Τὸ συμβούλιον
λθ΄
Ὁ Ἄτλας, μέγας βασιλεύς, πόλεμον θέλει κάμει,
τῆς Ἀθηνᾶς τ’ ἅγιο καστρὶ βούλεται νὰ πατήσῃ.
Συνάζει ἀσκέρι ἀρίφνητον ὅπ’ ἄλλοτε δὲν φάνη.
Χίλια διακόσια κάτεργα, τ’ ἅρματα μιὰ μυριάδα,
κι’ ἂν βάνῃς τῶν συμμάχων τα, τοῦ ἀγροῦ τὴν ἀγριάδα.
Στέλνει, καλεῖ τοὺς ἄρχοντας νὰ τόνε συμβουλέψουν.
Μισοὶ σκύβουν στὸ πάτωμα κι’ ἄλλοι θωρᾶν ταβάνι
κι’ ὁ γέρων ὁ Ἀντιλλιανὸς τὸν Ἄτλαντα κοιτάει.
«Δύο μυριάδες, βασιληά, τῶν Ἀθηνηῶν τ’ ἀσκέρι,
δρακόντοι καὶ δρακόντισσες,
πολεμαναθρεμμένοι,
ποὺ φόβον δὲν τρομάζουνε καὶ τρόμον δὲν φοβοῦνται,
καὶ κάθε βῆμα ὁποὺ πατοῦν τὴν λευτεριὰ θυμοῦνται».