Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ Μανδαῖος


Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ Μανδαῖος

σθ΄

Μανδαῖος τὶς προσεύχετον εἰς ποταμιοῦ τὴν ὄχθη
κι’ εἶδε περνᾷ ὁ Διγενὴς καὶ καλημέρισέ τον.
«Σὰν ποῦ ὑπάγεις, Διγενή, μέσα στοὺς Σαρακήνους;»
«Ὑπάγω εἰς τοῦ ἀμηρᾶ νὰ εἰποῦμε γιὰ τ’ ἀλλάγιον,
οἱ σκλάβοι νὰ λευτερωθοῦν, τέκνα νὰ ἰδοῦν γονέους,
γερόντοι κόρες καὶ ὑγιοὺς κι’ ἀντρόγυνα νὰ σμείξουν.
Μολόγησον, Μανδαῖε μου, τὸν ἀμηρᾶν ἠξεύρεις,
νὰ τόνε πάρω μὲ καλὸν ἢ νὰ τὸν φοβερίσω;»
«Ὡσὰν τὴ νύχτα, Διγενή, ἔνι κι’ ἡ ἀνθρωπότη.
Ὀλίγ’ οἱ ἀγαθόκαρδοι κι’ ὡς ἥλιοι στραφτολάμπουν,
οἱ ξύπνιοι κι’ ὀλιγόκαρδοι ὡς τ’ ἄστρη ἀχνοφέγγουν,
κι’ οἱ ἄκαρδοι καὶ πονηροὶ κρύβονται εἰς τὸ σκοτάδι.
Τὸν ἥλιον ὅλοι βλέπουσι, τ’ ἄστρη πολλοὶ ξεκρίνουν,
ἀμὴ ὁ παίζει τὸ σπαθὶ καὶ τὰ σκοτάδια νιώθει.
Ἥλιος λαμπρός, ἀστέρι ἀχνὸν ἢ βράχος στὸ σκοτάδι,
θὰ τόνε νιώσῃς, ἄρχοντα, τὸ φῶς του θὰ ζυγιάσῃς».

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ὁ Διγενὴς καὶ ἡ φωτιὰ


Ὁ Διγενὴς καὶ ἡ φωτιὰ

ση΄

Ὁ Διγενὴς ἐπέζεψε τὴ νύχτα νὰ περάσῃ,
κι’ ἄναψεν ἀχαμνὴ φωτιὰ κι’ ὁλονυχτὶς καθότουν,
κι’ ἀμίλητος τὴν σκάλιζε κι’ ἄλαλος τῆς φηγιότουν.
Φηγήθη τοὺς πολέμους του, φηγήθη τὲς ἀντρειές του,
φηγήθη κάστρη καὶ λαούς, ἀρχόντους καὶ κοσμάκη,
φηγήθ’ ὡρηὲς κι’ εὐγενικὲς κι’ ἀκριβοφιλημένες,
φηγήθη καὶ μιὰ μήρισσα, τὴν κρυφοφιλημένη,
φηγήθη κι’ εἰς τὰ φωναχτὰ τ’ ὄνομα τῆς ἀγάπης.
Μὲ τὴν αὐγὴ τὴν ἔσβησε, μὴ τόνε μαρτυρήσῃ,
σελήνη τὸν παράκουσε, θὰ τῆς τὸ ψιθυρίσῃ.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Εἰς τὸν ἐρχομό της

Εἰς τὸν ἐρχομό της

σζ΄

Τὴν ἀνιμένω * στεῤῥός, γαλήνιος, πρᾶος,
λιαχτιδάγγιχτον * πέλαγος ἡ ψυχή μου·
ἀμὴ στὸ κέντρο * νέφια, τυφῶν ἀγέρθη,
κι’ ὅσον ζυγώνει * ἀκέρηον μὲ σαρώνει.
Πῶς τὴν θεότη, * φτωχὸς πιστός, ν’ ἀδράξω;
Χείλη σπαρταροῦν, * χέρι’ ἀχαμνὰ καὶ τρέμουν·
λατρεῖες, τιμὲς * στὸ ζάλευκο κορμί της,
τέμενος σεπτό, * πῶς τάχα ν’ ἁγιοπράξουν;
Καὶ πῶς τὸ θαῦμα * λόγος νὰ ψαλμουδήσῃ;
Κύπρι μου βόηθα! * Ὦ Ἀφροδίτη σῶσον!