Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Alienation










Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ποτὲς ἡ στέρηα σάρκα του δὲν ἔλειψε στὸ πέρα,
κι’ ἡ κάθε αὐγὴ τὸν ἔσμειγε στὴν γνώριμή του θέσι,
μὰ κάθε νύχτα ἐλάτρευε τὸ πνεῦμα του νὰ σπεύσῃ
σὲ κόσμους καὶ σὲ χάσματα μακριὰ ἀπ’ τὰ καθ’ ἡμέρα.

Εἶδε τὸν Γιάντιθ, ἄντεξεν ὡστόσ’ ὁ λογισμός του,
κι’ ἐπέστρεψε μ’ ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν Γούρειον ζώνη,
ὥσπου μιὰ νύχτα γαληνὴ στὸν χωροχρόνο ἁπλώνει
ὁ ἑλκυστικὸς ἀχὸς αὐλοῦ ἀπ’ τὰ κενὰ τὰ ἐκτός του.

Ξύπνησε κεῖνο τὸ πρωὶ μ’ ὄψι μεγαλυτέρου,
κι’ ἔκτοτες ὅλ’ ἀλλιώτικα στὰ μάτια του θωροῦνται.
Γύρω ἀντικείμενα θολὰ κι’ ἀόριστα αἰωροῦνται –  
Ψευδῆ, ἀνούσια πράμματα σχεδίου τρανωτέρου.

Οἱ ἄνθρωποι κι’ οἱ φίλοι του γίναν μι’ ἀλλότρια τάξι
μὲς στὴν ὁποία μάταια παλεύει νὰ ταιριάξῃ.

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Christmas Greetings to Felis (Frank Belknap Long’s cat)












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ὦ Σφὶγξ ἀγέρωχε, στὰ κεχριμπάρια μάτια
τὰ μυστικὰ βαστᾷς ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ τὰ πλάτια,
κυματιστὰ καθὼς κινεῖσαι ὅλο χάρις
στὴν παραστιὰ καὶ στὶς καρέκλες ποὺ βολτάρεις,
καὶ παίρνεις ὕφος πατρικίου καὶ σνομπάρεις:
Μὴν κάνῃς χχχ αὐστηρά, μηδὲ νύχια νὰ βγάζῃς
πάνω στὸ χέρι ἐκεῖνο ποὺ σ’ ἐγκωμιάζει –
Καλὴ διάθεσις μονάχα διαμένει
σ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους π’ ἅγιες μέρες εἶν’ γραμμένοι.


Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

The House










Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Κάποιαν οἰκία σύδεντρο κυκλώνει
στημένη σ’ ἑνὸς λόφου τὰ ῥιζά,
ἐκεῖ ποὺ ἱστοροῦν οἱ δεντροκλῶνοι
θρύλους μυστήριους μὲ κακοῦ χροιά·
πάνω σὲ ξύλα τόσο γερασμένα,
ποὺ ἀνασαίνουν ἀπὸ τοὺς νεκρούς,
κρύα, χλωρά, τὰ κλήματα συρμένα
τρέφοντ’ ἀπὸ περίεργες ὁδούς·
κι’ οὐδεὶς γνωρίζει ποιοὺς χυμοὺς βυζαίνουν
     σ’ ὁγρῆς γλοιώδους κλίνης τοὺς βυθούς.

Στὰ χώματα τῶν κήπων της φυτρώνουν
λουλούδια ἔμμορφα καὶ ἁψηλά,
κι’ ὅλ’ οἱ χλωμοὶ ἀνθοὶ ἐλευθερώνουν
ἄρωμα στὸν ἀέρα ποὺ σκορπᾷ·
ὅμως ὁ ἥλιος ὁ σπερνὸς σὰν φαίνῃ
μέσῳ ἀχτίδων ἐρυθρῶν λαμπρῶν
μιὰ φαιοκαστανὴν εἰκόνα φέρνει
ἐνώπιον τῶν περίεργων ματιῶν,
καὶ τὴν γλυκειὰ τῶν λουλουδιῶν εὐώδια
     σκεπάζει ὀσμὴ ἀρίφνητων μερῶν.

Τὰ ὁρμανιασμένα χόρτα κυματίζουν
ἐπάνω στὶς βραγιὲς καὶ στὴν αὐλή,
θύμησες ἀμυδρὲς γεύσεις κομίζουν
πραγμάτων ὅπου πειὰ ἔχουν χαθῆ·
οἱ πλάκες στῶν βολτῶν τὸ λιθοδρόμι
ἔχουνε πιάσει κροῦστα κι’ εἶν’ ὑγρές,
κι’ ἕνα πνεῦμα παράξενο στοιχειώνει
μόλις οἱ ἀχτῖδες δύσουν οἱ ἐρυθρές,
καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ θεατῆ γιομίζει
     μ’ ἀχνὲς εἰκόνες, κάλλιο μὴ ὁρατές.

Ἦτον θερμὸς Ἰούνης, καλοκαίρι
ποὺ στὴν σκηνὴ ἐστάθηκα μπροστά,
ὅταν χρυσάχτιδο τὸ μεσημέρι
χτυπᾷ στὴν πρασινάδα φωτερὰ
ὅμως μὲ ῥῖγος κρύου ἐτυλίχθην,
γυρεύοντας ἀδύναμα τὸ φῶς,
καθὼς μία εἰκόνα ξετυλίχθη…
στὰ μάτια γεφυρώθη ὁ καιρὸς
κι’ εἶδα τὸν χρόνο ποὺ ἤμουν ἐκεῖ πέρα
     πρὶν ἀναλάμψῃ ὡς ἀστραπὴ νυκτός.

 

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Astrophobos











Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Στῶν μεσονύχτιων οὐρανῶν τὸ φλογοκᾶμμα
ἀλάργα μέσα στῶν αἰθέρων τὸν βυθό,
κάποτ’ ἐβίγλιζα, σ’ ἄγρυπνου πόθου νᾶμα,
κάποιο ἀστέρι ὅλο γητειά, θαῤῥεῖς χρυσό·
μὲ κάθε βλέμμα σὰν ἐπέστρεφε στὰ οὐράνια,
νὰ ἐφεγγοβόλει πρὸς τὸ ἅρμα τ’ Ἀρκτικό.

Κύματ’ ἀπόκρυφα τοῦ κάλλους συμβαδίζαν

μὲ τὶς πανέμμορφες ἀχτῖδες τὶς χρυσές·
φαντασιώσεις εὐτυχιᾶς κατηφορίζαν
σὲ μυρωμένες μέσα Ἠλύσιες ἀχλές·
καὶ συγχορδίες λυρογέννητες σκορπίζαν
πέρ’ ἁρμονίες ’πὸ
μπαλλάντες Λυδικές.

Τόπος μὲ τέρψεως σκηνὲς (νόμιζα) κεῖται,
ὅπου οἱ μακάριοι κι’ οἱ λεύτεροι οἰκοῦν,
καὶ θησαυρὸς ἐντὸς κάθε στιγμῆς κρατεῖται
ὅπου τὰ μάγια τοῦ Λωτοῦ τὸν κουβαλοῦν,
καὶ μουσικὸ μέτρο ῥευστὸ κεῖ αἰωρεῖται   
ἀπ’ τὸ λαγοῦτο τοῦ Ἰσραφὴλ ὅπου γροικοῦν.

Κεῖ ἀστροφέγγαν ( σκέψιν ἔλεγα πλασμένη)
κόσμοι γιομᾶτοι εὐτυχία
μὴ γνωστοί,
μὲ τὴν Εἰρήν’ ἡ Ἀθῳότητα πλεγμένη
σιμὰ στὸν θρόνο ποὺ αὐθεντεύει ἡ Ἀρετή·
ἄνδρες φωτός, κι’ οἱ στοχασμοὶ ἐκλεπτυσμένοι
πειὸ ἁγνοί, πειὸ δίκαιοι, ἀπ’ ὅσον οἱ ἐδικοί.

Τέτοια σκεφτόμουν, πάνω στ’ ὅραμά μου ὅταν
μιὰ ἐρυθρὴ ἐσύρθη ξέφρενη ἀλλαγή·
σὲ χλευασμὸ ἡ ἐλπίδα πλέον διαλυόταν,
τὸ κάλλος πῆρεν ὄψι ἀλλόκοτα στρεβλή·
παράταιρα τ’ ἀκκόρντα ὕμνων συμπλεκόνταν,
θέες φασματικὲς σ’ εὖρος δίχως φραγή.

Ἄλικον ἔκαιγε τῆς θλίψεως τ’ ἀστέρι
ὡς τό ’δα πίσω ἀπ’ τὶς ἀχτῖδες καθαρά·
ὅλον δεινὰ κι’ ἂς φαίνοταν χαρὰ πὼς φέρῃ
πριχοῦ ἡ ἀλήθεια νὰ μοῦ κάψῃ τὴν ματιά·
κακοδαιμόνοι, στῆς τρέλας τὸ βουρκονέρι,
στὸ ἐντόνως τρέμιο φῶς θωροῦσαν μοχθηρά.

Τὸν μῦθο τὸν διαβολικὸ πλέον ἠξεύρω,
κεῖνον ποὺ ἔφερεν ἡ λάμψ’ ἡ χρυσαφιά·
τὸ πουλιοπλούμιστο τὸ μαῦρο πειὰ ἀποφεύγω,
κεῖνο ποὺ ἐβίγλιζα κι’ ἐλάτρευα παληά·
Ἀμὴ ὁ τρόμος, πρᾶμμα μόνιμο καὶ στέρηο,
ἐστοίχειωσέ μου τὴν ψυχὴ παντοτινά.