Τὸ γεφύρι τῆς Ἄρτας


 
                    Τὸ γεφύρι τῆς Ἄρτας

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἑξήντα μαθητάδες,
γιοφύριν ἐθεμέλιωναν στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι.
῾Ολημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν.
Μοιριολογοῦν οἱ μάστοροι καὶ κλαῖν οἱ μαθητάδες :
-᾽Αλίμονο στοὺς κόπους μας, κρίμα στὶς δούλεψές μας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζουμε, τὸ βράδυ νὰ γκρεμιέται!
Πουλάκι ἐδιάβη κι ἔκατσε ἀντίκρυ στὸ ποτάμι,
δὲν ἐκελάηδε σὰν πουλί, μηδὲ σὰ χελιδόνι,
παρὰ ἐκελάηδε κι ἔλεγε, ἀνθρωπινὴ λαλίτσα :
῍Α δὲ στοιχειώσετε ἄνθρωπο, γιοφύρι δὲ στεριώνει
καὶ μὴ στοιχειώσετε ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη,
παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὄμορφη γυναίκα,
πὄρχεται ἀργὰ τ’ ἀποταχὺ καὶ πάρωρα τὸ γιόμα.
Τ’ ἄκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μὲ τὸ πουλὶ τ’ ἀηδόνι:
Ἀργὰ ντυθῆ, ἀργὰ ἀλλαχτῆ, ἀργὰ νὰ πάη τὸ γιόμα,
ἀργὰ νὰ πάη καὶ νὰ διαβῆ τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Καὶ τὸ πουλὶ παράκουσε κι ἀλλιῶς ἐπῆγε κι εἶπε :
-Γοργὰ ντύσου, γοργὰ ἄλλαξε, γοργὰ νὰ πᾶς τὸ γιόμα,
γοργὰ νὰ πᾶς καὶ νὰ διαβῆς τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Νά τηνε κι ἐξανάφανεν ἀπὸ τὴν ἄσπρη στράτα.
Τὴν εἶδ’ ὁ πρωτομάστορας, ῥαγίζεται ἡ καρδιά του.
Ἀπὸ μακρυὰ τοὺς χαιρετᾶ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει:
-Γειά σας, χαρά σας μάστοροι κι ἐσεῖς οἱ μαθητάδες,
μὰ τί ἔχει ὁ πρωτομάστορας κι εἶναι βαργωμισμένος
-Τὸ δαχτυλίδι τὄπεσε στὴν πρώτη τὴν καμάρα,
καὶ ποιός νὰ μπῆ καὶ ποιός νὰ βγῆ τὸ δαχτυλίδι νἄβρη;
-Μάστορα, μὴν πικραίνεσαι κι ἐγὼ νὰ πά’ στὸ φέρω,
ἐγὼ νὰ μπῶ, κι ἐγὼ νὰ βγῶ, τὸ δαχτυλίδι νἄβρω.
Μηδὲ καλὰ κατέβηκε, μηδὲ στὴ μέση ἐπῆγε·
-Τράβα, καλέ μ᾽, τὸν ἅλυσο, τράβα τὴν ἁλυσίδα,
τὶ ὅλον τὸν κόσμο ἀνάγειρα καὶ τίποτες δὲν ἦβρα.
῞Ενας πιχάει μὲ τὸ μυστρί, κι ἄλλος μὲ τὸν ἀσβέστη,
παίρνει κι ὁ πρωτομάστορας καὶ ῥίχνει μέγα λίθο.
-Ἀλίμονο στὴ μοίρα μας, κρίμα στὸ ῥιζικό μας!
Τρεῖς ἀδερφάδες ἤμαστε, κι οἱ τρεῖς κακογραμμένες,
ἡ μιά ᾽χτισε τὸ Δούναβη, κι ἡ ἄλλη τὸν Ἀφράτη,
κι ἐγὼ ἡ πλιὸ στερνότερη τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
῾Ως τρέμει τὸ καρυόφυλλο, νὰ τρέμη τὸ γιοφύρι,
κι ὡς πέφτουν τὰ δεντρόφυλλα, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες.
-Κόρη, τὸν λόγον ἄλλαξε, κι ἄλλη κατάρα δῶσε,
πὄχεις μονάκριβο ἀδερφό, μὴ λάχη καὶ περάση.
Καὶ αὐτὴ τὸν λόγον ἄλλαξε, κι ἄλλη κατάρα δίνει:
Ἂν τρέμουν τ’ ἄγρια βουνά, νὰ τρέμη τὸ γιοφύρι,
κι ἂν πέφτουν τ’ ἄγρια πουλιά, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες,
τὶ ἔχω ἀδερφὸ στὴ ξενιτιά, μὴ λάχη καὶ περάση.

ΠΑΡΑΛΟΓΗ