὲ μεγάλες ἀποστάσεις νὰ τὶς χωρίζουν, καὶ παράξενα δασύμαλλα κοπάδια μὲ κωδωνοφόρους ὁδηγούς. Καὶ στὸ πλέον ἐρημικὸ μέρος τούτης τῆς λοφόσχημης περιοχῆς, τὸ τόσο δυσπρόσιτο ποὺ λιγοστοὶ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἔχουν δεῖ, ἐντόπισε ἕνα τρομακτικὰ ἀρχαῖο τεῖχος ἢ ὑπερυψωμένο δρόμο λίθινο νὰ ἑλίσσεται κατὰ μῆκος κορυφογραμμῶν καὶ κοιλάδων, ὑπερβολικὰ γιγαντιαῖο γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ ὑψώσει ἀνθρώπινο χέρι, καὶ τόσο μακρὺ ποὺ καμμιά του ἄκρη δὲν ἦταν ὁρατή.  Πέραν τοῦ τείχους μέσα στὴν γρίζαν αὐγὴ ἔφθασε σὲ μιὰ γῆ μὲ γραφικοὺς κήπους καὶ κερασιές, καὶ μόλις ὁ ἥλιος σκόρπισε ψηλάθε φῶς ξάνοιξε τέτοια καλλονὴ ἀπὸ κόκκινους καὶ λευκοὺς ἀνθούς, πράσινα φυλλώματα καὶ γρασσιδότοπους, λευκὰ μονοπάτια, κρυστάλλινα ῥυάκια, κυανὲς λιμνοῦλες, σκαλιστὲς γέφυρες καὶ παγόδες μὲ κοκκινόχρωμες σκεπές, ποὺ πλήρης ἀπολαύσεως ἀπολησμόνησε στιγμιαῖα τὴν Σελεφαΐδα. Ἀλλὰ ἐπανῆλθε στὴν μνήμη του μόλις περπάτησε κάποιο λευκὸ μονοπάτι πρὸς μία παγόδα μὲ κόκκινη σκεπή, καὶ θὰ εἶχε ῥωτήσει τοὺς ἐντόπιους σχετικὰ μὲ αὐτήν, ἂν δὲν διεπίστωνε τὴν μὴ ὕπαρξι ἀνθρώπων ἐκεῖ, παρὰ μόνο πουλιῶν, μελισσῶν καὶ πεταλουδῶν.  Κάποιαν ἄλλη νύχτα ὁ Κυράνης ἀνέβαινε ἀτελείωτα μιὰν ὑγρὴ λίθινη στριφογυριστὴ σκάλα, ὥσπου ἔφθασε σ’ ἕνα πυργοπαράθυρο ποὺ εἶχε θέα πρὸς μιὰν ἀπέραντη πεδιάδα κι’ ἕναν ποταμὸ φωτισμένα ἀπὸ τὸ γεμᾶτο φεγγάρι. Καὶ στὴν βουβὴ πόλι ποὺ ἐκτεινόταν πέρ’ ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ εἶχε τὴν ἐντύπωσι ὅτι διέκρινε κάποιο χαρακτηριστικὸ ἢ διάταξι ποὺ τοῦ ἦταν ἤδη γνώριμη. Θὰ εἶχε κατεβῆ νὰ ῥωτήσῃ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Οὔθ – Ναργκάι ἂν δὲν εἶχε ἐκλυθῆ μιὰ τρομερὴ αὐγὴ ἀπὸ κάποιον ἀπόμακρο τόπο πέραν τοῦ ὁρίζοντος, φανερώνοντας τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀρχαιότητα τῆς πόλεως, καὶ τὸν καλαμόσπαρτο βουρκότοπο, καὶ τὸν θάνατο ποὺ σκεπάζει τὴν χώρα, ὅπως τὴν εἶχε σκεπάσει ἀπὸ τότε ποὺ ὁ βασιλέας Κυναράθολις μὲ τὴν ἐπάνοδο στὴν πατρίδα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις του βρῆκε τὴν ἐκδίκησι τῶν θεῶν.
   Ἔτσι ὁ Κυράνης γύρευε ματαίως τὴν θεσπέσια πολιτεία τῆς Σελεφαΐδος καὶ τὶς γαλέρες ποὺ ἀρμενίζουν γιὰ τὴν Σεράννιαν στὸν οὐρανό, ἐνῷ ἔβλεπε ἐν τῷ μεταξὺ πλῆθος θαυμάτων καὶ κάποια φορὰ μόλις ποὺ διέφυγε ἀπὸ τὸν ὕπατον ἱερέα τὸν ἀπερίγραπτον,  ὁ ὁποῖος καλύπτεται μὲ μιὰ κίτρινη μεταξωτὴ προσωπίδα καὶ κατοικεῖ ὁλομόναχος σ’ ἕνα προϊστορικὸ λίθινο μοναστήρι στὸ ψυχρὸ ἐρημῶδες ὀροπέδιο τοῦ Λέγκ. Ἐν καιρῷ ἔγινε τόσο ἀνυπόμονος μὲ τὰ θλιβερὰ μεσοδιαστήματα τῆς ἡμέρας ποὺ ξεκίνησε ν’ ἀγοράζῃ ναρκωτικὰ ὥστε ν’ αὐξήσῃ τὶς περιόδους ὕπνου. Τὸ χασὶς τὸν βοήθησε σημαντικά, καὶ κάποτε τὸν ὡδήγησε σ’ ἕνα τμῆμα τοῦ διαστήματος ὅπου δὲν ὑφίσταται ἡ μορφή, παρὰ μόνον φωτεινὰ ἀέρια ποὺ μελετοῦν τὰ μυστικὰ τῆς ὑπάρξεως.  Καὶ ἕνα ἰόχρουν ἀέριο τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἐτοῦτο τὸ τμῆμα τοῦ διαστήματος κεῖται πέραν ἐκείνου ποὺ ὠνόμαζε ἄπειρο.  Τὸ ἀέριο δὲν εἶχε ἀκουστὰ γιὰ πλανῆτες καὶ ὀργανισμοὺς πρωτύτερα, ἀλλὰ κατενόησε τὸν Κυράνη ἁπλῶς ὡς κάποιον ἀπὸ τὸ ἄπειρο ὅπου ὑφίσταται ὕλη, ἐνέργεια καὶ βαρύτητα. Ὁ Κυράνης ἦταν πλέον πολὺ ἀνυπόμονος νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν κατάσπαρτη μὲ μιναρέδες Σελεφαΐδα, ὥστε αὔξησε τὶς δόσεις τῶν ναρκωτικῶν, ὅμως στὸ τέλος ξέμεινε ἀπὸ χρήματα, καὶ δὲν μποροῦσε ν’ ἀγοράζῃ ναρκωτικά. Ἀργότερα μιὰ καλοκαιρινὴν ἡμέρα τοῦ ἔκαναν ἔξωσι ἀπὸ τὴν σοφίτα του, καὶ περιεφέρετο ἀσκόπως μέσα στοὺς δρόμους,  διανύοντας δὲ μιὰ γέφυρα κατέληξε σ’ ἕνα σημεῖο ὅπου τὰ σπίτια ὁλοένα καὶ ἀραίωναν. Ἐκεῖ ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἦρθε ἡ ἐκπλήρωσι, καὶ ἀπάντησε τὴν πομπὴ τῶν ἐκ Σελεφαΐδος ἱπποτῶν, τῶν ἀφιχθέντων ἵνα φέρουν αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
   Καὶ ἦσαν ἱππότες πανώρηοι, καβάλλα σὲ ἵππους μὲ σκουρόχρωμα μέλη καὶ ἀχνόχρωμους κορμοὺς καὶ ντυμένοι μὲ στραφταλιστὲς ἀρματωσιὲς καὶ χρυσόνημες χλαμύδες μὲ λεπτοτεχνουργημένα ἐμβλήματα. Ἦσαν τόσοι στὸ πλῆθος, ποὺ ὁ Κυράνης τοὺς πῆρε γιὰ φουσσᾶτον ὁλάκερο, ἀλλὰ ὁ ἵππαρχος τοῦ ἔκαμε γνωστὸ πὼς εἶχαν σταλῆ πρὸς τιμήν του, ἕνεκα ποὺ αὐτὸς εἶχε δημιουργήσει τὴν Οὔθ – Ναργκάι στὰ ὄνειρά του, καὶ γιὰ τοῦτο τὸν λόγο θὰ ὡρίζετο πλέον ὁ ὕπατος θεός της ἐς ἀεί. Ἀκολούθως παρέδωσαν στὸν Κυράνη ἕναν ἵππο, τὸν τοποθέτησαν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἔφιππης πομπῆς καὶ κάλπασαν ὁμάδι μεγαλοπρεπῶς διὰ μέσου τῶν λοφωδῶν γρασσιδοτόπων τοῦ Σάρρεϋ καὶ παραπέρα πρὸς τὴν περιοχὴ ὅπου ὁ Κυράνης καὶ οἱ πρόγονοί του εἶχαν γεννηθῆ.  Ἦταν πολὺ παράξενο, ὅμως καθὼς οἱ ἱππεῖς συνέχιζαν ἐμπρὸς ἔμοιαζαν νὰ καλπάζουν πρὸς τὰ πίσω στὴν ὁδὸ τοῦ χρόνου· γιατὶ ὅποτε διάβαιναν κάποιο χωριὸ μέσα στὴν ἀμφιλύκη ἔβλεπαν μονάχα τέτοια σπίτια καὶ βιλάνους ὅπως ἴσως νὰ εἶχαν δεῖ ὁ Τσῶσερ καὶ οἱ πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον, καὶ ἐνίοτε ἱππότες καβαλλάριους μὲ μικρὲς συντροφίες ἀκολούθων. Ὅταν σκοτείνιασε ταξείδευαν γοργότερα, καὶ ἐντὸς ὀλίγου πετοῦσαν ἀνεξήγητα σὰν νὰ ἦσαν στὸν ἀέρα. Μὲ τὸ πρῶτο αὐγινὸ φῶς ἔπεσαν ἐπάνω στὸ χωριὸ τὸ ὁποῖο ὁ Κυράνης εἶχε δεῖ ζωντανὸ στὰ μικρᾶτα του καὶ κοιμώμενο ἢ νεκρὸ στὰ ὄνειρά του. Ἦταν ζωντανὸ τώρα, καὶ οἱ πρωινοὶ νοικοκυραῖοι ἔκλιναν εὐγενικὰ τὴν κεφαλὴ καθὼς οἱ ἱππεῖς διάβαιναν μὲ ποδοβολητὸ καὶ κλαγγὴ τὸν δρόμο καὶ ἔβγαιναν στὸ μονοπάτι ποὺ τελείωνε στὴν ἄβυσσο τοῦ ὀνείρου. Ὁ Κυράνης εἶχε βυθισθῆ στὸ παρελθὸν σὲ τούτη τὴν ἄβυσσο μόνο τὴν νύχτα, καὶ ἦταν περίεργος γιὰ τὸ πῶς θὰ ἔμοιαζε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γι’ αὐτὸ παρατηροῦσε ἀγωνιωδῶς καθὼς ἡ φάλαγγα ζύγωνε στὸ χεῖλος της. Τὴν στιγμὴ ποὺ κάλπασαν στὸν ἀνηφορικὸ τόπο πρὸς τὸν γκρεμό, ἕνα χρυσαφένιο ἐκτυφλωτικὸ φῶς ἀνέβλυσε κάπου ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ καὶ κάλυψε τὸ τοπίο μὲ τ’ ἀστραφτερά του παραπετάσματα. Τελικὰ ἡ ἄβυσσος ἦταν ἕνα κοχλάζον χάος ἀπὸ ῥοδόχροο καὶ κυανὸ μεγαλεῖο, καὶ ἀόρατες φωνὲς τραγουδοῦσαν θριαμβευτικὰ καθὼς ἡ κουστωδία τῶν ἱπποτῶν βούτηξεν ἀπὸ τὸ χεῖλος καὶ αἰωρήθη μὲ χάρι καθοδικά, περνῶντας νέφη ἀχτιδοβόλα καὶ ἀσημένια φεγγοβολήματα. Οἱ ἱππεῖς αἰωροῦντο συνεχῶς πρὸς τὰ κάτω, οἱ δὲ πολεμικοί τους ἵπποι ν’ ἀλαφροδρέμουν στὸν αἰθέρα σὰν νὰ κάλπαζαν ἐπάνω σὲ χρυσὲς ἀμμουδιές, καὶ κατόπιν οἱ ὁλόφωτοι ἀτμοὶ κατελύθησαν γιὰ ν’ ἀποκαλύψουν μιὰν ὑπέρτερη λαμπρότητα, τὴν λαμπρότητα τῆς πόλεως τῆς Σελεφαΐδος, καὶ τὴν ἀκρογιαλιὰ παραπέρα, καὶ τὴν χιονισμένη βουνοκορφὴ ποὺ βιγλίζει ψηλάθε τὴν θάλασσα, καὶ τὶς φανταχτερὰ χρωματισμένες γαλέρες ποὺ ἀρμενίζουν ἔξω ἀπ’ τὸ λιμάνι πρὸς τὶς μακρυνὲς ἐπικράτειες ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό.
   Καὶ ὁ Κυράνης ἐβασίλευεν ἔκτοτε ἐπὶ τῆς Οὔθ – Ναργκάι καὶ ἐπὶ πασῶν τῶν γειτονικῶν ἐπικρατειῶν τοῦ ὀνείρου, καὶ διατηροῦσε τὴν αὐλή του ἐκ περιτροπῆς στὴν Σελεφαΐδα καὶ στὴν νεφοποίητη Σεράννιαν. Βασιλεύει ἀκόμη ἐκεῖ καὶ θὰ βασιλεύῃ εὐτυχισμένα ἐς ἀεί, παρ’ ὅλο ποὺ κάτω ἀπ’ τὶς ἀπόκρημνες ἀκτὲς στὸ Ἴννσμουθ οἱ παλίῤῥοιες τοῦ καναλιοῦ ἔπαιζαν χλευαστικὰ μὲ τὸ κορμὶ κάποιου ἀλήτη  ποὺ εἶχε διαβῆ παραπατῶντας τὸ ἡμιεγκαταλελειμμένο χωριὸ μὲ τὴν αὐγή· ἔπαιζαν χλευαστικά,  καὶ τὸ ἔῤῥιχναν ἐπάνω στὰ βράχια κοντὰ στοὺς ζωσμένους μὲ κισσὸ πύργους τοῦ Τρέβορ, ἐκεῖ ὅπου ἕνας ἀξιοσημείωτα παχὺς καὶ ἐξαιρετικὰ  δυσάρεστος ἑκατομμυριοῦχος ζυθοποιὸς ἀπολαμβάνει τὴν ἀγορασμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἐκλιπούσης ἀριστοκρατίας.  

19 Μαρτίου 2017

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Δυὸ λόγια γιὰ τὸ «μυστικὸ ῥόδο»



















Ἀπὸ τὸ 20ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.

Γυρνῶντας τὴν τελευταία σελίδα τῆς συλλογῆς διηγημάτων «Τὸ μυστικὸ ῥόδο» τοῦ Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, μένω μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ἔγινε μιὰ σπουδαία ἀρχὴ καὶ ὅτι θὰ ὑπάρξῃ καὶ ἀναλόγως σπουδαία συνέχεια ἀπὸ τὸ ἐκδοτικὸ σκέλος τῆς Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Δοθείσης λοιπὸν τῆς εὐκαιρίας θὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸ βιβλίο, ὡς ἀναγνώστης ποὺ εἶχε τὴν πρώτη του ἐπαφὴ μὲ τὸ πεζογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἰρλανδοῦ λογοτέχνη.       
   Προοίμιο τῆς συλλογῆς τὸ ποίημα «Πρὸς τὸ μυστικὸ ῥόδο», ποὺ ἀρκούντως ἀναλύεται στὴν διμερῆ καὶ καθ’ ὅλα περιεκτικὴ καὶ ἀκριβολόγο εἰσαγωγὴ τοῦ Σταμάτη Μαμούτου· ἔχοντας δὲ μεταφράσει ὁ ἴδιος ποιήματα τοῦ Γέητς, γνωρίζω πόσο ὑψηλὰ βρίσκεται στῆς ποιήσεως τὴν σκάλα, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Καβάφης.
   Στὴν «Σταύρωσι τοῦ ἀπόκληρου» ἀποτυπώνεται ἡ σύγκρουσι μεταξὺ δύο τύπων ἀνθρώπου διαφορετικῆς ψυχονοητικῆς δομῆς. Ἀπὸ τὴν μία τὸ πρόσωπο τῆς δογματικῆς ἀλήθειας ποὺ στηρίζεται στὴν πέραν τοῦ δικαίου δύναμι καὶ ποὺ ἡ διατήρησί της ἀποτελεῖ τὸ ὑπέρτατο καθῆκον. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀνυπότακτος σὲ κανόνες ὀνειροπόλος, θεματοφύλακας μιᾶς παραδόσεως ποὺ ἐπιζεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἱστορικό της χρόνο.
   Στὸ «Ἀφήνοντας τὸ ῥόδο» ὁ ἱππότης δὲν περιπλανᾶται πρὸς κάποια μυθικὴ ἀναζήτησι, μήτε ὑπερασπίζεται «δονκιχωτικὰ» τὸ δίκαιο, διότι ὡς κοινωνὸς  ἐξ ἀποκαλύψεως γνωρίζει, ἔχει ἐπιλέξει στρατόπεδο καὶ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς θεϊκῆς τάξεως καὶ κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς ἀποστασίας.  Ὅπως στὸ προηγούμενο διήγημα, οἱ καλὲς προθέσεις τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων δὲν καταλήγουν σὲ ἀποφασιστικὴ δρᾶσι, ἀπὸ δειλία, ἀνάγκη καὶ ἀδυναμία συλλήψεως τῶν ὑψηλῶν.
   Ἀκολούθως «Ἡ σοφία τοῦ βασιληᾶ» εἰσάγεται μὲ μιὰ στοιχειωτικὴ σκηνὴ ἐντυπωσιακῆς εἰκονοποιίας, γεμάτη ἀπὸ παραμυθιακὸ τρόμο. Ἐδῶ, τὸ ὄνειρο τῶν ποιητῶν, τῶν νομοθετῶν καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων νὰ κυβερνηθοῦν μὲ θεϊκὴ σοφία ἀποτυγχάνει ἕνεκα τῆς θνητῆς τους ὑποστάσεως, ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθῇ ὁ σαφὴς ὑπαινιγμὸς περὶ ἐπεμβάσεως τοῦ ἀλλόκοσμου στὴν πορεία τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
   Στὴν «Καρδιὰ τῆς ἄνοιξης» ὁ γέροντας μάγος, ἐλπίζοντας στὴν συνδρομὴ τῶν ἀλλοκοσμικῶν δυνάμεων, παραιτεῖται ἀπὸ μιὰ θνητὴ ζωὴ δράσεως, μὲ δυνατότητες ἀθανάτων πράξεων, καὶ ἐπιλέγει μιὰ ζωὴ προετοιμασία, μὲ τὸ ἀμφίβολο ἀντάλλαγμα κάποιας ἀβέβαιης ἀθανασίας.
   Στὸ διήγημα «Ἡ κατάρα τῆς φωτιᾶς καὶ τῆς σκιᾶς» ὁ Γέητς ἐπεξεργάζεται ἕναν γνωστὸ ἰρλανδικὸ θρῦλο, μὲ ἱστορικὸ σκηνικὸ μιὰ ἐπιδρομὴ τοῦ Σκότου εὐγενοῦς καὶ στρατιωτικοῦ σὲρ Φρέντερικ Χάμιλτον ἐναντίον τοῦ Σλίνγκο καὶ τοῦ τοπικοῦ ἀββαείου. Ἡ ἀφήγησι, ἐκκινῶντας ἀπὸ τὸ σκληρὸ ἀλλὰ οἰκεῖο περιβάλλον τοῦ πολέμου, μᾶς ἐκτινάσσει μὲ δραματικὰ ἅλματα πρὸς ἕνα ὑπερφυσικὸ τέλος, βγαλμένο, λές, ἀπὸ τὶς λαογραφικὲς παραδόσεις τοῦ Νικολάου Πολίτη καὶ δεμένο, συνάμα, μὲ ῥῖγος πατριωτικό.  
   Στοὺς «Γηραιοὺς τοῦ λυκόφωτος» κάποια ἀρχαία κάστα γραφειοκρατῶν καὶ τυπολατρῶν καταδικάζεται νὰ μένῃ μετέωρη σὲ μιὰ παράξενη μοῖρα, γιατὶ στὸ γύρισμα τοῦ καιροῦ καὶ ἐνόσῳ μαινόταν γύρω τους ἡ πάλη ἀνάμεσα στὸ παληὸ καὶ στὸ νέο, αὐτοὶ δὲν ὑπερασπίστηκαν τὸ πρῶτο, μήτε ὑποδέχθηκαν τὸ δεύτερο, καὶ ἐξέπεσαν ὡς ἀρνητὲς τοῦ χρόνου καὶ τῶν ἀνθρώπων.
   Τὸ διήγημα «Ὁ θεὸς ὑπάρχει στὸ τίποτα» θὰ ὠνομάζαμε, κατὰ τὴν δική μας παράδοσι, συναξάρι ἢ βίον ἁγίου, διότι περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Ὁ Αἴνγκους εἶναι γνωστὸς Ἰρλανδὸς ἐρημίτης, ἅγιος τῆς καθολικῆς, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἐντύπωσι καθ’ ὅτι πρὸ σχίσματος, καὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας. Μιὰ ὄμορφη θρησκευτικὴ ἱστορία.
   Ὅμως ἡ ἱστορία μὲ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται τὸ βιβλίο, εἶναι ἡ ὡραιότερη καὶ ἡ πλέον δραματική, βαθειὰ καὶ ἀνθρώπινη. Θὰ ἀναφέρω μόνον ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς μοῦ ψιθύριζε (ἀνάλογο μὲ τὸ θρυλούμενο «memento mori» τοῦ δούλου πρὸς τὸν θριαμβευτὴ στρατηγό) καθ’ ὅσο τὴν διάβαζα: «Μὴν εἶσαι ὑπερήφανος, θυμίσου εἶσαι θνητός». Καὶ κάπως ἔτσι τελείωσε ἡ πρώτη γνωριμία μου  μὲ τὸν πεζογράφο Γέητς.
   Κλείνοντας, νὰ δώσω πολλὰ συγχαρητήρια στὴν Εὔα Παναγιωτοπούλου γιὰ τὴν ἄψογη μεταφραστικὴ ἐργασία πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, κι’ ἐπάνω ἀπ’ ὅλα στὸν Σταμάτη Μαμοῦτο γιὰ τὴν καλαίσθητη καὶ ἐπιτυχημένη ὑλοποίησι τοῦ εὐγενοῦς ἐγχειρήματος. Γυρνῶντας λοιπὸν τὴν πρώτη σελίδα τῆς συλλογῆς διηγημάτων «Τὸ μυστικὸ ῥόδο» τοῦ Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, καὶ ὡς φίλος τοῦ φανταστικοῦ πρὸς φίλους τοῦ φανταστικοῦ, σᾶς εὔχομαι καλὴ ἀνάγνωσι!