Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ ἀσπὶς τοῦ Νικίου


σπς το Νικίου

ρη΄

δειχν’ Συρακούσιος, φούσκωνε κα καυχιότουν.
«Θαυμάστε ἀσπίδα πορφυρ, χρυσόφαντο σκουτάρι,
ποὺ φραχν’ ες τν πόλεμο τν στρατηγ Νικία.
Κεῖνος κακοθανάτισεν, κουρσεύτη τ σκουτάρι,
μὲς στ ερ ν φαίνεται, τς πόλης μας πλουμίδι,
νὰ λέ πς βλάστησεν ντρειά, πς νθισε τ κλέος».
Κις ξέβημεν π’ τ ερά, στ πρτα στενοῤῥύμια,
προύχοντας περιλάλητος, μεσοδρομίς, λαχαίνει.
Διαλαλητὲς γνωρίζουν τον, αβδοχοι τν σημαίνουν,
σκουτᾶτοι κοντομάχαιροι, τρόγυρα, τόνε ζώνουν.
Κις λοι τόπον δωναν, το Συρακούσιου λέγω.
«Μὲς στ ερ κι’ ν φαίνεται, τς πόλης σας πλουμίδι,
σὰν δν ποτίζεται ντρειά, μαραίνεται τ κλέος.
Κόλλα στὸν τοχον, νθρωπε, ν πορευτ ωμαος».

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Ὁ γυρισμὸς τοῦ Τυρσανοῦ



Ὁ γυρισμὸς τοῦ Τυρσανοῦ

ρζ΄

Ὥρισ’ ἡ νύχτα ἡ δέσποινα κι’ ἡ πόλι μας στολίστη
μὲ μπόλιαν ἀστροκέντητη, μ’ ὁλόμαυρον καβάδι.
Κι’ ὁ ὕπνος γλυκοχύθηκεν, τὰ μάτια ἐσφάλισέν τα,
γιὰ ν’ ἀλαφρώσουν οἱ καρδιὲς καὶ τὰ κορμιὰ νὰ γιάνουν.
Κι’ Ὄνειρε, πόρτες ἄνοιξες, γιοφύρια κατεβάζεις,
νὰ ξαμολήσῃς τ’ ἄτια σου, τὰ φτερωτά σου ἁμάξια,
οἱ ποὺ κοιμοῦνται ν’ ἀναβοῦν, νὰ ὀνειροταξειδέψουν.
Κι’ ὁ μάγος Ἀρσιγώνιος, τοῦ βασιληᾶ ὁ μάντης,
νύχτες πλαγιάζει δεκοχτὼ κι’ ὄνειρο τὸν στοιχειώνει,
κι’ ἐμίσησε τὴν κλίνην του, νὰ κοιμηθῇ τ’ ἀρνιέται.
Πάνω ἀπ’ τὴν Βάταρ Τίεσσαρ, τὴν δασοβαλτωμένη,
κεῖ ποὺ τὸ πέλαγο φιλεῖ τῶν δράκων τὰ περγιάλια,
κι’ εἶναι πυργοχαλάσματα κι’ ἀνήλιαγα κελλάρια,
ὡσὰν ἀητὸς γυροπετᾷ, σὰν γέρακας πλανιέται,
κακὰ ὑπνοφαντάζεται καὶ μούσκεμμα πετιέται.
Κι’ ἕνα τοῦ θέρους λιόγερμα, χρυσοφλογᾶτο δείλι,
στοῦ Τυρσανοῦ τ’ ἀρχοντικὸν ἔστειλ’ ἀποκρισάρην,
σὰν πρωτοφέξῃ νὰ φανῇ, νὰ τοῦ κρυφομιλήσῃ.
Κι’ ἡ αὐγοῦλαν ὡς πρωτόφεξε τὸν Λούβιον ἀνταμώνει,
σ’ ἐλαίαγνους καὶ κλαίουσες, σὲ κήπους μαρμαρένιους,
πατρίδα νὰ μοιργιολογᾷ, γιὰ τὴν ξοριὰ νὰ κλαίγῃ.
«Καλῶς τὸν Ἀρσιγώνιο, τὸν παινεμένον μάγο,
ποὺ ὁ βασιλεὺς μπιστεύεται κι’ οἱ μάγοι τὸν φθονοῦσιν,
καὶ τὰ μελλούμενα θωρεῖ, ὡς ἄλλος δὲν δυνήθη».
«Κακῶς σ’ εὑρῆκα, Τυρσανέ, κι’ ὥρα κακιὰ ζυγώνει,
νύχτες πλαγιάζω δεκοχτὼ κι’ ὄνειρο μὲ στοιχειώνει,
κι’ ἐμίσησα τὴν κλίνην μου, νὰ κοιμηθῶ τ’ ἀρνιέμαι».
«Ποιός τρόμος ἀψηλάφητος κι’ ἥσκιος ὀνειρεμμένος,
ἐτρόμαξεν τοὺς ξυπνητούς, σκιάζει τοὺς σαρκωμένους;»
Κι’ ὁ μάγος τότ’ ἐκάθισεν, τὸ γένι του χαϊδεύει,
καὶ δείχνει πέρα τὸ ῥαβδὶν καὶ βάλθη νὰ τοῦ λέγῃ:
«Στὴ νῆσον Βάταρ Τίεσσαρ, τὴν δασοβαλτωμένη,
κεῖ ποὺ τὸ πέλαγο φιλεῖ τῶν δράκων τὰ περγιάλια,
μὲς στὰ πυργοχαλάσματα, στ’ ἀνήλιαγα κελλάρια,
εἶδα Χαλδαίαν μάγισσα κι’ ἔῤῥιχνε στὸ τσουκάλι
γητειές, φεγγαροβότανα, πολλῶ λογιῶ φαρμάκια.
Τοῦ μονοκέρου κέρατον, τοῦ βασιλίσκου ἀνάσα,
ἀπὸ ἀχάτη γρύπ’ αὐγόν, τοῦ φοίνικα τραγούδι,
νεράϊδας ποθοφλόγιστης τὸ κρουσταλλένιο δάκρυ.
Ὁλημερὶς τὰ ἔδενεν, τὴν νύχτα τ’ ἀστρονόμα,
ξόρκια κι’ ἀνακαλέματα μὲ τὴν αὐγοῦλα ψάλλει.
Τὰ καστροτείχια βούλεται τῆς γῆς νὰ καταλύσῃ,
σμάρια δαιμόνους σκοτεροὺς ’π’ ἀντίπερα νὰ σύρῃ,
κι’ ὡς τὴ μερὰν βουρκώσουσι κι’ ὡς πνίξουν τὸν ἀγέραν,
τοῦ κόσμου τὴν παράπορτα στὸν μαῦρ’ ὀχτρὸ νὰ δώσῃ.
Κι’ εἶδα τὸν ἥλιο ἐμαύρισεν, τὸ πέλαο γαιματώθη,
ἐσβῆσαν τ’ ἄστρη τῆς νυχτιᾶς, τὰ ὄρη ἐπροσκυνῆσαν,
δέντρη κι’ ἀνθοὶ μαράζωσαν, στερέψαν τὰ ποτάμια,
μήτε πετούμενον περνᾷ, μήτε κι’ ἀγρίμιν σώθη.
Κι’ εἶδα τοὺς κάμπους μνήματα καὶ τὰ βουνὰ κιβούρια,
ῥημάδια κι’ ἀγκαθότοπους τὰ μέρη τῶν ἀνθρώπων.
Δυὸ χρόνους εἶναι ὁ πηγαιμός, εἰς τὸ νησὶ νὰ φτάσῃς,
κι’ ἀπ’ τ’ ἀτσαλένιο σου σπαθὶ τὴν γραῖα νὰ περάσῃς».
Κι’ ὣς χρόνοι δυὸ ἐκύλησαν, δυὸ ἀποπάνω ἐφύγαν,
μιὰ νύχτα τὸ ξημέρωμα, νύχτα τὸ καλοκαίρι,
καβαλλαραῖος διάβηκεν στῆς πόλης τὰ δρομάκια.
Μπροστὰ στοῦ μάγου τὴν αὐλὴ τ’ ἀλόγου του πεζεύει,
βροντᾷ τῆς πόρτας τὸν χαλκά, βάνει φωνὴ καμπάνα:
«Ἀμῆτε, οἱ δοῦλοι τοῦ σπιτιοῦ, τὴν πόρτα σας ἀνοῖχτε,
ξυπνᾶτε καὶ τὸν κύρη σας, τὸν μάγον Ἀρσιγώνιο,
κι’ εἰπέτ’ ὁ ἱππότης Τυρσανὸς ποὺ γύρισ’ ἀπ’ τὰ ξένα.
Πέτε φέρν’ εἴδησες καλὲς καὶ χαροποιὰ μαντᾶτα,
καὶ ποὺ τὰ ξόρκια ἐπάψασιν, τζακίστη τὸ τσουκάλι,
καὶ ἡ ματιά της γούρλωσεν ὡς ἔλαμψε τ’ ἀτσάλι,
καὶ ἡ κεφαλή της κρέμεται στοῦ μαύρου μου τὴν σέλλα».

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ἡ μαγικὴ καμάρα


μαγικ καμάρα

ρϚ΄

Ποιός μάντεψεν τ’ ἀχνάρι της, στ’ μποδεμένα μέρη,
κι’ ἀντρειώθη, στ κατώφλι της, τ ξόρκι ν προφέρ,
πού, μὲ νυχτέρια κα χορούς, ξωθις τό ’χουν κεντήσει,
ποιός νὰ τ βρ, ν μς τ επ, ποιός ν τ μαρτυρήσ;

Περικοκλάδες καὶ κισσοί, νάρηα, τν σκεπάζουν,
καὶ δυ ληοντάρια πέτρινα στν σκιο της πλαγιάζουν,
σὲ στρμα π δεντρόφυλλα, οδινοχρυσωμένα,
κι’ εἶναι π μαρον μάρμαρο κι’ φλέβα της μελένια.

Κι’ ὁ πο μισέψ, πόκοτος, στ στοιχειακ βασίλειο,
ποὺ τρέμουν στρη νέγνωρα, μ ξένο αθέντην λιο,
στὸ θαυμαστ κι’ μάραντο, ζως μύριες θ ζήσ
τὸ ξόρκι, ποιός ν μς τ επ, ξωθις πό ’χουν κεντήσει;

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας


Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας

ρε΄

Στὸ κάστρο τῆς Λυκόσουρας, σ’ αὐλὴν ψηφιδωμένη,
τὰ τέκνα τοῦ Λυκάονα, νυχτομερίς, γλεντοῦσαν.
Ξέχειλ’ ἀσκῶναν, γεύονταν, σημάδιν κονταρίζαν,
πότε τὸ στῆναν στὸν χορὸ καὶ πότε ἀναθθιβάλλαν,
πότε τὴν λύραν ἔπιαναν κι’ ἀντρειὲς ἀνιστοροῦσαν.
Γέρων ζητιᾶνος πρόβαλε. «Λεῆστε με ἀφέντες».
Σαρανταεννιὰ ποπῆραν τον «Φύγε ἀπ’ αὐτοῦ βρὲ γέρο».
«Κόπιασε, γέρο, κόπιασε» Μαίναλος δαιμονίστη.
Τῶν ἀδερφῶν του ὡρμήνεψεν μαύρη δουλειὰ νὰ πλέξουν,
σάρκες ἀρνιοῦ μ’ ἀνθρωπινές, τοῦ γέρου, νὰ φιλέψουν,
γὴ ἂν νιώσῃ το, γὴ ἂν καταπιῇ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ γελάσουν.
Κι’ ὡς στρῶσαν τάβλα μιαρὴ κι’ ἀντίθεο φαγοπότι,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν τραβοῦν καὶ τὸν καλοσκαμνίζουν.
«Ξένε πατέρα, φάγε, πιές, ὡς τὰ πρεπὰ τ’ ὁρίζουν».
«Παιδιά μου, τὸ ποὺ κάμετε, Δίας ν’ ἀντιπλερώσῃ».
«Ἅπλωσε, γέψου ξένε μου, νὰ στυλωθῇ ἡ καρδιά σου».
Ἁπλώνει ὁ ξένος νὰ γευτῇ κι’ εὐθὺς πίσω γυρνᾷ το.
Κι’ οἱ νέοι ἀναπαίζοντας, τὸν κουρελλῆ τζιγκλῶντας.
«Ξένε πατέρα, γέψου το, νόστιμο τὸ κοψίδι,
Κι’ εἶναι ἀπὸ κρέας διαλεχτό, βασιλικὸ μοιράδι».
Κι’ ὅλοι ἀπ’ τὰ γέλια ἐδάκρυσαν κι’ ἀπ’ τὰ σκαμνιά τους πέφταν.
Τὰ φρύδια σμείγει ὁ γέροντας, σκοτείδιασε ἡ ματιά του,
κρούει στὴν τάβλα μιὰ γροθιὰ κι’ ἀνάποδα γυρνᾷ την,
στανιὸ τοὺς μονομέριασεν καὶ μ’ ὄργητα φωνάζει.
«Χαμένοι, τὸ ποὺ κάματε Δίας τ’ ἀντιπλερώνει.
Βασιλικὰ τοῦ στρώσατε; Βασιλικὰ πλερώνει».
Τὰ γέλια τους κατάπιανε, τὸ γαῖμαν τους παγώνει.
Μολνάει ὁ Δίας κεραυνοὺς κι’ ἡ νύχτα λαμπαδιάζει!
Καίγονται οἱ πυργοκάμαρες, καίγονται τὰ παλάτια,
καίγονται αὐλὲς μὲ τὸ ψηφί, φράχτες μὲ τὸ πυξάρι,
καίγονται ὑγιοὶ σαρανταεννιά, σὰν κάρβουνα στὴν θράκα,
ὁ Νύκτιμος δὲν καίγεται, εἰς τὸν σουφρὰ χωσμένος.
Κι’ ὁ Δίας χέρι ἐσήκωσεν, νὰ τὸν κεραυνοκάψῃ,
κι’ ἡ Γαία, ἡ βασίλισσα, π’ τὸ χέρι τὸν ἁρπάχνει.
«Σπλαχνίσου τον, βαθύγνωμε, νὰ σὲ χρωστῶ χατήρι».
Κι’ ὁ ῥῆγας ὁ Λυκάονας, ποὺ ἀνέμυαλος δερνότουν,
κι’ ἐμέτραγεν στὶς χοῦφτες του τὴν τέφρα τῶν παιδιῶν του,
τὸν Δία κοντοζύγωσεν καὶ ξέπνοος περικάλει.
Στὰ τέσσερα τοῦ πρόσπεσεν, στὰ τέσσερα προσπέφτει,
κι’ ἅπλωνε τὸ χεράκι του, στοῦ Δία τὰ κουρέλλια,
κι’ ὁ Δίας ποτραβήχτηκεν καὶ φρενιασμένος λέει.
« Ὕπαγε ὀπίσω σίχαμα, βρωμίζεις τὰ κουρέλλια.
Ἀνθρώπου σφάγιον μάτωσες, εἰς τὸν βωμό μου ἀπάνω,
ἀνθρώπου σάρκα σ’ ἄνθρωπον τὰ τέκνα σου φιλέψαν,
λύκε, λύκους σὰν ἔσπειρες, λύκος καὶ σὺ νὰ γένῃς».
Κι’ ὡς ἔγνεψεν ὁ Βασιληάς, φάνη ὁ Λυκάων λύκος,
κι’ ὕστερον χάθη μεταμιᾶς, στοῦ Ὀλύμπου τὰ παλάτια.
Τί ἀπόμεινε ἀπ’ τὴν ξιπασιά, τοῦ κράτους τὴν περφάνια,
κι’ ἀπ’ τῆς ξουσιᾶς τὴν δύναμι, τοῦ πλούτου τὸ καμάρι;
Μαύρη καπνιὰ ν’ ἀπόμεινε καὶ χόβολη καὶ στάχτη,
κι’ ὁ Νύκτιμος, ἔρμο δεντρί, στὸ δάσος τῆς γενηᾶς του.
Πόμεινεν κι’ ὁ ξολοθρεμμός, στὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων,
γιὰ ν’ ἀφηγιῶνται στοὺς τρανοὺς ὁ Δίας ποὺ ἔχει ὁρίσει
τῶν μισανθρώπων μερτικό, τῶν σκληροκάρδων ῥόγα.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Αἰγιστέου πήδημα


Αἰγιστέου πήδημα

ρδ΄

Ποιός ποὺ φεγγαροσεργιανᾷ καὶ βαρυσυλλογᾶται,
ποὺ στὰ περβόλια περπατεῖ, στοὺς κήπους μὲ τὰ ῥόδα;
Ποιόν τὸ μαράζι τρώγει τον, τὰ μέσαθέ του καίει,
ὡς τρωγοκαίει, ἀχόρταγη, τὸ μαῦρο δάσος φλόγα;
Ὁ Αἰγιστέας, τοῦ Μίδα ὑγιός, ὁ πολυφουμισμένος,
εἰς τὰ περβόλια περπατεῖ, στοὺς κήπους μὲ τὰ ῥόδα,
κάτω ἀπ’ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, πολλὰ συλλογισμένος.
Κι’ ὡς στὸ παλάτι ἐπέρναγεν, στὲς σάλες κι’ ἐτριγύρνα,
πίσ’ ἀπ’ τοὺς τοίχους τοὺς λινούς, τοὺς πορφυροῦς μπερντέδες,
κεῖ πού, ἄφαντος, ὁ βασιλεὺς μεροβραδὶς ἐθρήνα
τῆς ἄβυσσος τ’ αὐγάτισμα, τὸ κούρσεμα τῆς μέρας,
τ’ ἀνείπωτα ὡς ἐμίλαγεν καὶ τὰ βουβὰ ὡς μολόγα,
τοῦ κύρην του ἀγροίκησεν τ’ ἀλαφιασμένα λόγια:
«Τί ἁμαρτία κι’ ἀνομιὰ κι’ ἀνίγερη βλαστήμια;
Κι’ ὡς τίναν βαρυκάρδισα μὲς στῶν θεῶν τὴν φάρα
κι’ ἄσβεστη μάνητα κρατοῦν κι’ ἀγύριστ’ ἡ βουλή τους;
Δὲν εἶν’ στὸν κόσμον δέσποτας καὶ ἄναξ καὶ ῥηγάρχης,
πλειότερον νὰ στερνίζεται τὸν νοῦ τῶν ἀθανάτων.
Κι’ ὡς ἡ μαυρίλ’ ἀνάβρυσεν ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο,
καὶ βάλθη, ῥουφαλιὰ φριχτή, νὰ πίνῃ τὴν Φρυγία,
μήτ’ ἄλλου γνώμη ἐγύρεψα, μήτε τοῦ κεφαλιοῦ μου,
μὸν ἔπεμψα κι’ ἐγύρεψα χρησμὸ θεοδοσμένον.
Κι’ οἱ μάντεις μ’ ἀντιπέμψασιν χρησμὸ θεοδοσμένον:
-Ῥῖξε τὸ πού ’χεις πλειὸ ἀκριβόν, τὸ βάραθρο νὰ γιάνῃ-.
Ῥίχνω φλωριὰ ἀπροσμέτρητα κι’ ἀψήφιστα μπακίρια,
σκάφες τὰ λιθαρόπουλα, διαμάντια καὶ ζαφείρια.
Κι’ ἀπ’ τ’ ἀσημομαλάμματα μήτε καντάρι σώθη,
μ’ ἀντὶς νὰ φράξῃ ὁ ἄβυσσος, ὥρα τὴν ὥρ’ ἁπλώθει.
Ἀλίμονο, τοῦ ἡλιοῦ τὸ φῶς, πατρίδα, ποχαιρέτα...»
Πικροχαράζ’ ἡ ἀνατολὴ καὶ πικροξημερώνει,
τὸν μαῦρο ἐμμορφοστόλισεν, σελλώνει, καλιγώνει.
Τυλίγει στὰ νωμάκια του τὸ φοινικὶ μαντύ του,
περνᾷ εἰς τὸ σελάχιν του τὸ δίστομον σπαθί του,
σκιάδι πανώρηο, φρυγικόν, φορεῖ στὴν κεφαλή του,
στὰ πόδια, τ’ ἁψηλὰ τζεγκιά, τὰ χρυσοκορδονᾶτα.
Τὸν μαῦρο γλυκοφτέρνισεν, τὰ καστροπόρτι’ ἀφήνει,
στὸ χάσμα εὑρέθη μονομιᾶς, στὸ χεῖλος τοῦ βαράθρου.
Θωρᾷ τὰ τείχια του νὰ ἰδῇ, τὸν πάτον νὰ βιγλίσῃ,
μηδὲ τὰ τείχια ἐθώρησεν, μηδὲ πάτον βιγλίζει,
μὸν σκοτεινιὰ κατάπηχτη, νὰ κόβῃς μὲ μαχαίρι.
Κι’ ὡς, σπιθαμὴ τὴν σπιθαμήν, ἐβούλιαζεν ὁ τόπος,
ὁ μαῦρος χιλιμίντριζε κι’, ἁψύς, ὀπισωπάτει,
κι’ ὁ νηός, μὲ λόγια πεταχτά, ἔκραζε στὸ σκοτάδι.
«Μήτε φλωριὰ ἀπροσμέτρητα κι’ ἀψήφιστα μπακίρια,
σκάφες τὰ λιθαρόπουλα, διαμάντια καὶ ζαφείρια,
μήτε ἀσημομαλάμματα, ὀκάδες καὶ καντάρια.
Οὐδὲν ἔνι ἀκριβώτερον, παρὰ ἡ ψυχὴ τ’ ἀνθρώπου,
παρὰ ἡ ἀγάπη τοῦ γονηοῦ γιὰ τέκνο λατρεμμένο,
γιὰ τῆς πατρίδας τὴν φιλιά, τὸ γαῖμα τ’ ἀντρειωμένου».
Κι’ ὡς εἶπεν, τ’ ἄλογο ἔστρεψε, τοῦ Τάρταρου μακρύνθη,
μέτρα νὰ κλέβῃ στέρηα γῆς, γιὰ τὸ στερνό του τὸ ἔμπα,
κι’ ὡς κέρδεψέ τα τοῦ κρημνοῦ, πρόσωπον πάλι ἐστράφη.
Τοῦ μαύρου του ἐψιθύρισεν κι’ ὁ μαῦρος του ἀφρίζει,
τὸ μάτι του ἀσπρογυάλισεν καὶ φλόγες ῥουθουνίζει.
Τὸν μαῦρον ἀγριοφτέρνισεν καὶ χύθη ὡσὰν πετρίτης,
καὶ τοῦ κρημνοῦ, κατάνακρα, στὸν ἄβυσσον τινάχτη,
κι’ ἀγκαλιασμένοι ἐβούτηξαν στὸν παγωμένον Ἅδην!
Κι’ εὐθὺς τὰ μάγια ἐλύθησαν, τὰ τελωνοσπαρμένα,
κι’ εὐθὺς τὸ χάσμα ἔφραξεν κι’ ὁ βάραθρος σφραγίστη,
κι’ ἐγαληνέψαν οἱ οὐρανοί, τὰ νέφελα σκορπίσαν,
κι’ ἥλιος στοὺς Φρύγες ἔλαμψε, λαμπρύτερ’ ἀπ’ τὰ πρῶτα.
Καὶ οἱ Φρύγες σὰν τὰ μάθασιν, διόλου μοιργιολογῆσαν
τὸν Αἰγιστέα, τοῦ Μίδα ὑγιό, τὸν πολυφουμισμένον,
μὸν τέτοια ἐχάραξαν γραφήν, εἰς τ’ ἄδειον του κιβούρι:

«δ κατάπιε μαύρη γς τν Αγιστέα τν Φρύγα,
λαμπρν γιν νόητου, το Μίδα βασιλη.
Σάν, ντρειωμένος, κάλπασε στν βυσσον κα ίχτη,
κι’ π τν χώρ' πόδιωξε τν κακοδαιμονιά.
Διαβάτη μ τν λησμονς κι’ ν τύχῃ μ διστάσῃς
γι τν πατρίδα σου τρομος στν δη ν καλπάσῃς»

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Τοῦ γδικιωμοῦ ἡ στράτα


Τοῦ γδικιωμο στράτα

ργ΄

νι το αἰῶνα δύναμις κοντάριν
ποὺ μηδεμι λυγ το ρματωσία.
Σὰν τ νομο σκουριάζ' ματαιότης
τροχᾶν τ δίκηον πόνος, καρτερία.
Κι’ ὡς λαζόνεια τ κακ στραβώνει,
τοῦ γδικιωμο τν στράτα χρόνος στρώνει.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ἀλῆ Συνέσιος


Ἀλῆ Συνέσιος

ρβ΄

Δάση σκιερὰ τρογῦρα, ὁρμάνι’ ἀνήλιαγα
καὶ μέσα καστροσπήληο πολυθόλωτο,
πού ’ναι λαγούμια χίλια, χίλια τρίστρατα,
πετρογιοφύρια πού ’ναι, βόθρες καὶ λιμνιά,
ἄπατοι καταῤῥάκτες, χάη καὶ βάραθρα.
Ἐκεῖ, τὸ λέγουν κι’ οἱ ὀνειροβιγλάτορες
ποὺ δύνονται θωροῦσιν τ’ ἀνηθώρητα,
ἔχει τὸν θρόνο τ’ ὁ Ἀλῆ Συνέσιος,
ὁ νυχτεριδοφτέρουγος ὁ δαίμονας.
Ὁ ἀπέθαντος, ἄρχος καὶ πρωτοβασιληὰς
ὅλων τῶν σκοτεινόκαρδων στοιχειῶν,
στὸν Κίλβαντα ποὺ διάγουν τὸν πολύκορφο.
Κι’ ὁ θρόνος εἰς τὸν θόλο τὸν τρανώτερον!
Φέγγουν ψηλὰ ταβάνια διαμαντόσπαρτα
καὶ τὰ σπηληοντουβάρια φλέβες μάλαμμα,
κι’ ἀντὶς χαλὶ στρωμένα τὰ πατώματα
πλήθια τῶν ἀντρειωμένων κεφαλὲς γυμνές,
ἄσπρες καὶ φαγωμένες καὶ γυαλιστερές.
Καὶ βλάστημος στὸν θρόνο τὸν βασάλτινο
κάθετ’ ὁ δαίμων, ὁ Ἀλῆ Συνέσιος.
Μὲ μάτια ἀδειανὰ κι’ ἀβυσσογέννητα,
τῶν ὑποτακτικῶν μαντεύει τὶς βουλές,
κι’ ὄνειρα ὑφαίνει καὶ δουλειὲς ἀνέσπλαχνες.
Κι’ ὅλοι σκυφτοὶ τὸν τρέμουν κι’ ὅλοι σκιάζονται,
κι’ οὐδεὶς βαστᾷ νὰ τοῦ σταθῇ κατάμματα.
Καὶ πάντα χεροσφίγγει ῥάβδον ἀργυρό,
καὶ εἰς τὴν κορφὴ στὸν ῥάβδον νεκροκεφαλή,
πό ’χει ξανθὰ μαλλάκια, στέφανον φορεῖ,
κι’ ἔνι γραφὴ στοῦ στέφανου τὸ κούτελον:

«ναξ τν ελίων, ρχεπτόλεμος»


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Οἱ πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα


Οἱ πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα

ρα΄

Κίλβαντα, ὄρος τρομερὸ καὶ πυκνανταριασμένο,
μὲ σκοτεινιές, μὲ καταχνιές, μὲ νέφελα ζωσμένο,
δοιπόρος πῶς νὰ σὲ διαβῇ κι’ ἅρμα ν’ ἀντιπεράσῃ;
Δὲν εἶν’ στράτα λιθόστρωτη, στράτα καλοστρωμένη,
μὸν εἶναι τὸ βαθύκρημνο, τὸ μεσιανὸ φαράγγι,
πό ’χει τὰ τείχια του γυαλί, τὲς ὄχθες του ξουράφι,
νερὸ τ’ ἀγριοκύματον, κατράμι καὶ φαρμάκι.
Πό ’χει μοβόρους πελταστὲς νὰ τὸ παραφυλοῦσιν,
κι’ ὁ ἀρνιέται τὰ περαστικὰ τὸ γαῖμα νὰ τοῦ πιοῦσιν.
Ὁ ῥῆγας Ἀρχεπτόλεμος ἐπόθει νὰ περάσῃ.
Μῆνες ἑφτὰ κλωθογυρνᾷ κι’ ὀχτὼ ἀνασυλλογᾶται,
στοὺς δέκα πάνω ἐπρόσταξεν κι’ εἰς τὴν χρονιὰν ἐκίνα,
μὲ χίλιους σαγιττάριους, σκουτάτους δυὸ χιλιάδες,
τρακόσους καβαλλάριους, μὲ τὰ χρυσᾶ κασσίδια.
Τρεῖς μέρες ἐπορεύονταν τὸ ἄτρομο φουσσᾶτον
μὲς εἰς τὸ φιδογύριστον, τὸ φαλακρὸ φαράγγι
κι’ ὀχτρὸς δὲν τοὺς ἀντίσκοψε, καρτέρι δὲν ἐφάνη,
κι’ ὁ ῥῆγας πάνω στ’ ἄλογον καυχιότουν κι’ ἀντροκάλει.
«Ἔ, πελταστὲς τοῦ Κίλβαντα, λουφάξατε στὰ σπήληα;
Τρομάξατε τὰ φλάμπουρα; Τὴν δόξα τῶν ἀρμάτω;»
Ἀπόκρισις ταξείδεψεν στὸ παγωμένο ἀγέριν,
κι’ ἀχὸς φωνῆς ὡς σίδερον στ’ ἀκόνι νὰ τροχιέται.
«Ἀντίπερα νὰ βγαίνετε περαστικὰ ζητοῦμεν
κάθε στρατιώτη κέρασμα μιὰ κοῦπα μαῦρον γαῖμα
κι’ ἀπὸ τοὺς καβαλλάριους τὰ ὁλόχρυσα κασσίδια.
Ζητοῦμεν τὰ τοῦ ῥῆγα σας σφραγιδοδαχτυλίδια».
Κι’ ὁ βασιληὰς σπαθόσυρεν. «Κοπιάστε νὰ σᾶς δώνω».
Μυριῶν στριγκλιὰν ἀλάλαξεν κι’ ὅλοι ἀστραπὴ κερῶσαν!
’Πὸ μπρὸς οἱ τραγοπόδαροι, πίσω οἱ φολιδωμένοι
κι’ οἱ νυχτεριδοφτέρουγοι πάνωθε τοὺς χυθῆκαν.
Μὲ πέλτες ἀτσαλόπετσες, μὲ δρεπανοκοντάρια,
σφεντονολίθους μιὰν ὀκά, μὲ μιὰν ὀργυιὰν σαγίττες,
στιλέττα, μαχαιρόπουλα, κατάβαρες ἀξῖνες.
Τώρα στὸ νοῦν σας ἄρχοντες τὸ μακελλειὸν μετρᾶτε
κι’ ἰδέτε μὲ τὰ λόγιαν μου τὴ φρίκην ’πὸ μυαλοῦ σας.
Ἰδέτ’ ἄτια πολεμικὰ συντρεῖς νὰ τὰ γκρεμοῦσιν,
τὸ γαῖμα των νὰ πίνουσιν ὡς κεῖνα χλιμιντροῦσιν.
Δέτε σὰν ὄρνηα οἱ δαίμονες ν’ ἀλληλοπολεμιοῦνται,
τῶν ἀντρειωμένων τὰ κορμιὰ μοιράδι ποιὸς νὰ πάρῃ.
Ἰδέτε τοὺς πολέμαρχους σύφραχτοι νὰ χαλνιοῦνται,
μὲ δίχως πισωπάτημα, στηθοσαγιττεμμένοι.
Ἰδέτε νὰ κυκλώνουσιν τὸν ῥῆγαν οἱ ἀγέλες
κι’ ἔρμος νὰ στερνοπολεμᾷ μὲ τὸ ἀπελατίκιν…
Ὅλοι νεκροί, ὅλοι νεκροί, νεκροὶ κι’ ἀποθαμένοι!
Ἕν’ ἄγουρον ποσώσασιν, ἀντίπερα νὰ βγαίνῃ,
εἰς τοὺς καμπίσιους νὰ φανῇ, νὰ εἰπῇ τους τὰ μαντᾶτα,
νὰ κλάψουσι τὸν βασιληὰ καὶ τὸ χαμένο ἀσκέρι.
«Τί ’θελες Ἀρχεπτόλεμε, τῶν Ἀελίων ῥῆγα,
μὲ τὰ δαιμόνια τοῦ βουνοῦ εἰς πόλεμον νὰ μπλέξῃς
κι’ ὅλος τῶν πέρφανων ὁ ἀνθὸς ὡς στάχυς ἐθερίστη;
Πύλες βαρειὲς νὰ ποίσωμεν, ἄλλος νὰ μὴν περάσῃ,
καὶ πόλι καλοπύργωτην ἵνα τὲς διαφεντεύῃ,
καὶ πλοῖα καλοτάξειδα, καλόφραχτα λιμάνια,
ἀπ’ τοῦ πελάγου τὴν μεριὰν νά ’χωμε πήγαιν’ ἔλα.
Νὰ εἰποῦμε καὶ τῶν ποιητῶν τραγούδια νὰ ταιριάσουν,
τὸ πάθημαν εἰς Κίλβαντα νὰ λένε οἱ τραγωδᾶνοι,
νὰ μαυροκαίγωνται οἱ καρδιὲς σὰν τὰ ξερὰ καλάμια,
καὶ νὰ βουρκώνουν οἱ ματιὲς σὰν τὰ θολὰ ποτάμια».

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Οἱ δύναμες τῆς Κύπριδας

Ο δύναμες τς Κύπριδας

ρ΄

Ἡ πρώτη ρα ἐπέρασεν, κυλσαν τρες κα πέντε,
διάβησαν καὶ οἱ χτ κι’ πελαργς στ’ γνάντι,
βιγλίζει μ ματιν γρή, τ ταίριν του νιμένει.
Στ τρίστρατον ἀχός, φωνς κα συντυχι μεγάλη,
κι’ ὅλοι ῥωταποκρίνονται: «Τί τάχα ν συμβαίν
«Στὰ ἠλεκτροφόρα πελαργς μπλέχτηκεν κι’ ἐκάη».

Τώρα στ
βιόν σου, πελαργέ, παντέρμος θ’ πομένς,
ντς γι’ γάπην πού ’χασες, γάπην δν λαβαίνεις.
Μ ες τν λαλι τν πελαργν γαπημένον σ’ επαν,
κι’ πλσαν κι’ σκεπάσαν σε φτερογες λατρεμμένες,
κα νεφελορωτόπαιξες κι’ χεις τα ν θυμσαι,
κι’ σον στ οράνια φτερουγς ο θύμησες βαστον σε.
Κι’ εναι πολλς ο δύναμες πο Κύπριδα χαρίζει,
τν πόνων ψηλότερα κι’ λάργα τν θανάτων.