Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

The Master



















Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ὅταν τὸ σκότος ἡπλώθη ἀνὰ τὴν γῆν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, φέρων ἐκ πεύκης δαλὸν ἀνημμένον, κατῆλθεν ἀπὸ τοῦ λόφου εἰς τὴν κοιλάδα. Ὅτι ἤθελεν μεριμνήσει περὶ τῶν οἰκείων πραγμάτων.   

Καὶ γονυπετῆ ἐπὶ τῶν πυρολίθων τῆς κοιλάδος τῆς ἀπωλείας εἶδεν νέον ἄνδρα γυμνὸν καὶ θρηνοῦντα. Τὸ χρῶμα τῆς κόμης αὐτοῦ ἦτον ὡς τοῦ μέλιτος καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡς ἄνθος λευκόν, ἀλλὰ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦτο πεπληγμένον ὑπὸ ἀκανθῶν καὶ ἐπὶ τῆς κόμης αὐτοῦ εἶχεν σκορπίσει τέφρας ἀντὶ στέμματος.

Καὶ οὗτος ὁ μέγαν πλοῦτον κατέχων εἶπεν εἰς τὸν νέον ἄνδρα τὸν γυμνὸν καὶ θρηνοῦντα: «Δὲν ἀπορῶ μὲ τὸ μέγεθος τῆς θλίψεώς σου, ὅτι Ἐκεῖνος ὑπῆρξεν ἀληθῶς δίκαιος ἄνθρωπος».  

Καὶ ὁ ἀνὴρ ὁ νέος ἀπεκρίθη: «Δὲν θρηνῶ γιὰ Ἐκεῖνον, παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτόν μου. Κι’ ἐγώ, ἂν ἠξεύρῃς, τὸ νερὸν ἤλλαξα εἰς κρασίν, καὶ τοὺς λεπροὺς ἐγιάτρεψα καὶ εἰς τοὺς τυφλοὺς ἔδωσα τὸ φῶς των. Ἐβάδισα ἐπάνω εἰς τὰ ὕδατα, κι’ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ὁπού ’ναι εἰς τὰ κιβούρια ἐξώρκισα διαβόλους. Καὶ τοὺς πεινασμένους ἔθρεψα εἰς τὴν ἔρημον ὅπου δὲν ἦτον τροφή, καὶ τοὺς ἀποθαμένους ἐσήκωσα ἀπὸ τὰ στενόχωρά των ὁσπίτια, κι’ ὡς πρόσταξα, κι’ ἐνώπιον ἄμετρου λαοῦ, μιὰ στέρφα συκῆ ἐξεράνθη. Ὅλα ὅσα τοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἔκαμεν, ὁμοίως τὰ ἔκαμα. Κι’ ὡστόσο δὲν μ’ ἔχουν σταυρώσει».


Φωτογραφία: Napoleon Sarony   

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

The Artist



















Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Κάποιαν ἑσπέραν ἐφώλιασεν ἐντὸς τῆς ψυχῆς του ἡ ἐπιθυμία νὰ πλάσῃ μιὰν ἀπεικόνισι «Τῆς Χαρᾶς ποὺ ἀντέχει γιὰ μιὰ στιγμή». Καὶ ἀνεχώρησεν ἐντὸς τοῦ κόσμου πρὸς ἀναζήτησιν ὀρειχάλκου. Ὅτι μόνον μὲ ὀρείχαλκο μποροῦσε νὰ ὁραματίζεται.

Ὅμως ὅλος ὁ ὀρείχαλκος τοῦ κόσμου ὁλάκερου εἶχεν ἐξαφανισθῆ, μήτε ὁπουδήποτε ἐντὸς τοῦ κόσμου ὁλάκερου ὑπῆρχε λίγος ὀρείχαλκος γιὰ νὰ βρεθῇ, ἐκτὸς μόνον ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκο στὴν ἀπεικόνισι «Ἡ Θλῖψι ποὺ διαρκεῖ γιὰ πάντα».

Τούτη τὴν ἀπεικόνισιν εἶχεν ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, πλάσει, καὶ τὴν εἶχε τοποθετήσει ἐπὶ τοῦ μνήματος τοῦ μοναδικοῦ ὄντος ποὺ ἀγάπησε στὴν ζωή. Ἐπὶ τοῦ μνήματος τοῦ νεκροῦ ὄντος ποὺ πειότερον ἀγάπησεν εἶχε τοποθετήσει τὴν ἀπεικόνισι ποὺ ἦταν δικό του πλάσμα, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ χρησιμεύῃ ὡς ἔνδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν πεθαίνει ποτέ, καὶ ὡς σύμβολο τῆς θλίψεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ διαρκεῖ γιὰ πάντα. Καὶ στὸν κόσμον ὁλάκερο δὲν ὑπῆρχεν ἄλλος ὀρείχαλκος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκο τούτης τῆς ἀπεικονίσεως.

Καὶ ἔλαβε τὴν ἀπεικόνισι ποὺ εἶχε πλάσει, καὶ τὴν ἐτοποθέτησεν ἐντὸς μεγάλης καμίνου, καὶ τὴν παρέδωσε στὴν φωτιά.

Καὶ μὲ τὸν ὀρείχαλκο τῆς ἀπεικονίσεως «Ἡ Θλῖψι ποὺ διαρκεῖ γιὰ πάντα» ἔπλασε μιὰν ἀπεικόνισι «Τῆς Χαρᾶς ποὺ ἀντέχει γιὰ μιὰ στιγμή».


Φωτογραφία: Napoleon Sarony

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Εἰς μίαν κυριακὴν τοῦ 1980

Εἰς μίαν κυριακὴν τοῦ 1980

ρπα΄

Κυριακή, δρομεῖ * ἀστραφτερὸ τ’ ἁμάξι,
ἀγροί, ληοστάσια * προσπερνοῦν ὡς σιμώνουν.
Κι’ ὕστερα ἥλιος * κι’ ὥρα χρυσῆ· τὸ γέρας
κῦμα κρύσταλλο, * πετράδια τῆς ἁρμύρας.
Καὶ τὸ σύθαμπο * γυμνὰ κορμιὰ ποὺ ἱδρώνουν· 
στὸ τραπεζάκι * καπνὸς στηλώνει, κι’ οἶνος,
«καὶ καλύτερα…» * κηρύττει ἕνα τραγούδι.  
Κι’ ἀπὸ τὰ βένθη * τῶν στοιχειακῶν ῥηγάτων
φριχτὲς ὑλακὲς * ἀσβολερῶν φουσσάτων
λογχίζουν καρδιὲς * ποὺ ἐν τρόμῳ προμαντεύουν
πὼς πειὰ θ’ ἀνέβουν * στὸ φῶς οἱ ἀβυσσόθεν.


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Εἰς Ἄραβα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ


Εἰς Ἄραβα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ

ρπ΄

Ἀλεξανδρείας * κατακτηθείσης Ἄραψ
τοῦτα μαρτυρεῖ. * «Νυχθημερὸν ἡ πόλις,
λευκομάρμαρη, * φεγγοβολᾷ ὁλόθεν·
ὥστε καὶ ῥάφτης, * νύκτωρ, δίχως λυχνάρι
ἄκοπα περνᾷ * κλωστὴν ἀπὸ βελόνη.  
Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς * οἱ ἐν ὁδοῖς καλύπτουν».
Ἂν ηὗρες τρόπον, * Ἄραβα, τ’ ἀκριβά σου
μάτια νὰ φυλᾷς, * βάδιζε, μὴ σὲ σκιάζῃ
τῆς μαρμαρίνης * πόλεως ἡ λευκότης.
Γιὰ τῶν Ἑλλήνων * τὸ φῶς ἔγνοια μὴν ἔχῃς,
ἀλεξήλιον * ἄτρωτο ἤδη κατέχεις
τῆς πίστεώς σου * τοὺς ἥσκιους καὶ τὰ σκότη. 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Εἰς τὴν σιωπήσασαν

Εἰς τὴν σιωπήσασαν

ροθ΄

Μίλα, σ’ ἀγαπῶ * μ’ ἁπλῆ θεοῦ ἀγάπη.
Πύρινοι, ἁλυχτοῦν, * λύκοι τὰ πρῶτα τ’ ἄστρη
στὲς μαῦρες λόχμες * τῆς νυχτιᾶς ποὺ ζυγώνει.
Κι’ οἱ ψυχές, κύνες, * χοροὺς κι’ ὄργια θυμοῦνται,
νυχτέρια, καρτέρια, * μ’ ἄγρες ὁ νοῦς γιομώνει
κι’ ὀρθὲς κορμώνουν· * κι’ ἀπὸ τῆς γῆς τὰ κάστρη
μ’ ὄψιν μανιακὴ * τὲς ἅλυσες δαγκώνουν.
Ἔρως ἂς χυθῇ * τὴ σάρκα νὰ σκοτώσῃ
κι’ αἷμα νὰ γευτῇ, * πλούσιο σὰν πιδακίσῃ,
φόνος ἱερός, * τὸ πνεῦμα θὰ λυτρώσῃ.  
Νὰ φτερακίσῃ * στ’ ἀμόλευτα τὰ δάση,
μὲ τὴ φλογινὴν * ἀγέλην νὰ σμειχτοῦνε,
νὰ τρέξουν, νὰ παίξουν, * νὰ μυριστοῦνε. Μίλα.  
Καὶ ν’ ἀποκριθῇς * στοὺς λυκηθμοὺς τῶν ἄστρων.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Περὶ εὐγενείας

Περὶ εὐγενείας

ροη΄

Στὸ προαύλιο * κλωτσῶντας πετραδάκια
προχωρᾷ σκυφτός. * «Ἅμα τὰ ὅσα εἶπε
ἡ κυρία μας * στὸ μάθημ’ ἀληθεύουν,
ἡ εὐγένεια * κάποια μαγεία θά ’ναι.
Στὸν κὺρ Θόδωρα, * ὄχι στὸν κὺρ Ἀντώνη,
στὸν κὺρ Θόδωρα * θὰ πάω ν’ ἀγοράσω,
πού ’ναι φωνακλᾶς * καὶ συνεχῶς γκρινιάζει.
Κι’ ἅμα σκλαβωθῇ, * τρόπους σὰν δοκιμάσω,
ἀπὸ δῶ κι’ ἐμπρὸς * εὐγενικός, ναί, θά ’μαι».
 

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Χειμῶνας τοῦ 1992

Χειμῶνας τοῦ 1992

ροζ΄

Νεοκλασσικό, * διάλειμμα στὸν ἐξώστη,
λέει ἀνέκδοτα * ἡ ἀνύποπτή μου ἀγάπη
καὶ καπνὸ φυσᾷ· * γελῶ κι’ ἀνάβω κι’ ἄλλο.
Ὀνειροπολῶ * πλησίον κρημνοῦ ἐρεβώδους
καὶ μὲ τὸν ἥλιον * κατάμματα ἐλπίζω.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Κοντάκιον ἢ μπαλλάντα

Κοντάκιον ἢ μπαλλάντα

ροϚ΄

Τὸ κοντάκιον * ρχαος τον μνος
τῶν φιλοχρίστων· * ν ρχ προοίμιον,
οἶκοι κατόπιν, * κι’ καστον οκο κλείνει
τὸ φύμνιον, * τ διο πάντα σ’ λους.
Τὸ πρτο γράμμα * κάθ’ οκου σχηματίζει
κροστιχίδα, * ῥῆσιν, νομα, φράσιν.
Σκεῦος λόγου βρό, * πο αἰῶνες λησμονήθη,
δύναται ὕψος, * δύναται μεγαλεον!
Πῶς ν τραγουδ * τ θώρι τ γυμνό σου;
Φέρεις τῆς κυρς * τς Κύπριδος τς χάρες,
κάλλος σαρκοθὲν * πο Κάλλος ναβλύζει.
Μὲ κοντάκια, * θαῤῥῶ, πλειότερο ξίζει
παρὰ μ’ ετελες * φραντσέζικες μπαλλάντες.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Ἀπὸ καὶ πρὸς

Ἀπὸ καὶ πρὸς

ροε΄

Πλήρωσ’, ἐν σιωπῇ, * κατηφὴς στὸ ταμεῖο
φόρον ὁ φτωχὸς * κι’ εὐθὺς τὰ μετρηθέντα
παρεδόθησαν * νὰ μετρηθοῦν καὶ πάλι
ἀπ’ τῆς γλώσσαργης * ξερακιανῆς τσιγγάνας
τὰ κατάφορτα * καὶ χρυσωμένα χέρια.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Εἰς Φίλιππον


Εἰς Φίλιππον

ροδ΄

Σκιάζεται ὁ μέγας βασιλες κι’ ο πόλεις σ φοβονται,
κι’ ἀνέμυαλοι σ μάχονται, τυφλο καταλαλον σε,
κύρης τοῦ κόσμου μ γενς κα πρωτοβασιλέας.
Μὰ σ πλεμμάτιν ίχνεις τους, δίχτυ κρουστ τος πλέκεις,
κι’ ἥσκιους γεννς καὶ κυνηγοῦν, στοιχει κα πολεμον τα,
κι’ ὅλα πο νάντια σου νεργον, κατά των νεργον τα.  
Κόσμον, θαῤῥον, φυλάττουσιν, στ κάστρη του βαστινται,
κι’ ἐσ τ κάστρη προσπερνς κα χτίζεις νέον κόσμον.
Δάση, γυρεύουν, κονταριῶν κα κουρνιαχτος λόγων,
τὴν Οκουμένην δν νογν, πο φαίνει την νος σου,
τῆς τέχνης σου ργαλειός, στημόνι μ τ φάδι.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Κοῦπα χρυσῆ


Κοῦπα χρυσ

ρογ΄

Πῶς κοπα χρυσν γάπης σν ψώνς
πίνουν καὶ φτύνουν προσπερνον μ’ αθάδεια;
«Μοῖρα» μν επς, «βουλ» μν πς κα «νάγκη».
«Ἄδικο» ν επς κα «νήλεο» κα «κομμάτια…».
μ τν χρυσν τν κοπα σ ν ψώνς
πάλι καὶ ξαν κα συνεχς κα πάλι.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Οἶκος Χατζιαθανασίου



















Οἶκος Χατζιαθανασίου

ροβ΄

Μὲ ὑπερηφάνειαν ἔβλεπα, μὲ δέος πάντα κοιτοῦσα,
φωτογραφία παλαιάν, εἰκόνα φυλαγμένη.
Τὴν ἔδειχνα στοὺς συγγενεῖς, μικρὸ παιδὶ ἀποροῦσα,
«Ποιός εἶν’ αὐτὸς μὲ τὴν στολή;» (Τὴν ὄψι τὴν θλιμμένη.)

«Παιδί μου, εἶν’ ὁ Ἀλέξανδρος τῶν Χατζιαθανασίου,
ὁ ἄλλος Ἀθανάσιος καὶ ὁ τρίτος Ἰωάννης.
Στὴν Σμύρνη ἐσφάγησαν οἱ τρεῖς, στὴν γῆ τοῦ μαρτυρίου,
τ’ ἀδέρφια ἦσαν τῆς Δέσποινας καὶ τῆς γιαγιᾶς σου Ἄννης».

Παπποῦδες, ποὺ δὲν γνώρισα, συχνὰ σᾶς μνημονεύω,
μύθους ἀξιώνουν κι’ οἱ ἀχαμνοί, κι’ οἱ ταπεινοὶ ἔχουν γένη.
Κι’ ὡς τοῦ οἴκου τὸν χαμὸ μετρῶ, φυλάττω κι’ ἀναδεύω,
φλόγα τῆς γῆς περίστατη, μιὰ νέαν Οἰκουμένη. 


Φωτογραφία τοῦ ἱστολογίου


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Ὁ γέρων δράκος

γέρων δράκος

ροα΄

Τὴν νδρον ες τ πρτα της δρακόντοι κατοικοσαν,
νογαν τς φτερογες των κα θηόρατοι πετοσαν.
βούταγαν π’ τς κορφές, μπαναν στ σπηληοκάστρη,
τὸν λιον στιγμάτιζαν, τὴν νύχτα κρύβαν τ’ στρη.
Βέλη χρυσᾶ, βέλη ργυρ, βέλη πυῤῥὰ κα μαρα,
ξέρναγαν γλσσες φωτις, τν χώρα ἔῤῥαιναν λάβρα.
Χύνοντο πάνωθε τῆς γς κι’ τρέχαν τν κυμάτων,
κι’ ἥσκιοι ψηλάθε στοίχειωναν, κατάτρεχαν τ κάτω.
μ τ’ ργάζεται καιρός, τ προχωρεῖ φύσις,
κι’ ἔτσι γενηά των φύρανε κι’ ρθεν κι’ ατν δύσις.
Κι’ ὅντες δρακόντοι πέρασαν κι’ φάνησαν νθρποι,
λαοὺς γιόμισ’ λ’ γς, φύλλα κα γένη ο τόποι.
Δῶ Τορκοι στερνοπάτησαν, ρισαν θωμνοι,
μ πρίν, π’ τν Βενετιάν, ρθαν οἱ Βενετσινοι.
Κι’ ἀπ τος Βενετσιάνους πρν λλ’ σαν δ φερμένοι,
οἱ λλενοι ο ξακουστο κα κοσμογροικημένοι.
Κι’ αὐτο ες ρμι δν πάτησαν, μήτ’ δειον τόπο ερκαν,
κι’ ἦτον γες πο ζη μοναχς κα συναπαντηθκαν.
Κι’ ἐκεις δν τον νθρωπος, ἦτον δρακόντου γένος,
στραβὸς κα νημπόρετος, παππούλης γερασμένος.
«Λαλιὲς κ κι’ σκιους θωρ κι’ ντα πο δν κατέχω,
νηώτερος ἔμουν πάντερμος, γέρων συντρόφους χω;»
«Ἀνθρποι, δράκο, εμαστε, στν νδρον νηοφερμένοι,
οἱ λλενοι ο ξακουστο καὶ κοσμογροικημένοι».
«Φέρτ’ ἕναν σας ν ψηλαφ, ν τόνε πασπατέψω,
νὰ δ τ πρμμα νθρωπος, στ νο μορφ ν πλέξω».
Οἱ νθρποι δν θαῤῥεύοντο, ν πέμψουν δν τολμοσαν,
κι’ εἰς τ κατόπιν καμαν πο ρχθεν μελετοσαν.
Στὴν κεφαλ το πότορμου νν εχαν στερηώσει,
ν’ ἀδράξ δράκος τ νίν, νδρας ν γλυτώσ.
«Στέλνομε, δράκο, ἐρεύνα τον, μάνθανε τν γενηά μας,
πῶς φαίνεται τ θώρι μας, πς στέκουν τ κορμιά μας».
Κι’ ὁ δράκος, ς σίμωσε, τ νν φουχτογραπώνει,
κι’ ἡ χέρα του τὸ ἔστειψε κι’ ἐχύθη κάτω ἡ σκόνη.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Ἡ θυσία τῆς μύγας


θυσία τς μύγας

ρο΄

Μῦγα σοφ σ’ φόνευσαν κι’ τσάλως σ’ σκοτσαν
καὶ τ λειωμένα σου φτερ τ λφα θαμπσαν.
Τοῦ ποιητο τ «θάνατος» «θάνατος» πλέον μοιάζει,
θανὴ σημάδι κι’ οωνός, τ νόημα λο λλάζει.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ ἄμπελος τῆς συλλογῆς


μπελος τς συλλογς

ρξθ΄

δο ο λόφοι τς σιωπς, ο γρο τς ρημίας·
κεῖ λιόγερμα δίχως νυχτιά, κε δύσις δίχως σκότος,
μπροστάθε τοῦ ιδου ο κρημνοί, πίσω το κόσμου ο κάμποι
καὶ γύραθε περίσπαρτα το χρόνου τ γκρεμίδια.
κε μοχθε κι’ ποιητὴς τς συλλογς τ’ μπέλιν,
πο τρυγται στν καιρό, παληώνει στν αἰῶνα,
καὶ βγάζει δυ λογιν κρασί, χρυσον κα πορφυρτον,
τὸ πορφυρτον μμορφι κα τ χρυσον τ πνεμα.
Καὶ τρέχει πάνω στς δος κα σμείγει τος δοιπόρους,
τοὺς κ τν κάμπων περπατοῦν κα τος κρημνος γυρεύουν,
τὰ δυ ες να τ κερν, φιλεύει τους ν πισιν,
νὰ εφρανθσιν, ν’ ντρειωθον, τν δρόμον ν βαστάξουν.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ἐμβατήριον

Διασκευὴ ποιήματος τοῦ Τυρταίου
ἢ λαϊκοῦ ἐμβατηρίου

Μπρός, διαβῆτε τῆς Σπάρτης, ποὺ οἱ ἄντρες ἀνθίσαν,
σεῖς οἱ γυιοὶ ποὺ πατέρες πολῖτες γεννῆσαν.
Τὸ ζερβὺ τῆς ἀσπίδος τὸν γῦρον νὰ δείχνῃ,
τὸ δεξί, μ’ ὅλο ἀντρειά, τὸ κοντάριν νὰ ὑψώνῃ,
καὶ ζωὴν μὴ βλεπίσῃ κανείς, σὰν χτυπιέται·
δῶ στὴ Σπάρτη, παλαιόθε, πρεπὸ δὲν περνιέται.


Ἄγετ’ ὦ Σπάρτας εὐάνδρω
κῶροι πατέρων πολιατᾶν,
λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε,
δόρυ δ’ εὐτόλμως ἄνχεσθε
μὴ φειδόμενοι τᾶς ζωᾶς·
οὐ γὰρ πάτριον τᾷ Σπάρτᾳ.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Ὀρφικὸν ἐρωτικὸν


ρφικν ρωτικν

ρξη΄

Δεξιά ’χω κόρην ἐγδυμνή, ζερβ τ κρυν σπαθί μου,
κάτω μου ὁγρ πλών’ γς κι’ πάνωθέ μου τ’ στρη
κι’ ἄγρυπνος συλλογίζομαι κα λογισμο γρυπνον με:
Πὼς κεμαι, λέει, κορφομεσίς, στο κόσμου τ γιοφύρι,
κι’ εἰς τό ’να στόμα ὁ θάνατος κι’ ες τ’ ντικρ γάπη,
κι’ ὁ χρόνος κάτω φροκυλ κι’ αἰῶνας πανωφέγγει,
καὶ μ’ νακράζουν, μ καλον κι’ «νθρωπο» μ’ νομάζουν
κι’ ἐγ ες ατος ποκρίνομαι κάθε πο μ φωνάζουν.
«Εἶμαι γις τς μάννας γς κα τ’ ορανο βλαστάρι,
κι’ ἂν εστε ο τρες μορα μου, γάπη εν’ γών μου,
τελευτ κι’ χρόνος μου, μήτρα μου, πατρικόν μου».
Κι’ ὁρμν χρόνος μ’ δωκεν κι’ θάνατος νη χάρι·
τοὺς λογισμος πόδιωξα κι’ λόκορμος πυρώνω
κι’ ἐστράφην στ γδυμν κορμ κι’ γκάλιασα τν κόρη
κι’ εἰς τὸν ἀγρὸν ἐχώθηκα τὰ οὐράνια νὰ τρυγήσω.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Πύλες


Πύλες

ρξζ΄

Πύλη μᾶς φτύνει, μς πετ, πύλη μς καταπίνει,
φίδι στόμαν νοιξε κα τν ορά του πίνει.
Ζωὲς θνητς διαβαίνομε, πομπς θνητς λυγμε,
στὰ καυδιανά μας δίκρανα σκύβομε κα περνμε.
Φωτιὰ στν πάγο πνίγεται, φωτι τν πάγο λειώνει·
ζωὴν θάνατος γενν κα τν ζων ποσώνει.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Ἡ ῥήγισσα τῶν λευκῶν


ήγισσα τν λευκν

ρξϚ΄

Ῥῆγας, σπαθίου ρχόντοι, πύργοι κι’ λογα
καὶ σ στος πρώτους, τν λευκν ήγισσα,
λιόφωτο χιόνι ἀστράφτεις στ φουσστο μας.
Κι’ ἂν πιόνι γ γι σέ, λογιέμαι, χαμνό,
γιὰ σ βαστ τος μαύρους κα τν πόλεμο,
καρτέρια, μπλόκα τῶν χτρν στν βακα.
Κι’ ἂν ποτορμήσω θλον κα ποκοτιάν,
σως ν μ’ ρεχτς κα ν’ γαπήσς με.
Δὲν πλέει τ δοιάκι τν μοιρν κλόνητο,
δὲν πάει κι’ Κόσμος νελεημόνητος.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Polaris




















Διήγημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ.
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 18ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Στὸ βορεινὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου φεγγοβολεῖ, μὲ φῶς ἀπόκοσμον, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Λάμπει ἐκεῖ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν μακρόσυρτων διαβολικῶν ὡρῶν τοῦ νυχίου σκότους. Καὶ κατὰ τὸ φθινόπωρο, ποὺ οἱ βοριᾶδες καταριῶνται καὶ ὀλολύζουν καὶ τὰ δέντρα τοῦ βάλτου, μὲ τὰ κοκκινωπὰ φύλλα, συνομιλοῦν ψιθυριστά, ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη, τὶς μικρὲς ὧρες τοῦ πρωϊνοῦ, κάθομαι κοντὰ στὸ παραθυρόφυλλο καὶ παρατηρῶ τὸ ἄστρο. Ψηλὰ ἀπὸ τὰ χάη τρεκλίζει ἡ λαμπρὴ Κασσιόπη καθὼς οἱ ὧρες προχωροῦν ἀργά, ἐνῷ  ὁ ἀστερισμὸς Τσὰρλς Γουέιν πορεύεται βαριά, πίσω ἀπὸ τὰ μουλιασμένα καὶ ἀτμίζοντα δέντρα τοῦ βάλτου ποὺ λικνίζονται στὸ νυχτερινὸ ἀγέρι.  Μόλις πρὶν τὴν αὐγὴ ὁ Ἀρκτοῦρος τρεμοπαίζει, ῥόδινος, πάνωθε τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, καὶ ἡ Κόμη τῆς Βερενίκης ῥίχνει ἀλλόκοτα τὸ τρέμιο φῶς της πέρα, κατὰ τὴν μυστηριώδη ἀνατολή. Ὅμως ἀκόμα ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο τοῦ μαύρου θόλου, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ. Κάποιες φορές, σὰν εἶναι συννεφιά, μπορῶ καὶ κοιμοῦμαι.
     Καθαρὰ θυμοῦμαι τὴν νύχτα τῆς μεγάλης Ἠοῦς, ὅταν πάνω ἀπ’ τὸν βάλτο ταλαντεύθηκαν τρομακτικὲς ἀκτινόμορφες λάμψεις ἑνὸς δαιμονικοῦ φωτός. Μετὰ ἀπὸ τὴν φωτοδέσμη συννέφιασε καὶ τότε ἀποκοιμήθηκα.
      Ἦταν πάλι ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ὅταν πρωταντίκρυσα τὴν πόλι. Ἀκίνητη καὶ νυσταγμένη κειτόταν, ἐπὶ ἑνὸς ἰδιότυπου ὑψιπέδου ποὺ ἐκτεινόταν σ’ ἕνα κοίλωμα μεταξὺ παράξενων κορυφῶν. Ἀπὸ μάρμαρο νεκρικῆς ὠχρότητας ἦσαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι της, οἱ στῦλοι, οἱ θόλοι καὶ τὰ πεζοδρόμια. Στὶς μαρμάρινες ὁδοὺς ὑπῆρχαν μαρμάρινοι κίονες ποὺ κατέληγαν σὲ κιονόκρανα μὲ τὶς ἀνάγλυφες μορφὲς ἀξιοσέβαστων γενειοφόρων ἀνδρῶν. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν θερμὴ κι’ ἐπικρατοῦσε ἄπνοια. Καὶ ὑψηλά, μόλις δέκα μοῖρες ἀπ’ τὸ ζενίθ, ἔλαμπε κεῖνος ὁ παρατηρητής, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Ἐπὶ μακρὸν ἀτένισα πρὸς τὴν πόλι μὰ δὲν ξημέρωσε. Ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαράν, ποὺ τρεμόπαιζε χαμηλὰ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ δὲν ἔδυε ποτέ, εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα τὸ ἓν τέταρτον τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, εἶδα κίνησι καὶ φῶτα στὰ σπίτια καὶ στοὺς δρόμους. Μορφὲς ἰδιόῤῥυθμα ντυμένες ἀλλὰ συνάμα εὐγενεῖς καὶ οἰκεῖες κυκλοφοροῦσαν ἔξω καὶ ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ἄνθρωποι ἔλεγαν σοφίες σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ κατανοοῦσα, ὡστόσο δὲν θύμιζε καμμία γλῶσσα ἀπ’ ὅσες γνώριζα. Καὶ ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, ἐπικράτησε πάλι σκότος καὶ σιωπή.
      Ὅταν ξύπνησα δὲν ἤμουν σὰν πρῶτα. Εἶχε ἐντυπωθῆ στὴν μνήμη μου τὸ ὅραμα τῆς πόλεως καὶ μέσα στὴν ψυχή μου εἶχε ἀναδυθῆ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπροσδιόριστη ἀνάμνησι, γιὰ τῆς ὁποίας τὴν φύσι δὲν ἤμουν τότε βέβαιος. Ἔκτοτε, τὶς συννεφιασμένες βραδιὲς ποὺ μ’ ἔπιανε ὕπνος, ἔβλεπα τὴν πόλι συχνά. Πότε ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη καὶ πότε ὑπὸ τὶς καυτὲς κίτρινες ἀκτῖνες ἑνὸς ἥλιου ποὺ δὲν ἔδυε, ὅμως περιστρεφόταν χαμηλὰ γύρω  ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα. Καὶ τὶς νύχτες μὲ ξαστεριὰ ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτοῦσε μοχθηρά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.
      Σταδιακὰ κατέληξα ν’ ἀναρωτιέμαι περὶ τῆς θέσεώς μου στὴν πόλι τοῦ ἰδιότυπου ὑψιπέδου, μεταξὺ τῶν παράξενων κορυφῶν.  Ἱκανοποιημένος, στὴν ἀρχή, νὰ ἐξετάζω τὸ τοπίο ὡς ἀσώματη παρουσία ἀμέτοχου παρατηρητῆ, πλέον ἐπιθυμοῦσα νὰ ὁρίσω τὴν σχέσι μου μ’ αὐτὴν καὶ νὰ διατυπώσω κι’ ἐγὼ τὶς σκέψεις μου, ὡς ἕνας ἀπ’ τοὺς ἀξιοσέβαστους ἄνδρες ποὺ συνωμιλοῦσαν καθημερινὰ στὶς δημόσιες πλατεῖες. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «Αὐτὸ δὲν εἶναι ὄνειρο, γιατὶ μὲ ποιούς τρόπους μπορῶ ν’ ἀποδείξω, περισσότερο ἀπὸ τούτη, τὴν ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἄλλης ζωῆς στὸ λιθόκτιστο σπίτι, νοτίως τοῦ δαιμονικοῦ βάλτου καὶ τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μὲ περιέργεια μέσα στὸ βορεινὸ παράθυρό μου κάθε βράδυ;»
      Κάποια νύχτα, καθὼς ἄκουγα τὴν συζήτησι σὲ μιὰ μεγάλη πλατεῖα, ποὺ περιεῖχε πλῆθος ἀγαλμάτων, ἔνιωσα μιὰν ἀλλαγὴ καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἐπιτέλους εἶχα ἐνσώματη παρουσία. Μήτε καὶ ἤμουν κάποιος ξένος στοὺς δρόμους τῆς Ὀλαθόης, ἡ ὁποία κεῖται ἐπὶ τοῦ ὑψιπέδου τῆς Σαρκίδος καὶ μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ὁ ὁμιλῶν ἦταν ὁ φίλος μου  Ἄλως, ὁ δὲ λόγος του τέτοιος ποὺ μοῦ εὔφραινε τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν λόγος ἀληθινοῦ ἀνδρὸς καὶ πατριώτη. Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔγινε γνωστὴ ἡ πτῶσι τῆς Ντάϊκος καὶ ἡ προέλασι τῶν Ἰνοῦτος: Κοντόχοντρα δαιμονικὰ κίτρινα κτήνη ποὺ πρωτοφάνηκαν πρὶν πέντε χρόνια ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἄγνωστης δύσεως, μὲ σκοπὸ νὰ δηώσουν τὶς ἀκριτικὲς περιοχὲς τοῦ βασιλείου μας, ὥστε κατόπιν νὰ πολιορκήσουν τὶς πόλεις. Ἔχοντας ἐκπορθήσει τοὺς ὠχυρωμένους τόπους στοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν, ὁ δρόμος πρὸς τὸ ὑψίπεδο ἦταν πλέον ἀνοιχτός, ἐκτὸς καὶ ἂν κάθε πολίτης προέβαλε ἀντίστασι μὲ τὴν δύναμι δέκα ἀνδρῶν. Γιατὶ τὰ κοντόχοντρα πλάσματα ἦσαν δεινὰ στὶς τέχνες τοῦ πολέμου καὶ ἀγνοοῦσαν τοὺς περὶ τιμῆς ἐνδοιασμούς, ποὺ συγκρατοῦσαν τοὺς δικούς μας ὑψηλόκορμους γκριζομμάτηδες ἄνδρες τῆς Λόμαρ ἀπὸ ἀνηλεεῖς κατακτήσεις.
      Ὁ Ἄλως, ὁ φίλος μου, ἦταν διοικητὴς ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὑψιπέδου καὶ ἀπ’ αὐτὸν κρεμόταν ἡ στερνὴ ἐλπίδα τῆς πατρίδας μας. Κατὰ τὴν παροῦσα περίστασι μίλησε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ θ’ ἀντιμετωπίζαμε καὶ παρώτρυνε τοὺς ἄνδρες τῆς Ὀλαθόης, τοὺς γενναιότερους τῶν Λομαριανῶν, νὰ τηρήσουν πιστὰ τὶς παραδόσεις τῶν προγόνων τους· οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναγκάσθηκαν νὰ πορευθοῦν νοτίως τῆς Ζόμπνα, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προέλασι τοῦ μεγάλου παγετῶνα (ὅπως ὁμοίως οἱ ἀπόγονοί μας θὰ χρειαστῇ μιὰν ἡμέρα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Λόμαρ), θαῤῥετὰ καὶ νικηφόρα σάρωσαν τοὺς μαλλιαροὺς μακρυχέρηδες καννιβάλους Γκνόφκεζ ποὺ τοὺς ἔφραζαν τὸν δρόμο. Ὁ Ἄλως μοῦ ἀρνήθηκε τὸ καθῆκον τοῦ πολεμιστῆ γιατὶ ἤμουν ἀδύναμος καὶ εἶχα τὴν τάσι γιὰ περίεργες λιποθυμίες ὅταν ὑποβαλλόμουν σὲ πίεσι καὶ κακουχίες. Ὅμως εἶχα τὴν ὀξύτερη ὅρασι μεταξὺ τῶν πολιτῶν, ἀνεξαρτήτως τῶν πολλῶν ὡρῶν ποὺ καθημερινὰ ἀφιέρωνα στὴν σπουδὴ τῶν Πνακοτικῶν χειρογράφων καὶ στὴν μελέτη τῆς σοφίας τῶν Ζομπναριανῶν πατέρων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ φίλος μου, μὴ ἐπιθυμῶντας νὰ μὲ καταδικάσῃ σὲ ἀδράνεια, μὲ ἀποζημίωσε μὲ τοῦτο τὸ μηδαμινῆς σπουδαιότητας καθῆκον. Μ’ ἔστειλε στὸ παρατηρητήριο τοῦ Θάπνεν νὰ ὑπηρετῶ ὡς τὰ μάτια τοῦ στρατοῦ μας. Ἂν οἱ Ἰνοῦτος ἐπιχειροῦσαν νὰ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς στενωποῦ πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον, ὥστε μ’ αὐτὴν τὴν κίνησι νὰ αἰφνιδιάσουν τὴν φρουρά, ἤμουν ὡρισμένος νὰ στείλω τὸ σῆμα φωτιᾶς ποὺ θὰ προειδοποιοῦσε τοὺς ἐν ἀναμονῇ στρατιῶτες καὶ θὰ διέσωζε τὴν πόλι ἀπὸ ἄμεση καταστροφή.
     Ἔρημος ἀνέβηκα τὸν πύργο, γιατὶ κάθε στιβαρὸς στὸ σῶμα ἄνδρας χρειαζόταν στὰ χαμηλότερα περάσματα. Ὄντας πολλὲς ἡμέρες ἄυπνος, τὸ μυαλό μου πονοῦσε σαστισμένο ἀπὸ διέγερσι καὶ ἐξάντλησι. Ὅμως ὁ στόχος μου ἦταν ἀκλόνητος, ἐπειδὴ ἀγαποῦσα τὴν γενέθλια γῆ μου τὴν Λόμαρ καὶ τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης, ποὺ κεῖται μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ἀλλὰ καθὼς στεκόμουν στὸ ὑψηλότερο δωμάτιο τοῦ πύργου, ἰδοὺ ἡ κερασφόρος φθίνουσα σελήνη, κόκκινη καὶ δαιμονική, νὰ τρέμῃ ἀνάμεσα στοὺς ἀτμοὺς ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὴν μακρυνὴ κοιλάδα τοῦ Μπάνοφ. Καὶ ἀπὸ μιὰ χαραμάδα στὴν στέγη λαμπύριζε ὁ χλωμὸς Πολικὸς ἀστέρας, φτερουγίζοντας σὰν ζωντανὸς καὶ κοιτῶντας κακότροπα σὰν δαίμονας καὶ πειραστής. Μοῦ φάνηκε πὼς τὸ πνεῦμα του ψιθύριζε κακοπροαίρετες συμβουλές, καθησυχάζοντάς με σχετικὰ μὲ τὴν προδοτικὴ ὑπνηλία, μὲ μιὰν ἀναθεματισμένη ῥυθμικὴ ὑπόσχεσι, τὴν ὁποία ἐπαναλάμβανε ξανὰ καὶ ξανά:

«Βιγλάτορα κοιμήσου ὥσπου οἱ σφαῖρες
γιὰ δυόμισι μυριάδων χρόνων μέρες
θὰ στρέφωνται· καὶ τότε πάλι ὁρίζω 
στὸν τόπο, ἐδῶ, ποὺ τώρα λαμπυρίζω.
Ἄλλ’ ἄστρη, τὸ γοργόν, θὲ ν’ ἀνατείλουν
πάνω στὸν νοητὸν οὐράνιο στῦλον.
Ἄστρη ὁποὺ πραΰνουν κι’ εὐλογοῦνε
μὲ τὴν γλυκειὰ τὴν λήθη ὁποὺ σκορποῦνε:
Μόνον ὅταν ὁ γῦρος μου γυρίσῃ,
τὸ παρελθὸν στὴν πόρτα σου θὰ ὁρίσῃ».

Ματαίως πάλεψα μὲ τὴν νύστα μου, ἀναζητῶντας νὰ συνδέσω τούτους τοὺς παράξενους λόγους μὲ κάποιες παραδεδομένες γνώσεις περὶ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶχα διδαχθῆ ἀπὸ τὰ Πνακοτικὰ χειρόγραφα. Τὸ κεφάλι μου, ἀσήκωτο καὶ νὰ γυρίζῃ, κρεμάστηκε στὸ στῆθος μου καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια ἦταν ἐντὸς ὀνείρου. Μὲ τὸν Πολικὸν ἀστέρα νὰ μοῦ χαμογελᾷ πλατιὰ μέσ’ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, πάνωθε τῶν φριχτῶν λικνιζομένων δέντρων ἑνὸς ὀνειρικοῦ βάλτου. Καὶ ἀκόμα ὀνειρεύομαι.
     Βυθισμένος στὴν ντροπὴ καὶ στὴν ἀπόγνωσί μου οὐρλιάζω μανιωδῶς, ἱκετεύοντας τὰ ὀνειροπλάσματα τριγύρω μου νὰ μὲ ξυπνήσουν, προτοῦ οἱ Ἰνοῦτος διαβοῦν ἀπαρατήρητοι τὸ πέρασμα πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον καὶ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι μέσῳ αἰφνιδιασμοῦ. Τοῦτα τὰ πλάσματα, ὅμως, εἶναι δαίμονες, γιατὶ μοῦ γελοῦν κατάμουτρα καὶ μοῦ ἐξηγοῦν πὼς δὲν ὀνειρεύομαι. Μὲ χλευάζουν ἐνῷ κοιμοῦμαι καὶ ἐνόσῳ ὁ κοντόχοντρος κίτρινος ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ ἕρπῃ ἀθόρυβα ἐναντίον μας. Ἀπέτυχα νὰ τηρήσω τὸ καθῆκον μου καὶ πρόδωσα τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης. Ἀποδείχθηκα τιποτένιος στὸν Ἄλως, τὸν φίλο μου καὶ διοικητή μου. Μὰ καὶ πάλι καγχάζουν οἱ ἥσκιοι τοῦ ὀνείρου μου. Ἰσχυρίζονται πὼς γῆ τῆς Λόμαρ δὲν ὑπάρχει πέραν τῶν νυχτερινῶν μου φαντασιώσεων. Πὼς σ’ ἐκεῖνες τὶς ἐπικράτειες, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας λάμπει ψηλὰ καὶ ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν πορεύεται ἀργὰ καὶ χαμηλὰ γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, δὲν ὑπῆρξε τίποτα πλὴν πάγου καὶ χιονιοῦ ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, μήτε καὶ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοντόχοντρα κίτρινα πλάσματα, τὰ μαραμμένα ἀπ’ τὸ ψῦχος, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζουν «Ἐσκιμώους».
      Καὶ καθὼς σφαδάζω βυθισμένος στὴν ὀδύνη τῆς ἐνοχῆς μου, ἀλλόφρων νὰ σώσω τὴν πόλι ποὺ ἡ ἐναντίον της ἀπειλὴ κάθε στιγμὴ αὐξάνεται, καὶ ματαιοπονῶντας ν’ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὸ ἀφύσικο ὄνειρο μὲ τὸ λιθόκτιστο σπίτι, τὸν δαιμονικὸ βάλτο καὶ τὸ κοιμητήριο στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὁ Πολικὸς ἀστέρας, κακὸς καὶ τερατώδης, κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸν μαῦρο θόλο, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ.