Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

When I Have Fears



















Ποίημα τοῦ Τζὼν Κὴτς

Σὰν φόβοι μὲ στοιχειώνουνε πὼς ἴσως καὶ πεθάνω
προτοῦ θερίσῃ ἡ πέννα μου τοῦ νοῦ μου τὰ σπαρτά,
προτοῦ ψηλοὶ βιβλιοσωροί, μὲ τὴν γραφή μου πάνω,
νὰ κλειοῦν, ἀμπάρια πλούσια, καρπίσματα μεστά...

σάν, στῆς νυχτιᾶς τ’ ἀστερωπὸ τὸ πρόσωπο, κοιτάξω
πελώρια σύμβολα θαμπὰ κάποιας μυθιστορίας
καὶ στοχαστῶ ποὺ ἴσως μὲ βρῇ τὸ τέλος πρὶν χαράξω
τὶς σκιές των, μὲ τὸ μαγικὸ χέρι τῆς εὐκαιρίας...

καὶ σὰν τὸ νιώθω, πάγκαλον μιανῆς ὥρας βλαστάρι,
ὅτι ἐσὲ τὰ μάτια μου δὲν θ’ ἀντικρύζουν πειά,
κι’ ὅτι ποτὲ δὲ θὰ εὐφρανθῶ τὴν νεραϊδένια χάρι
τοῦ ἔρωτα δίχως λογικὴ... τότε στὴν ἀμμουδιὰ

τοῦ κόσμου ἔρμος στέκομαι, σκέψεις κλωθογυρίζω
μέχρι ποὺ φήμη κι’ ἔρωτα στὸ ἀσήμαντο βυθίζω.  


Πίνακας: Joseph Severn

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Dreamland



















Ποίημα το Λιούις Κάρρολ

Ὁμῖχλες μεσονύχτιες σὰν πλανῶνται
κι’ ὅλα στὴ χώρα μέσα πειὰ κοιμῶνται,
οἱ κραταιοὶ νεκροὶ βαδίζουν γύρω
κι’ ἀργὰ μὲ προσπερνοῦν.

Ἅγιους, ἰδές, σοφοὺς καὶ ἀντρειωμένους
πῶς πέρ’ ἀπὸ καιροὺς ἀφανισμένους,
μ’ ὕφος ἱερατικό, βαρὺ τὸ βῆμα,
προβάλλουν, προσπερνοῦν.

Τ’ αὔγασμα στοῦ μεσημεριοῦ τὴν δόξα,
τὸ μούχρωμα, τ’ ἀχνὰ ἁπαλά του φῶτα,
γητεύουν τὴν ματιὰ μὰ θὲ νὰ σβήσουν,
νὰ σβήσουν νὰ χαθοῦν.

Μὰ ἐδῶ, στοῦ ὀνειρότοπου τὴν μέσι,
διαγουμιστῆ τὸ χέρι δὲν θὰ πέσῃ,
οἱ ὡραῖες ὀπτασίες ἡ σπάνια λάμψις
ποτὲ δὲν θὰ χαθοῦν.

Θωρῶ τοὺς ἥσκιους πέφτουν, μεγαλώνουν,
τοῦ παλαιοῦ οἱ μορφὲς ἀναβιώνουν;
Οἱ κραταιοὶ νεκροὶ βαδίζουν γύρω
κι’ ἀργὰ μὲ προσπερνοῦν.

Φωτογραφία: Oscar Gustave Rejlander

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

The Song Of Wandering Aengus



















Ποίημα το Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς

Βγῆκα στὸ δάσος τὸ καστανωπὸ
γιατὶ τὸν νοῦ μοῦ ’καιγε μιὰ φωτιά,
κι’ ἔκοψα κι’ ἔξυσα ῥαβδὶ καστανωπὸ
κι’ ἀπάνω ἀγκίστρωσα μοῦρο σὲ πετονιά.
Κι’ ὅταν οἱ νυχτοπεταλοῦδες σήκωσαν φτερό,
κι’ ἄστρη νυχτοπεταλουδᾶτα τρέμαν στὴ νυχτιά,
τὸ μοῦρον ἔῤῥιξα στὸ ῥέμμα στὸ νερὸ
κι’ ἐψάρεψα μικροῦλα πέστροφα ἀσημιά.

Κι’ ὅταν στὸ ἔδαφος τὴν εἶχα ἀπιθώσει
κι’ ἄρχισα νὰ φυσῶ τὴν φλόγα νὰ φουντώσῃ,
κάτι ἐθρόϊσε στὸ ἔδαφος σιμά μου
καὶ κάποιος φώναξεν ἐμὲ μὲ τ’ ὄνομά μου:
Ἔγινε κόρη ποὺ ἀχνόφεγγε ἡ θωριά της,
μ’ ἄνθη μηλιᾶς ἦσαν γιομᾶτα τὰ μαλλιά της,
κι’ ἔτρεξ’ εὐθύς, σὰν φώναξε τὸ ὄνομά μου,
στὸν φωτισμένο ἀέρα κι’ ἔσβησε μακριά μου.

Καὶ ἂν ἐγέρασα πλέον νὰ τριγυρίζω
στοὺς λαγκαδότοπους καὶ νὰ λοφοδρομῶ,
ὅπου κι’ ἂν πῆγε θὰ τὸ μάθω, θὰ τὴν βρῶ,
τὰ χείλη της θὰ πιῶ, τὰ χέρια θὰ κρατήσω·
κι’ εἰς χλόη ψηλὴ καὶ παρδαλὴ θὲ νὰ βαδίσω
κι’ ὣς τοῦ καιροῦ τὴν παῦσι πάντα θὰ τρυγῶ
τοῦ φεγγαριοῦ τὰ μῆλα τ’ ἀργυρᾶ
καὶ τοῦ ἡλιοῦ τὰ μῆλα τὰ χρυσᾶ.

Σημείωσις: Aengus εναι θες το ρωτος 
κατ τν ρλανδικ μυθολογία.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Azathoth ἡ ἐπιστολὴ




















Διασκευὴ τοῦ ποιήματος «Azathoth»
τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Στν Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

«Ἀγαπητὲ Χ

Σᾶς ἀποστέλλω τὸ ὑστερινὸν ἔργον τοῦ παράφρονος ποιητοῦ, ὃ καὶ μοὶ ἀνεθέσατε πρὸς ἀποκατάστασιν. Τὸ πρᾶγμα ἦτο δύσκολον, ὁμολογῶ, διότι μανιωδῶς ἐπειράθη νὰ καταστρέψῃ τὸ χειρόγραφον μετὰ τοῦ χαρτοκόπτου. Εἰς τὴν κακὴν ὄψιν τοῦ γραπτοῦ ἐπέτεινον καὶ αἱ ἐκτιναχθεῖσαι, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ἐκπυρσοκροτήσεως τοῦ πυροβόλου ὅπλου, κηλῖδες αἵματος. Μέγα κρῖμα…  Ἡ, παρὰ τὸ χειρόγραφον, εὑρεθεῖσα φωτογραφία μὲ τὴν σημείωσιν: νθύμιον μικρασιατικς κστρατείας – λάφυρον π τ τάγμα ντερβισάδων τς ρέμ, φέρει εἰς τὸ προσκήνιον τὴν γνωστὴν ὑπόθεσιν τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ Πύλης. Ἡ ἀποτυπωθεῖσα, ἐπὶ τοῦ φωτογραφικοῦ χάρτου, στήλη εἰκάζω ὅτι ἐχαράχθη εἰς σφηνοειδῆ χεττιτικὴν γραφήν, τὸ δὲ ποιητικὸν πόνημα τοῦ αὐτόχειρος ἀποτελῇ μετάφρασιν αὐτῆς. Ἴσως εὑρισκώμεθα, φίλτατε, πρὸ συνταρακτικῶν ἀποκαλύψεων, ὅθεν ἀπαιτεῖται νὰ τηρηθῇ ἄκρα μυστικότης. Τὸ κοινὸν ἂς συνεχίσῃ νὰ πιστεύῃ εἰς τόν, περὶ ἀναιμάκτου παραδόσεως τῆς Θεσσαλονίκης, μῦθον. Ἂς μὴ μάθῃ ποτὲ διὰ τὴν μυστικὴν μάχην, ἣν ἔδωκεν ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς κατὰ τῆς φρουρᾶς τῶν φανατικῶν δερβίσηδων, πρὸς κατάληψιν τῶν τρομερῶν Κήπων τοῦ πασᾶ καὶ τῆς, ἐντὸς αὐτῶν εὑρισκομένης, ἐνεργοῦ Πύλης. Ἄνοιξις… ὁ τόπος λουλουδίζει καὶ ἡ νεκρὰ γῆ ἀνίσταται, φίλε μου, καθὼς αἱ γερμανικαὶ ἑρπύστριαι πατοῦν πλέον ἐπὶ ἐδάφους ἑλληνικοῦ. Ὅμως μικρὰν σημασίαν ἔχουν τὰ τοῦ κόσμου τούτου. Γρηγορεῖτε!

Καὶ τοὔνομα τοῦ ὄντος Ἀζατώθ;

Στὸ ἐξώτατο / κενὸ μ’ ἔφερ’ ὁ δαίμων·
προσπεράσαμε / τὸ Πᾶν κεκοσμημένον,
στὰ πυριφλεγῆ, / πετῶντας, ἀστροσμήνη,
ἐκεῖ ποὺ χρόνος / καὶ ὕλη δὲν ἁπλώνουν,
τὸ χάος μόνον, / ἄπλαστο… δίχως χῶρο.
Κεῖ στὸ ἔρεβος, / ὁ κύριος τῶν πάντων
ὁ τιτάνιος, / μ’ ὀργὴ ψελλίζει ὅσα
ὀνειρεύτηκε / κι ἀνέγνωρα τοῦ ἐμεῖναν·
καὶ πέριξ αὐτοῦ / ὄντα σὰν νυχτερίδες
μὲ ῥευστὲς μορφές, / πετοῦν κι ἀδέξια πέφτουν
σ’ ἀνόητες δῖνες, / ποὺ φῶτα ἀναρριπίζουν.
Τρελὰ χορεύουν / στ’ ὀξύηχο μοιρολόγι
ῥαγισμένου αὐλοῦ / ποὺ τὸν γραπώνουν νύχια
πέλματος φριχτοῦ· / ἐκεῖθεν ἀναβλύζουν
κύματα τυφλά, / ποὺ οἱ τυχαῖες ῥοές των,
σὰν ὑφαίνονται, / γεννοῦν κ’ εὐθὺς σφραγίζουν
τοῦ κάθ’ εὐθραύστου / κόσμου τὸν στέρεο νόμο.
«Ἄγγελος εἰμὶ / αὐτοῦ» εἶπεν ὁ δαίμων
ἐνῶ χτύπησε, / βαθιὰ περιφρονῶντας
τὸν αὐθέντη του, / τὴν κεφαλὴν τοῦ ὄντος.

ΥΓ: Ἡ νὺξ καθ’ ἣν ὁ φέρελπις λογοτέχνης ἐθέρισε τὸν στάχυν τῆς ζωῆς του, ἑορτάζεται ὑπὸ τῶν Φραγκολατίνων ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ἀποκρυφιστῶν (σᾶς τὸ τονίζω) ὡς βαλπουργεία…»



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Aladdin



















Ποίημα τοῦ Τζαίημς Ράσσελ Λόουελ

Μικρὸς σὰν ἤμουν πάμφτωχο ἀγόρι,
κι’ ἐζοῦσα σ’ ἕνα κάθυγρο κελλάρι,
δὲν εἶχα φίλο, μήτε καὶ παιχνίδι,
ἀμ’ εἶχα τοῦ Ἀλαδίνου τὸ λυχνάρι.
Σὰν ἄγρυπνος κρατιόμουν γιὰ τὸ ψῦχος
ἔκαιγα, μὲς στὸ νοῦ, φωτιὰ πλουσία,
κι’ ἔχτιζα, χρυσοσκέπαστα, δικά μου
πανώρηα κάστρα, ἐκεῖ, στὴν Ἰσπανία.

Πάει καιρός, μόχτησα νύχτα μέρα
κι’ αὐγάτισα παράδες, δύναμι ἔχω,
μὰ ὅλους τοὺς ἀργυροῦς μου λύχνους δίνω
γιὰ ἐκεῖνον ὁποὺ πλέον δὲν κατέχω.
Λάβε ἀπὸ μένα, Τύχη, ὅ,τι διαλέξῃς…
πλούτη ὅπως φέρνεις φέρνεις καὶ πενία·
ὅ,τι κι’ ἂν χάσω δὲν θὰ μὲ πονέσῃ,
κάστρα δὲν ἔχω, πειά, στὴν Ἰσπανία.



Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Silence



















Ποίημα το ντγκαρ λλαν Πόε

Βρίσκονται ἰδιότητες, φύσεις ποὺ συνταιριάζουν
μέσα τους ὕπαρξι διπλῆν, ἔτσι ὁποὺ γεννιοῦνται
γένη ὀντοτήτων διφυῶν συνάμα ὁποὺ πηγάζουν
κι’ ἀπὸ τὴν ὕλην κι’ ἀπ’ τὸ φῶς, στέρηο καὶ σκιὰ θωροῦνται.

Βρίσκονται δυὸ λογιῶν σιωπές, πέλαο κι’ ἀκτῆς τὰ μάκρη,
ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἡ μιά τους ζῇ σ’ ἀγριοτόπια ἔρμα
μὲ νηόβγαλτο χόρτο ἁψηλό. - Κάποια καθιερωμένα,
τῶν ἀκριβῶν μας θύμησες, μνῆμες κοινὲς μὲ δάκρυ,
τὸν φόβο του ξορκίζουνε: Τ’ ὄνομα αὐτοῦ «Τὸ Τέρμα».

Αὐτὸς ἡ ἄλλ’ ἡ ἐνσώματη σιωπή· ὤ μὴν τὸν τρέμῃς!
Δὲν δύναται, αὐτεξούσιος, νὰ πράξῃ τὸ κακό·
μὸν πρέπει μοῖρ’ ἀπρόσμενη, (παρτίδ’ ἄωρα χαμένη)
νὰ φέρῃ σε τὸν ἥσκιο του νὰ σμείξῃς (τὸ στοιχειὸ
τ’ ἀνώνυμο, ποὺ περπατεῖ σ’ ἐρημικὸ τοπίο,
κεῖ ποὺ ἄνθρωπος δὲν πάτησεν) καὶ ν’ ἀφεθῇς στὸ θεῖο!