Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Ἔκφρασις «Νέμεσις Διομήδους»


κφρασις «Νέμεσις Διομήδους»

ρξβ΄

«Θεός σε μισήσει, νάγιον τέρας,
χιδνα κα δράκαινα, πικρ σκορπίε».
ωάννης Γεωμέτρης

ρημος γρός, τ’ στάχυα θερισμένα,
πέραθε βροντᾷ, μελάνιασεν ρίζων,
συννεφόκαμμα, τριγύρω ἀχον τριζόνια·
Τὸν σβολερό, ποιός λάξευσε, βασάλτη;
Τ’ ἄγαλμα θωρ, πέντε κορμι πλεγμένα
ποὺ ψυχομαχον κα θανατοπαλεύουν.
νθρωπος μπρός, ξοπίσω ρμον ο πποι,
κάμει νὰ σωθ κα ζωνταν τν τρώγουν.
Κεῖνος πίσω του, βουτ τν κεφαλή του
καὶ τοῦ δόλιου νδρς τν μο, γρια, δαγκώνει.
Τοῦ ζερβο πλ συνθλίβει του τν κνήμη,
λαίμαργα ὡς χυμ, γυρεύοντας μοιράδι.
Τοῦ δεξιο χαλκ, κλείδωσεν, σιαγόνα,
πάνω στοῦ χεριο τν πλωμένο πχυ.
Κι’ ἔχει στερνός, μ σάρκαν ρπάσας,
τὴν πλει μοχτηρὴ κα λυσσιασμένην ψι.
Καὶ νδρας κλαίει –πόνος, μετάνοια, τρέλα–
κι’ ἡ βουβ κραυγ σαϊττεύει πρς τ οράνια
λέξι ἀμάντευτον, σν ν κετεύ «σσον».
Κι’ εἰς τ βάθρο λέει «Νέμεσις Διομήδους».

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Ὁ ἀποστάτης λόγος


ποστάτης λόγος

ρξα΄

«πέστη καιρς τς ατολατρείας
κα πσαι α λλαι θρησκεαι κατηργήθησαν».
λέξανδρος Παπαδιαμάντης

πάνω ες μάρμαρα λευκά, π’ ντιφέγγει μέρα,
μέλας φις χύνεται, γεύεται τν έρα.
Ποῦ στράφτει λόγδυμνο σπαθί; Ποῦ σύρει δν φοβται;
ρθότριχοι θαυμάζετε, σκυφτο λοξοθωρτε.
Παραμερίζετε, περνᾷ, τν κεφαλή του ρθώνει,
σφυρῶντα, ες τ πηγάδι σας τ δωρ φαρμακώνει.
Κι’ ὁ πίνων κύπελλον μεθ, σύγκορμος φλογοκαίγει,
καθρέπτης ὁ οκος το θεο πο μόνει κα λατρεύει.
Γκρεμᾷ π’ τ βάθρον θην, συντρίμμια λοθε σπάει,
τῶν κομματιν ναμεσς μέλας φις πάει.
Κόρη γδυμνὴ τόνε φιλε, στ χέρια τόνε παίρνει,
πατόκορφα τυλίγει την καί, σφυριχτά, τῆς κρένει:
«Μάννα τελεσσιδώτειρα κι’ ἄνασσα λεθροπλάστρα,
κάποτε θὰ κρημνίσωμε κα τ’ ορανο τ κάστρα».
Τῆς πόρνης Γνώσεως ν γιός, γεννηθες στ ρμα,
σὰν δέχθη, μς στ σκέλια της, δρακόντου μαρο σπέρμα.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

I Hear An Army



















Ποίημα τοῦ Τζαίημς Τζόϋς

Στὸν Σταῦρο Γκιργκένη

Στρατὸ ἀγροικῶ ποὺ ῥίχνεται στὴν χώρα καταπάνω
κι’ ἵππων ποὺ κυματοδρομοῦν βροντήν, ἀφροὶ ὣς τὸ γόνα:
Γαῦροι, μελανοθώρακες, ὀρθοὶ στ’ ἅρματα πάνω
ἡνίοχοι, λεύτεροι ἀπὸ ἡνιά, ποὺ ἀερομαστιγῶναν.

Κραυγάζουν μέσα στὴ νυχτιὰ τὴν ἀρειμάνια τους ἰαχή:
Τὸ σβουριχτὸ τὸ γέλιο τους, βογγῶ στὸν ὕπνο, ὡς ἀντηχεῖ.
Σκίζουν τὸν ζόφο στὰ ὄνειρα, μιὰ φλόγα ποὺ τυφλώνει,
κλαγγάζουν πάνω στὴν καρδιὰ ὡς ἡ κλαγγὴ στ’ ἀμόνι.

Φτάνουν μὲ κόμες πράσινες ποὺ θριαμβικὰ τινάζουν:
Φτάνουν ἀπὸ τὴν θάλασσα, τρέχουν στὴν ἄμμο μ’ οὐρλιαχτό.
Καρδιά, σοφία δὲν κρατεῖς καὶ μαῦρα ὅλα σοῦ μοιάζουν;
Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη μου, γιατί μ’ ἄφησες μοναχό;