Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Κοσμοκοντάκιον Σπύρου Σιούλα


Κοσμοκοντάκιον Σπύρου Σιούλα

σνα΄

Ἀπαγγέλων: Ἀναγνώστης ἐφημερίδος ἐν ἔτει 2021
Χορός: Ἡρὼ καὶ Λέανδρος ὡς γυμνὰ φάσματα

Προοίμιον Ι

Α: Ὡραία Σμύρνη, μπροστὰ στὸ στρατηγεῖο,
ἔρως ὁ μὴ περαιωθεὶς ἐγύρεψε τὸν θάνατο,
τὴν ἀλυπία τῶν νεκρῶν στὸ μαῦρο κῦμ’ ἀναζητήσας.
Χ: «Ἔρως λαφρύς, ἀστεῖος, δὲν εἶν’ ῥομάντζο ἡ ζωή»,
αἰῶνες δυὸ κι’ ὁ κήνσωρ, στυγνός, καταλαλεῖ.

Προοίμιον ΙΙ

Α: Θεσσαλονίκη, μὲς στὸ ξενοδοχεῖο,
τ’ ἁλυσωμένα ὄνειρα περαίωσε στὸν θάνατο·
ἀπέδρασεν ἐκ ζωντανῶν τὴν σκοτοζῶσι τερματίσας.
Χ: «Τοῦ λόγου θῦμ’ ἀστεῖον, μὲ φύσι νευρασθενική»,
ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ, εἴρων, συκοφαντεῖ.

Οἶκοι

Α: Ἀγγελική, Σπυρίδων, Λέανδρος καὶ Ἡρώ,
ἔρωτες μυριοπρόσωποι, λύχνος καὶ ὕδωρ·
γυμνὴ ἡ Εὐρυνόμη, στὸν λάγνο της χορό,
χειρότριψε τὸν ἄνεμο, βγῆκ’ ὁ Ὀφίων.
Κι’ ὁ πρωτογεννημένος πρωτόπραξε τὸν πόθο,
πόθος ἡ πρώτη πρᾶξις, τοῦ Παντὸς ἡ ἀνάβρα·
στρόβιλος κερασφόρος, τὸ πηδηχτό του νιώθω,
μὴ ὢν ὁ ποὺ ἀρνιέται τοῦ χοροῦ του τὴν λάβρα.
Χ: Τὸ Πᾶν ἀπομαγεύθη, ἰδοὺ μπακκαλικὴ φτηνή!
Αἰῶνες δυὸ ὁ κήνσωρ πραμμάτεια διαλαλεῖ.

Α: Γυμνὴ φωτιὰ μὲ χλαίνη, βράδυ, καιρὸς ψυχρός,
στὴν μαυρομμάταν ἔσβηνε, κόρη τῆς πλύστρας·
θάνατος καθ’ ἡμέραν, κι’ ὁ πόλεμος φριχτός,
ζόφος τὸ ἡλιόφως, τ’ ἄλλαξαν μὲ φῶς τῆς νύχτας.
Ἔρως, τὸ ἔρμο κλῆμα ποὺ πειότερ’ ὁρμανιάζει
στ’ ἀνήλιον τοῦ θανάτου, χρωμολάμπει, φυλλώνει·
κισσὸς ὀνειροπλεύστης, τσαμπιὰ ὀνειροστοιβιάζει,
στὴν τέφρα ὀνειροσπέρνει, γῆν ὀνείρου φυτρώνει.
Χ: Θαλασσοπνίγ’ ἡ ῥέμβη, μένε στῆς τέφρας τὴ στερηά!
Αἰῶνες δυὸ κι’ ὁ κήνσωρ ἀκόμα σᾶς γελᾷ.

Α: Ἔπειτα ἡ ἀῤῥώστια, τοῦ ἔρου ξολοθρεμμός,
ἐχάθ’ ἡ ὥρηα Ἑλένη του κι’ ἄπαρτ’ ἡ Τροία·
σὲ χέρσα γῆ ἡ ψυχή του, πλανιέται ἥρως τρελὸς
ποὺ περιπαίζουνε στοιχειά, πλοῦτος κι’ ὑγεία.
Δυὸ χρόνους νὰ παλεύῃ στὸ σύνορο τοῦ ᾅδη,
κι’ ὅλα γύρω ἐκλειδῶναν, «φθισικὸς» ἀντηχοῦσαν·
στοὺς τόπους τῆς Νιγρίτας θολόπικρο μαγνάδι,
τὰ ὄνειρα στὴ Νύμφη τὸν Βισάλτη καλοῦσαν.
Χ: Δρᾶμα τους τ’ ὄνειρό σας, στὸ δρᾶμα σας ἐκπλήρωσι.
Ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ στρεβλώνει τὴν τιμή.  

Α: Ῥίχνουν παιχνίδια πλάνης, ἀστράγαλους πολλούς,
ῥόμβους, μῆλα ὁλόχρυσα, σβοῦρες, καθρέφτες·
βίους μᾶς παζαρεύουν, μὲ μόχτο, μισερούς,
καὶ τὰ μαχαίρια τους γυμνά, ἔντιμοι ψεῦτες.
Κι’ ὡστόσο μᾶς γελοῦνε, ἄπαυτα ὄχι, κι’ ὅλους·
κάποτ’ ὁ μέγας ἄβαξ κι’ οἱ πεσσοὶ τοῦ Αἰῶνος
ἀνοιγοκλείνουν στῆλες καὶ φανερώνουν δόλους,
δείχνουν κήπους θανάτου καὶ λειμῶνες ἀγῶνος.
Χ: Ἄσπρα καὶ μαῦρα πιόνια τὸν ἴδιον ἔχουν βασιληά.
Ἔτη διακόσια ὁ κήνσωρ γνωρίζει μὰ σιωπᾷ.

Α: Ἄναρχος στ’ ἀστροφόρο, αὐτόχειρας ἀμνός,
τιτάνων γυψοπρόσωπων τὴν ζῶσι λύνει·
κρότος τοῦ περιστρόφου, τῆς λευτεριᾶς ὁδός,
δὲν ἤπιε αἷμα ἡ κάμα τους, σφάγιο νὰ γίνῃ.
Ῥηγάδες οἱ ἀνθρῶποι κι’ αὐτόβουλοι διαλέγουν
ποῦ θὰ παρακαθίσουν καὶ ποιὸν δεῖπνον ἀρνοῦνται·
πολλοὶ τὸ ξημερώνουν, κάποιοι νωρὶς ποὺ φεύγουν,
λίγοι, μπρὸς στὸ κατώφλι, χαιρετοῦν καὶ κοιμοῦνται.
Χ: «Παλλάδιον», ἡ Παλλάδα καρδιὰν ἔσωσε ζωντανή.
Αἰῶνες δυὸ ὁ κήνσωρ στὴν «κόψι» προσκαλεῖ.

Ἐξόδιος

Α: Σπυρίδωνα κι’ Ἀγγέλα, Λέανδρε καὶ Ἡρώ,
δυὸ τοῦ Παντὸς οἱ ἀμπελουργοί, θεοὶ πυρφόροι.
Χ: Ἡ ἀρετὴ κι’ ὁ ἔρως, ζεῦγος μ’ ἀγρὸν κοινό,
σπορεῖς αὐτῶν οἱ ὄψεις μας, μεῖς ἀθλοφόροι.
Α: Ὁ ἆθλος εἶν’ τ’ αὐλάκι, ἀνύπαρχτο μπροστά σας,
κι’ ὅσο κι’ ὅπου περνᾶτε μίλια πίσω θ’ ἁπλώνῃ.
Χ: Κλῆμα στὸ Πᾶν θεριεύει τὸν ἄνθρωπο ἡ καρδιά μας,
ἀμπέλι ὀνειροφόρο μὲς στ’ ἀστέρια ῥιζώνει.
Α: Δῶ ἄρχοντες τῆς τέφρας αἰῶνες δυὸ μᾶς κυβερνοῦν.
Χ: Ἔχουν κι’ ἕναν παληάτσο, σᾶς ψέγει καὶ γελοῦν.

Τὸ ποίημα ὡς συμμετοχὴ στὸ "ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ" τοῦ Ῥομαντικοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.