Ἡ
Παιονία πάρθεν
κζ΄
Οἱ ἀντρειωμένοι Παίονες, οἱ ληοντοκαρδιωμένοι,
ἐπιάσαν τὰ ψηλώματα, βαστοῦσιν τὲς κλεισοῦρες,
βιγλίζου κι’ ἀνιμένουσι τοῦ Μήδου τὰ φουσσᾶτα.
Ὁ Μῆδος ἦτον πονηρὸς καὶ πονηριὰ βουλήθη,
βάλθη νὰ κάμνῃ πόλεμον χωρὶς νὰ πολεμήσῃ.
Εὑρῆκεν ἄνδρες ἄτιμους κι’ ὀλιγοκαρδισμένους,
καὶ δείχνουν τον
περάσματα κι’ ἀπ' ἀλλαχοῦ διαβαίνει,
δερβένια τὰ νυχτοπερνᾷ, στὸν κάμπον κατεβαίνει.
Βρίσκει τὲς πόλεις ἀδειανές, τὰ κάστρα ῥημωμένα,
βρίσκει τὴν χώρ’ ἀφύλακτον καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα.
Σέρνει γερόντους μὲ γρηές, παιδιὰ μὲ ψυχοπαίδια,
σέρνει κυράδες δέσποινες κι’ ἀπάρθενα κορίτσια.
Πουλάκιν ἐφτερούγισεν ἀπὸ τὸν κάμπον μέσα,
στοῦ πρώτου τοῦ βιγλάτορα καθίζει τὸ σκουτάριν.
Μὲ τὴν γλωσσίτσα τῶν πουλιῶ δὲ γλυκοκελαδοῦσε,
μόνε μιλοῦσε ἀνθρωπινά, μὲ λέξες τῶν ἀνθρώπων.
«Ἐσεῖς ἐδῶ βιγλίζετε κι’ ἡ Παιονία πάρθεν!
Δὲν πέρασε μὲ τὸ σπαθὶν μὸν πέρασε μ’ ἀπάτη,
ὁ Μῆδος σᾶς ἐκούρσεψεν δίχως ἀντρειὰ κι’ ἀμάχη».
«Ἀπαρατᾶτε τὰ στενά, στὰ σπίτια σας ἀμῆτε,
σμείξατε σύμβιες καὶ γονηοὺς καὶ τέκν’ ἀγαπημένα».
Κι’ ὅλοι εὐθὺς ἐσκόρπισαν, στὰ σπίτια τους ἐπῆγαν.
Περνοῦν εἰς τὰ χεράκια τους ἅλυσες μὲ χαλκᾶδες,
στὰ κάτεργα τοὺς μπάζουνε, στὰ βαθουλὰ καράβια,
τί, ὁ βασιληὰς ἐπρόσταξεν ν’ ἀφήσουν τὴν πατρίδα.