Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Ὁ ἀστροθώρητος


στροθώρητος

ρπθ΄

Στὸν παρασταίνει τν τρανό, στν κάμει τν καμπόσο,
φήνω τόπο κα περν, μι ρμήνεια θ τν δώσω.
Τὴν κεφαλ ν στρέψ την κα ν βιγλίσ τ’ στρη
κι’ ὕστερ’ τς ν μετρηθ μπρς στο πυρς τ κάστρη.
Κι’ ἅμα ερεθ στ σκότη φῶς κι’ δάμας πο γυαλίζει
καὶ λιος βασίλευτος πο σπιθολαμπυρίζει,
θαῤῥούμενα ν διαλαλ κι’ ες λους ν μηνύσ
πὼς τ’ στρη τν θώρησαν ς χει τα θωρήσει.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Γῆ 2017 μ.Χ.

Γῆ 2017 μ.Χ.

ρπη΄

Σὰν περμαζώνωνται θεργιά, μοβόρα ς τρογυρνοσι,
βουτᾶν στ χμα ο σέρπονται κι’ ο φτερουγν πετοσι.
Χάνοντ’ οἱ γοργοπόδαροι, κρον ο κερατωμένοι,
οἱ ξύπνοι μηχανεύονται, κρύβονται ο διαβασμένοι.
λι εἰς τυφλος κι’ νόητους, μίσταρνους κι’ λαζόνες,
γιομᾶτοι λπίδα θ’ λεστον στς κοφτερς σιαγόνες.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Ἀγαθὸς ἦν

Ἀγαθὸς ἦν

ρπζ΄

Πρόσωπα:

Ἄνδρας 40 ἐτῶν
Γυναῖκα 25 ἐτῶν

Πρτες μέρες το κτώβρη, νύχτα. Μι ξύλινη ποθήκη. Μπροστά της πλώνεται μμος κα παραπέρα θάλασσα. Πίσω της κεται μι ξοχικ κατοικία, κρυμμένη μέσα στ πεκα. ντς διάφορα σύνεργα κα παλη ργαλεα. νας νδρας, γενειοφόρος, κάθεται δίπλα στ τραπέζι, γυμνς π τν μέσι κι’ πάνω. πέναντί του, στ κρεββάτι, κάθεται κλαδν μία γυνακα μακρομαλλοσα. Εναι λόγυμνη κι’ χει τυλιγμένη τν πλάτη μ’ λαφρ σκέπασμα.

Α: Κόπηκε τὸ ῥεῦμα πάλι (ἀνάβει ἕνα κερί). 
Γ: Μὴν ἀλλάζῃς συζήτησι (ἀνάβει τσιγάρο), μὲ φῶς ἢ μὲ σκοτάδι, ἐγὼ φοβᾶμαι.
Α: … (Τὴν κοιτᾷ κάποιες στιγμὲς σιωπηλὸς)
Γ: Τί…
Α: Θὰ σοῦ πῶ τὸν λόγο ποὺ ὁ θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο.
Γ: Γιατί, τὸν γνωρίζεις; (Χαμογελᾷ)
Α: Τὸν εἶχα διαβάσει κάποτε στὸν «Τίμαιο» τοῦ Πλάτωνα. Καὶ εἶπα: αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο.  
Γ: Καὶ ποιός εἶναι λοιπὸν ὁ λόγος ποὺ τὸν δημιούργησε;
Α: Ἦταν ἀγαθός.
Γ: Ἦταν ἀγαθός (φυσᾷ τὸν καπνὸ νωχελικά).  
Α: Ὁ ἀγαθός, μᾶς λέει, δὲν ἔχει μέσα του κανέναν ἀπολύτως φθόνο, δὲν φθονεῖ κανέναν καὶ τίποτα. Ἑπομένως ἐπιθυμεῖ γιὰ ὅλα τὸ καλύτερο. Καὶ  τὸ καλύτερο εἶναι ὁ ἴδιος, καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του θέλησε νὰ μοιάσουν τὰ πάντα· «παραπλήσια ἑαυτῷ» ἔλεγε τὸ ἀρχαῖο κείμενο, μοῦ ’χει μείνει. Καὶ λίγο παρακάτω ἔλεγε ὅτι στὸν ἄριστο δὲν ἁρμόζει νὰ κάνῃ τίποτε κατώτερο ἀπὸ τὸ ὡραιότερο. Σκέψι ἁπλῆ κι’ ἀκλόνητη.
Γ: Καὶ πῶς εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ θεὸς εἶναι ἀγαθός, καὶ ὁ Πλάτωνας ποῦ τὸ ξέρει; Ἴσως καὶ νὰ εἶναι κακὸς ἢ μὴ ἀγαθὸς ἢ ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα ἀπὸ τὸ ἀγαθὸς ὣς τὸ κακός. Ἴσως καὶ τίποτ’ ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ μὰ κάτι ποὺ τὸ μυαλό μας δὲν μπορεῖ νὰ νιώσῃ, οὔτε νὰ περιγράψῃ. Καὶ μπορεῖ νὰ δημιούργησε τὸν κόσμο γιὰ ἄλλους δικούς του λόγους ποὺ οὔτε κἂν φανταζόμαστε, ἂν ἕνα τέτοιο ὂν χρειάζεται λόγους δηλαδὴ γιὰ νὰ φτειάξῃ τὸ ὁτιδήποτε. Ἀπορία ἐπίσης ἁπλῆ.
Α: Καὶ τί εἶναι τὸ κακό; Δὲν εἶναι μήπως κάποιο εἶδος φθορᾶς καὶ ἀταξίας καὶ διαλύσεως; Κάποιο εἶδος ἀγεωμέτρητης δράσεως καὶ παρεκτροπῆς καὶ δυσαρμονίας;
Γ: Κι’ αὐτὰ κι’ ἄλλα πολλά, ἄσε, ξέρω (φυσᾷ τὸν καπνό).
Α: Ὅμως ὅλ’ αὐτὰ καὶ πλῆθος ἄλλα παρόμοια, δὲν ἐκδηλώνονται μέσα στὸν κόσμο τῆς γενέσεως, τῆς μεταβολῆς καὶ τοῦ χρόνου; Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ γένεσι καὶ ἡ μεταβολὴ καὶ ὁ χρόνος; Καὶ ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα, ποὺ εἶπες, ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ ὣς τὸ κακό, πάλι δὲν εἶναι καταστάσεις ἀνάμεικτες, ἄσχετα πόση ἀναλογία κακοῦ καὶ ἀγαθοῦ ἔχουν; Μὰ καὶ κάθε πρᾶγμα ποὺ ὑπάρχει, κάθε γνώρισμα καὶ ἰδιότητα, ὅλ’ ἡ φθορὰ κι’ ἡ ἀνακύκλωσι καὶ ὁ αἰώνιος στροβιλισμὸς τῶν πάντων, τὴν ἴδια αἰτία δὲν ἔχει; Ὅμως τὸ ἀγέννητο, τὸ ἄναρχο καὶ ἄχρονο εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἔχῃ ὁποιοδήποτε γνώρισμα ἢ τὴν ὅποια ἰδιότητα ποὺ ἐκδηλώνεται ἀποκλειστικὰ μέσα στὴν γένεσι καὶ στὸν χρόνο καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν; Ὄχι φυσικά. Εἶν’ ἐντελῶς καὶ ἀμετάκλητα ἀδύνατο νὰ πιστεύουμε τὸν θεὸ ὡς ὁτιδήποτε ἄλλο παρὰ ἀγαθό. Ἂν κάνῃς ἀνάλογους συλλογισμοὺς καὶ πάρῃς μύριους δρόμους, ὅλοι θὰ σὲ βγάλουν μπροστὰ στὴν ἴδια πόρτα. Ὁ θεὸς εἶναι ἀγαθός. Κι’ ἀφοῦ εἶναι ἀγαθὸς ἡ ἀγαθότητά του ἀρκεῖ ὡς ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας. Κάθε ἄλλος λόγος θὰ ἦταν περιττός, ἀκυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα.
Γ: Ἴσως νὰ ἔχῃς δίκηο, δὲν ξέρω… δὲν μπορῶ νὰ σκεφτῶ τώρα… μπλέξαμε ἄσχημα κι’ ἔχει μουδιάσει τὸ μυαλό μου.
Α: Γνωρίζω πὼς εἶσαι ἀπέραντα θλιμμένη. Ἐδῶ περνοῦσες τὰ καλοκαίρια σου ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἤσουν μικρὸ παιδί. Ἐδῶ ἔχεις τὶς ὡραιότερες ἀναμνήσεις.
Γ: Δὲν θέλω μὲ τίποτα νὰ χαθῇ αὐτὸ τὸ μέρος, θέλω νὰ ἔρχωμαι γιὰ πάντα ἐδῶ.
Α: Δὲν χάνεται αὐτὸ τὸ μέρος, ἀκόμα κι’ ἂν χαθῇ ἔτσι ὅπως τὸ ἐννοεῖς ἐσύ. Τὸ πῆρες μέσα στὴν ψυχή σου, πάει, τελείωσε, τυπώθηκε, θὰ τὸ κρατᾷς γιὰ πάντα.

γυνακα σβήνει τ τσιγάρο κα μένει σιωπηλ κα φρημένη, ν νδρας στρίβει να τσιγάρο κα τ νάβει.

Α: Ἐγὼ νομίζω πὼς ὅποιος πιστεύει στὸν θεὸ δὲν νιώθει ποτέ του μόνος καὶ ἀντέχει τὴν ἀνάγκη, ἀντέχει καὶ τὴν φθορὰ καὶ γεμίζει μ’ ἐλπίδα καὶ τυλίγεται μέσα του μὲ ζεστασιά, ἀφοῦ πειὰ γνωρίζει ὅτι κι’ αὐτὸς καὶ οἱ δικοί του καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἔχει τέτοιον πατέρα καὶ σύμμαχο, ποὺ ἐπιθυμεῖ γιὰ ὅλους τὸ ἄριστο. Ποῦ θὰ βρῇς καλύτερον; (Χαμογελᾷ)
Γ: Φυσικά, ἀποκλείεται νὰ βρῶ (χαμογελᾷ ἐπίσης). 
Α: Ξέρεις, τὸ νὰ μετέχουμε στὴν φύσι τοῦ θείου δὲν ἦταν δική μας ἐπιθυμία, κάποιο τρελὸ ὄνειρο ὅλων τῶν ἀποκάτω ὅτι τάχα κάποτε… ἦταν δική του, τοῦ ἀποπάνω. Αὐτὸ πάει νὰ πῇ τὸ «παραπλήσια ἑαυτῷ», καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐπιλογή του κι’ ἐπιθυμία του μὰ ὁ σκοπὸς ὁ ἴδιος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Νὰ μποῦν τὰ πάντα σὲ τάξι, νὰ γίνουν στολίδι καὶ νὰ μοιάσουν τοῦ θεοῦ.
Γ: Εὐγενεῖς σκέψεις μὰ δύσκολο νὰ τὶς κατεβάσῃς στὴν γῆ. Τὰ προβλήματα τρέχουν καὶ θὰ μὲ τσακίσουν. Μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ φυτεύουμε γενναῖες σκέψεις σὲ δειλὲς καρδιὲς νὰ μὴ φοβοῦνται, μὰ καὶ πάλι δὲν γίνεται νὰ σταματήσουν τὸ κακὸ ποὺ ἔρχεται. Ὁπότε σὲ τί θὰ μ’ ὠφελήσουν ὅλ’ αὐτά; Φοβᾶμαι. 
Α: Θὰ γεμίσῃς μὲ αὐτοπεποίθησι καὶ θὰ πάψῃς νὰ φοβᾶσαι.
Γ: Κι’ ἅμα πάψω;
Α: Τότε κάτι θαυμάσιο θὰ σοῦ συμβῇ. Θ’ ἀρχίσῃς νὰ βλέπῃς καὶ νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ σχεδιάζῃς καὶ νὰ παίρνῃς ἀποφάσεις καὶ νὰ δρᾷς…
Γ: Ἦρθε τὸ ῥεῦμα!
Α: Ἄσε τὸ ῥεῦμα. Ντύσου καὶ πᾶμ’ ἔξω, νὰ περπατήσουμε στὴν ἄμμο, ἡ βραδιὰ εἶναι ζεστή, λές αὐγουστιάτικη. Παραπέρα, στὸ τέρμα, εἶν’ ἡ ἀρχὴ τῶν κυμάτων, ξεκινᾷ ἡ θάλασσα τῶν ὑδάτων, καὶ ἀπὸ πάνω μας ἁπλώνεται ἡ αἰώνια φωτεινὴ θάλασσα τῶν ἄστρων.  Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι δικά σου, σοῦ ἀνήκουν, καὶ σὺ εἶσαι δική τους, τοὺς ἀνήκεις. Δὲν μπορεῖ νὰ σᾶς χωρίσῃ ποτὲ κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ σ’ ἐξορίσῃ ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ θεοῦ ποτὲ κανείς. Τὴν γῆ σου μπορεῖ νὰ σοῦ τὴν ἁρπάξουν οἱ νεκροί, τὰ κράτη τῶν νεκρῶν, οἱ ἐφορεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ τράπεζες τῶν νεκρῶν. Οἱ νεκροί, ἐξόριστοι ἀπ’ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ζεστασιὰ τοῦ κόσμου, τριγυρνοῦν στὸ παγωμένο κι’ ἔρημο τίποτα καὶ προσπαθοῦν ν’ ἁρπάζουν, ὥστε νὰ ἰσχυρίζωνται τὸ ψέμμα πὼς κατέχουν κάτι. Καὶ παλεύουν νὰ πείσουν τὸν ἑαυτό τους ὅτι, ἀφοῦ κατέχουν, τάχα δὲν εἶναι νεκροὶ κι’ ἄρα ζοῦν. Ὅμως ὅποιος κατέχει ἀγαθὰ ποὺ τὰ τρώει ὁ χρόνος κι’ ἡ φθορά, πράγματα θνητὰ καὶ πεθαμένα, μόνο νεράκι σὲ κόσκινο κατέχει, δὲν ζῇ. Ἥσκιος εἶναι καὶ περιφέρεται στὸν κάτω κόσμο, καὶ μόνο σὰν πίνῃ λίγο αἷμα θυμᾶται. Εἶναι βρυκόλακες, μὴ τοὺς μιλᾷς κἄν, ἀκόμα κι’ ὅταν τοὺς μιλᾷς· ποτὲ μὴ τοὺς καταδεχτῇς. Πᾶμε;
Γ: Πᾶμε (σηκώνεται ὄρθια γοργά). Σ’ ἀγαπῶ!

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Εἰς τὴν τῶν δικαίων μάχην

Εἰς τὴν τῶν δικαίων μάχην

ρπϚ΄

Μᾶς κύκλωσ’ ἱππικό, * πεζούρα μόνο ἐμεῖς,
κι’ οἱ ἀρχόντοι μας ἱππεῖς * πῆγαν μὲ τὸν ἐχθρό.
Τὰ βέλη τοὺς βαστοῦν * πρὸς τὸ παρὸν μακριά,
τὰ βέλη θὰ σωθοῦν, * κάθε παρίππευσις
μᾶς ζώνει πειὸ σφιχτὰ * κι’ ἀρηώνουν οἱ ζυγοὶ
κι’ οἱ τάξεις λαγαρὲς * ἀπὸ τὰ βέλη των. 
Γλήγορα ἢ ἀργὰ * κατάφραχτοι, σωρός,
θὰ πέσουν μέσα μας * κι’ ὅλοι θὰ θεριστοῦν,
στὸν τόπο του ὁ καθεῖς, * πρεπὰ τῆς ἀντρειᾶς,
κι’ εἰς τὸν καιρὸ θ’ ἀχοῦν * κι’ εἰς τὸν καιρὸ θ’ ἀχοῦν.
Ἀμή ’ναι κι’ ἄλλη ὁδός. *  Τοῦ ὁπλίτου τ’ ἄρματα
ν’ ἀλλάξωμεν εὐθὺς * καὶ πελταστὲς γοργοὶ
σ’ ἵππους βαρύφορτους * πρῶτοι νὰ πέσωμε
καί, ἅμιπποι ἀλαφροί, * νὰ τοὺς πλευρίσωμε
κι’ ἢ ν’ ἀποθάνωμε * ἢ νὰ νικήσωμε. 
Σὰν ζώνῃ τ’ ἄδικον * μὴ σοῦ παγώνῃ ὁ νοῦς,
κερί, μὴ στυλωθῇς, * τὴν μάχην ἄλλαζε
κι’ ἢ πρῶτος νὰ χτυπᾷς * ἢ σκόρπα, μὴ σταθῇς…
πανοῦργο ἀργάζεται * μὰ δὲν φαντάζεται.


Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Εἰς τὸν ἄρνα


 Εἰς τὸν ἄρνα

ρπε΄

Ὁ ποὺ κακουργεῖ * πάντα κακὸς δὲν μένει.
Πότ’ ἀγαθουργεῖ, * πότε συννόμως πράττων
τάχα ἡσυχάζει. * (Στὰ τρίσβαθά του ἀργάζει
ὕβρεις κι’ ὄχθρητες, * ἐκμαυλισμοὺς κι’ ἀπάτες,
κι’ ὀλέθρους ζητᾷ, * νὰ θρέφῃ τὴν ψυχή του.
Τέτοια ἡ φύσι του.) * Τὸ κρῖμα ὅμως δικό σου
καὶ τὸ πταίσιμον, * ἀμνός, ἂν λογαριάζῃς  
κύνα τὸν λύκο, * τὸν λέοντα γατοῦλα,
τὸν πολιτικὸ * τῶν λαῶν ὑπηρέτη. 
Ἄκουσον, γρούζει, * στράφτ’ ἡ ματιὰ τοῦ κτήνους.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

The Masque Of The Red Death



















Διήγημα το ντγκαρ λλαν Πόε
(Πρώτη δημοσίευσις στ 19ον τεχος το περιοδικο τς
Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Στν λληνικ ρχουσα τάξι

«ρυθρς Θάνατος» π μακρν φάνιζε τν χώρα. Οδέποτε πρξε λοιμς πλέον λέθριος τόσο ποκρουστικός. Τ αμα ταν νσάρκωσι κα σφραγδα του – ρυθρότητα κα φρίκη το αματος.  μφανιζόταν μ ξες πόνους κα ξαφνικ ζάλη κα κατόπιν φθονη αμοῤῥαγία π τος πόρους μέχρι καταλήξεως. Ο φλογοκόκκινες κηλδες πάνω στ σμα κα δίως ἐκενες στ πρόσωπο το θύματος, σαν τ παγορευτικ πο πέτρεπε κάθε προσφορ βοήθειας κα συμπόνιας π τος συνανθρώπους του. Κα λη κδήλωσι, πρόοδος κα λοκλήρωσι το κύκλου τς σθένειας, ταν περιστατικ τς μισς ρας.
    Ὅμως πρίγκηπας Πρόσπερο ἦταν ετυχς κα θαῤῥαλέος κα νουνεχής. ταν ο παρχίες του ρημώθηκαν π τος μισος κατοίκους, προσκάλεσε νώπιόν του χίλιους κμαίους κα μέριμνους φίλους, διαλεγμένους π τος ππότες κα τς κυρίες τς αλς, κα μ τν συντροφι κείνων ἀπεσύρθη, αστηρ πομονωμένος, ντς νς κ τν χυρωμένων ββαείων του. Τ ββαεο, κατασκευ κτενς κα μεγαλόπρεπη, εχε οκοδομηθ σύμφωνα μ τν διόῤῥυθμη λλ περίβλεπτη προσωπική του ασθητική. Τ γυρόφερνε σχυρ κα ψηλ τεχος. Τ τεχος εχε πύλες σιδηρές. Ο αλικοί, φο μπκαν, φεραν καμίνους κα γκώδη σφυρι κα συγκόλλησαν τος σύρτες. ποφάσισαν ν μν φήσουν τρόπους εσόδου ξόδου γι παρορμητικς νέργειες νεκα πελπισίας τν ξω φρενίτιδας τν ντός. Τ ββαεο ταν πλούσια ἐφωδιασμένο. Μ τέτοιες προφυλάξεις ο αλικο μποροσαν ν ντισταθον στν μετάδοσι το λοιμο. ξω κόσμος ς φρόντιζε γι τν αυτό του. ν τ μεταξ θεωρετο νοησία θλψι κα περισυλλογή. πρίγκηπας εχε προμηθευθ μ λα κενα πο τέρπουν. πρχαν γελωτοποιοί, πρχαν κα ατοσχεδιαστς κα μπαλαρνες κα μουσικοί, πρχε καλλον κα ονος. λα ατ σν σφάλεια πρχαν μέσα. π’ ξω, «ρυθρς Θάνατος».
   Ἦταν πρς τ τέλος το πέμπτου κτου μῆνα τς πομονώσεώς του, κα ν λοιμς σάρωνε ἔξω μ περισσ γριότητα, ταν πρίγκηπας Πρόσπερο ψυχαγώγησε τος χίλιους φίλους του μ ναν χορ μεταμφιεσμένων τς πλέον κτακτης μεγαλοπρέπειας.
   Προσέφερε θέαμα ἀπολαυστικ ατς χορός. μως πρτα θ περιγράψω τς αθουσες πο λαβε χώρα. Ὑπῆρχαν πτά – μι σειρ ατοκρατορική. Σ πολλ παλάτια, στόσο, τέτοιες σειρς αθουσν σχηματίζουν μι μακρι κα εθεα προοπτική, ν ο πτυσσόμενες πόρτες διπλώνονται καί π τς δύο πλευρς σχεδν ς τος τοίχους, στε μετ βίας μποδίζεται θέα καθ’ ὅλη τους τν κτασι. δ περίπτωσι διέφερε ρκετά, πως θ ναμενόταν νεκα τς γάπης το δοῦκα γι τ λλόκοτο. Τ διαμερίσματα εχαν ταχθ τόσο κανόνιστα πο ρασι συνελάμβανε μόλις λίγο πέραν το νς κάθε φορά. ν εκοσι μ τριάντα γιάρδες πῆρχε καὶ μι πότομη στροφ κα σ κάθε στροφ μι πρωτόφαντη εκόνα. Δεξι κα ριστερά, στ μέσον κάθε τοίχου, να ψηλ κα στεν γοτθικ παράθυρο βλεπε πρς ναν κλειστ διάδρομο πο κολουθοσε τ γυρίσματα τς σειρς τν αθουσν. Τοτα τ παράθυρα σαν ὑαλογραφήματα τν ποίων τ χρμα ποίκιλλε νάλογα μ τν πικρατοσα πόχρωσι το διάκοσμου στ διαμέρισμα που νοιγαν. Στν αθουσα το νατολικο κρου διάκοσμος κρεμόταν, γι παράδειγμα, σ χρμα κυανό – κα σ ντονο κυαν σαν τ παράθυρά του. δεύτερη αθουσα πορφυρ σον φορ τ διακοσμητικ στοιχεα κα τς ταπητοστρώσεις, κα ο αλοπίνακες πίσης πορφυρο. τρίτη πράσινη π’ κρου ες κρον, τ διο κα τ παράθυρά της. τέταρτη πιπλωμένη κα φωτισμένη μ χρμα πορτοκαλί – πέμπτη λευκή – ἡ κτη μενεξεδιά. βδομη αθουσα ταν ρμητικ κλεισμένη μ μαύρους βελούδινους τάπητες πο κρέμονταν πανταχόθεν τς ροφς κα κατεβαίνοντας τος τοίχους πεφταν μ βαρεις πτυχώσεις πάνω σ’ να χαλ το δίου λικο κα τόνου. λλ σ τούτη τν αἴθουσα μόνο, τὸ χρμα τν παραθύρων δν ναλογοσε μ τν πόλοιπη διακόσμησι. Ο αλοπίνακες δ σαν φλογοκόκκινοι – να βαθ αμάτινο χρμα. π πλέον σ καμμία π τς πτ αθουσες δν πρχε λύχνος κηροπήγιο, μέσα στν πληθώρα τν χρυσν στολιδιν, τῶν τοποθετημένων σποραδικ κατ μκος κρεμασμένων π τν ροφή. Δν πρχε κανενς εδους φς ν διαχέεται π λύχνο κερ ντς τς σειρς τν αθουσν. λλ στος παράλληλους διαδρόμους, ντικρυστς στ κάθε παράθυρο, στεκόταν τρίποδας βαρς πο στήριζε ἕνα μαγκάλι φωτις, ποία κα σκόρπιζε τς κτνες της δι μέσου το χρωματιστο γυαλιο φωτίζοντας μ δυσάρεστη λαμπρότητα τν αθουσα. Κα τσι παραγόταν μι ποικιλία φανταχτερν κα ξόχων μφανίσεων.  Στν δυτικ στόσο μαύρη αθουσα εκόνα ποὺ δινε έουσα, πάνω στ μελανόχροα φάσματα τν τοίχων κα δι μέσου τν αματόχρων αλοπινάκων, λάμψι τς φωτις, ταν ες τ πακρον στοιχειωτικ κα δημιουργοσε τόσο γρια κφρασι στ πρόσωπα τν εσερχομένων, πο μόνον λίγοι π τν συντροφι εχαν τὸ θάῤῥος ν πατήσουν πόδι ντς τν ρίων της.  
   Ἦταν σ’ ατ τν αθουσα, μοίως, που στεκόταν κολλητ στν δυτικ τοχο, να γιγαντιαο βένινο ολόι. Τ κκρεμές του ταλαντευόταν πέρα δθε μ’ ναν πόκωφο, βαρύ, μονότονο χτύπο. Κα ταν λεπτοδείκτης ὡλοκλήρωνε τν γρο τς πιφάνειας κα κόντευε ν σημάν τν ρα, τότε βγαινε π τος ρειχάλκινους πνεύμονες το ολογιο χος καθαρς κα δυνατς κα βαθς κα πέρμετρα μελδικός, λλ μ τόσο παράξενο τόνο κα μφατικός, στε κατ τν λξι κάθε ὥρας ο μουσικο τς ρχήστρας ναγκάζονταν ν διακόψουν, πρς στιγμήν, τν κτέλεσι γι ν φουγκραστον τν χο. Συνεπς κα ο χορευτς σταματοσαν ποχρεωτικ τν σειρ τν βηματισμν τους, πργμα πο προκαλοσε σύντομη ναστάτωσι σ’ λη τν χαρωπ συντροφιά. Καὶ καθ’ σον ο χτύποι το ολογιο συνέχιζαν, γινόταν ντιληπτ πς ο πλέον λαφρόμυαλοι χλώμιαζαν, ν ο γηραιότεροι κα ρεμώτεροι περνοσαν τ χέρια τους πάνω π τ μέτωπά τους σν σ θολος εμβασμος συλλογισμό. Μόλις μως κα στερν χ σβηνε, να λαφρ γέλιο ξεπηδοσε μ μις π τν μήγυρι, ο δ μουσικο χαμογελοσαν νας στν λλον σν ν ερωνεύονταν τν δια τους τν νευρικότητα κα νοησία, κα ρκίζονταν ψιθυριστ μεταξύ τους τι ο πόμενοι χτύποι το ολογιο δν θ τοὺς γεννοσαν κανένα παρόμοιο συναίσθημα. Κα πειτα, μετ τν κπνο ξντα λεπτν, (πο περιέχουν τρες χιλιάδες ξακόσια δευτερόλεπτα το χρόνου πο πετ) κούγονταν νέοι χτύποι το ολογιο κα δημιουργετο δια ναστάτωσι, νευρικότητα κα περισυλλογή, ὁμοίως μ πρίν.   
   Ὅμως παρ’ λα τ παραπάνω, ταν μι ξαίσια γιορτή, γεμάτη κέφι. Ο προτιμήσεις το δοῦκα σαν διόῤῥυθμες. Εχε κλεπτυσμένη ματι γι χρώματα κα ταιριάσματα. Περιφρονοσε τν διακόσμησι τς πλς μόδας. Εχε δέες καινοτόμες καὶ φλογερές, καὶ ο συλλήψεις του κτινοβολοσαν μι βάρβαρη χάρι. Μερικο θ πίστευαν σως πς εναι τρελός. Ο κόλουθοί του νιωθαν πς δν εναι. ταν παραίτητο ν τν κος, ν τν βλέπς κα ν τν γγίζς στε ν βεβαιωθς πς δν εναι.
   Αὐτς εἶχε ῥυθμίσει, σ μεγάλο βαθμό, τν κτακτο στολισμ τν πτ αθουσν, π τ περιστάσει τς σπουδαίας γιορτς· κα ταν δική του ασθητικ πο δωσε τν διαίτερο τόνο τν μεταμφιέσεων. Μ βεβαιότητα τς χαρακτήριζες λλόκοτες.  πρχε πολλ λάμψι κα αἴγλη καὶ νοστιμάδα κα φαντασμαγορία – πράγματα πο εχαν ν δωθον π τν καιρ τς παραστάσεως «ρνάνης» το Βίκτωρος Ογκώ. βλεπες μορφς σ στάσεις ραμπσκ μ ταίριαστα μέλη κα στολισμό. βλεπες μόδες ξαλλες, παρόμοιες μ τν τρελν. βλεπες πολλ καλλονή, πολλ κολασία, πολλ παραδοξότητα, κάποια δόσι το τρομακτικο κα χι λίγη κείνου πο θ διήγειρε τν ηδία. Πέρα δθε ντς τν πτ αθουσν δο στοίχειωνε, στν πραγματικότητα, νας λας νείρων. Κα ατά – τ νειρα – στριφογύριζαν στν χῶρο, παίρνοντας τν πόχρωσι τν δωματίων κα κάνοντας τν νθουσιαστικ μουσικ τς ρχήστρας ν μοιάζ σν χ τν βημάτων τους. Καί, σύντομα, νά πο χτυπ τ βένινο ολόι μέσα στν βελούδινη αθουσα. Κα τότε, γι μι στιγμή, λα κινητον, λα σιγονκτς π τν φων το ολογιο. Τ νειρα κοκκαλώνουν κε που βρίσκονται. μως χ τν χτύπων σβήνει – διήρκεσαν μόλις μι στιγμή – κα να λαφρ κα ποτονικ γέλιο αωρεται πίσω τους πως φεύγουν. Κα τώρα μουσικ πάλι δυναμώνει, κα τ νειρα ζωντανεύουν, καὶ στριφογυρίζουν  πνε κι’ ρχονται κεφτα σο ποτέ, παίρνοντας πόχρωσι π τ πολλ χρωματιστ παράθυρα δι μέσου τν ποίων έει φωταψία π τος τρίποδες. λλ στν αθουσα πο κεται δυτικώτερα τν πτά, δν βρίσκεται τώρα κανες πο τολμᾷ ν μπ. τι νύχτα γερν. Κα δο χύνεται ντονώτερο τ κόκκινο φς δι μέσου τν αματόχρων αλοπινάκων. Κα μαυρίλα τν σκούρων φασμάτων τρομάζει.  Κα σ’ κενον πο θ πατήσ τ πόδι του πάνω στ σκορο χαλί, δο φθάνει π τ κοντιν βένινο ῥολόι μι σιγαν λληλουχία χτύπων μ περισσότερη μφασι κα πισημότητα π’ τι στ’ ατι σων νδίδουν στς πόμακρες εθυμες δραστηριότητες τν λοιπν αθουσν.
   Ὅμως κενες ο αθουσες σαν σφυκτικ γεμτες μ κόσμο, κα μέσα τους χτυποσε πυρετωδῶς καρδι τς ζως. Κα γιορτ προχωροσε κυκλοδρομντας, σπου τελικ ρχισαν ο χτύποι το ολογιο πο σήμαναν μεσάνυχτα. Κα τότε μουσικ διεκόπη, κατ πς νέφερα, κα ο βηματισμο τν χορευτν σίγασαν. Κα γινε μι μήχανη πασι στ πάντα, ὁμοίως μ πρίν.  Μ τώρα πρόκειτο ν χήσουν δώδεκα χτυπήματα το ολογιο. Κα τσι συνέβη μ τν περισσότερο χρόνο, πο σως γλίστρησαν κα περισσότερες σκέψεις στος συλλογισμος τν στοχαστικν νάμεσα στος χαροκόπους. Κα τσι πίσης συνέβη, σως, ποὺ πρν τελευταία χ το τελευταίου χτύπου βυθισθ στν πόλυτη σιωπή, πρξαν ρκετο μεμονωμένοι μέσα στ πλθος μ τν χρονικ νεσι ν ντιληφθον τν παρουσία νς μεταμφιεσμένου πο δν εχε τραβήξει τν προσοχ κανενς μέχρι τότε. Κα ταν περὶ τς νέας παρουσίας φήμη διεδόθη ψιθυριστ παντο, ξέσπασε τελικ π’ λη τν μήγυρι μι βοή, να μουρμουρητό, δηλωτικ ποδοκιμασίας κα ξαφνιάσματος – καί, ν τέλει, τρόμου, φρίκης κα ηδίας.
   Σὲ μι σύναξι φαντασμάτων σν ατ πο περιέγραψα, μπορεῖ σαφς ν ποτεθ πς καμμι κοινότυπη μφάνισι δν θ ξεσήκωνε τέτοιαν ναταραχή. Γι ν εμαι ελικρινής, λευθερία στς μεταμφιέσεις τς βραδις ταν σχεδν περιόριστη. μως ν λόγ μορφ εχε φαν ρωδικώτερη το ρώδη, κα εχε ξεπεράσει κόμα καὶ τ ρια τς καθόριστης κοσμιότητας το πρίγκηπα. πάρχουν χορδς στς καρδις κα τν πλέον συνείδητων πο σν γγιχτον πειράζονται. κόμα κα γι τν ντελς χαμένο, πο ζω μ τν θάνατο φαίνονται ξ σου στεο, πάρχουν ζητήματα γι τ ποα δὲν στειεύεται. λη συντροφιά, ντως, δειχνε τώρα ν συναισθάνεται πς στν μφίεσι κα τος τρόπους το ξένου δν πρχε κάτι τ πνευματδες επρεπές. μορφ ταν ψηλ κα λιπόσαρκη, κα σαβανωμένη π τν κορυφ ς τ νύχια μ τ φορέματα το τάφου. Ἡ προσωπίδα πο κρυβε τ πρόσωπο εχε κατασκευασθ στε ν μοιάζ τόσο πολ μ τν κφρασι νς καμπτου πτώματος,  πο κα πλησιέστερη διερευνητικ ματι θ δυσκολευόταν ν διακρίν τν πάτη. Κα σως τ παραπάνω ν μποροσαν ν τ πομείνουν, ν ὄχι νὰ τ γκρίνουν, ο γύρω τρελο χαροκόποι. μως τοτος μμος ξεπέρασε κάθε ριο μ τ ν παραστήσ τν ρυθρ Θάνατο. Τ νδυμά του ταν αματοβαμμένο – κα τ πλατύ του μέτωπο, κα λα τ χαρακτηριστικ το προσώπου, κηλιδωμένα π τν φλογοκόκκινη φρίκη.  
   Ὅταν ματι το πρίγκηπα Πρόσπερο πεσε πάνω σ’ ατ τν φασματικ εκόνα (πο μ ργ κα τελετουργικ κίνησι, σν ν θελε ν ποδυθ πειστικώτερα τν όλο της, στοίχειωνε πέρα δθε ν μέσ τν χορευτν) τν εδαν ν συσπται, τν πρώτη στιγμ μ δυνατ ῥῖγος πο προεκλήθη π τρόμο πέχθεια. λλ τν πόμενη τ μέτωπό του κοκκίνησε π ργή.   
   «Ποιός τολμᾷπαίτησε μ τραχει φων τν προσοχ τν αλικν πο στέκονταν κοντά του – «ποιός τολμ ν μς προσβάλλ μ’ ατ τν βλάσφημη παρῳδία; Ἁρπάξτε τον κα φαιρέστε του τν προσωπίδα – γι ν μάθουμε ποιν θ κρεμάσουμε μ τ χάραμμα, π τς πάλξεις».
   Ὁ πρίγκηπας Πρόσπερο βρισκόταν στν νατολικ κυαν αθουσα σν ξεστόμιζε τοτα τ λόγια. ντήχησαν καθ’ λο τ μκος τν πτ αθουσῶν δυνατ κα καθαρά, γιατ πρίγκηπας ταν νδρας τολμηρς κα στιβαρός, κα μουσικ εχε σιγήσει μ τ γνέψιμο το χεριο του.
   Στὴν κυαν αθουσα στεκόταν πρίγκηπας, μ μι μάδα χλωμν αλικν δίπλα του. Στν ρχή, καθς μιλοσε, μάδα ατ κινήθηκε λαφρς πιθετικ πρς τν παρείσακτο, ποος τν στιγμ κείνην δη κοντοζύγωνε, κα τώρα, μ βμα μελετημένο κα μεγαλοπρεπές, λοένα προσέγγιζε τν μιλοντα.  μως νεκα κάποιου κατανόμαστου δέους πο ο τρελς ξιώσεις το μίμου εχαν μπνεύσει σὲ λη τν μήγυρι, κανες δν τόλμησε ν’ πλώσ τ χέρι του ν τν ρπάξ· στε, νεμπόδιστος, προσπέρασε σ πόστασι μις γιάρδας π τ πριγκηπικ πρόσωπο. Κα ν γκώδης συνάθροισι, λς μ μι νστικτώδη κίνησι, συῤῥικνώθηκε π τ κέντρα τῶν αἰθουσν πρς τος τοίχους, βάδιζε πρόσκοπτα, λλ μ τ διο τελετουργικ κα μετρημένο βμα πο τν διέκρινε ξ ρχς, π τν κυαν αθουσα πρς τν πορφυρπ τν πορφυρ πρς τν πράσινη – π τν πράσινη πρς τν πορτοκαλιά – π κείνη πάλι πρὸς τν λευκή – κα π κε κόμα στν μενεξεδιά, προτο ν  γίν κάποια σοβαρ κίνησι ν τν νακόψουν. ταν τότε, στόσο, πο πρίγκηπας Πρόσπερο, ξωργισμένος π μανία κα π ντροπ γι τν δική του στιγμιαία δειλία, ρμησε γοργοδρομντας κατ μκος τῶν ξι αθουσν, δίχως ν τν κολουθ κανες ξ ατίας νς θανάσιμου τρόμου πο εχε κυριεύσει τος πάντες. Εχε τραβήξει κα βαστοσε ψωμένο να στιλέτο, κα εχε προσεγγίσει τν διαφεύγοντα, πότομα κα περίσκεπτα, σ πόστασι τριν τεσσάρων ποδν,ταν τελευταος, χοντας φθάσει στ κρο τς μενεξεδις αθουσας, στράφη ναπάντεχα κα ρθε ντιμέτωπος μ τν διώκτη του.  χησε μι ξεα κραυγή – κα τ στιλέτο πεσε γυαλίζοντας πάνω στ σκορο χαλί, που μοίως, μέσως μετά, πεσε μπρούμυτα νεκρὸς ὁ πρίγκηπας Πρόσπερο. Κατόπιν, πιστρατεύοντας τ δάμαστο θάῤῥος πο γενν πελπισία, νας χλος χαροκόποι ίχτηκαν ταυτόχρονα μέσα στν μαύρη αθουσα, καί, φο ρπαξαν τν μμο, το ποίου ψηλ μορφ στεκε εθυτενς κα κίνητη π τν σκιο το βένινου ολογιο, μειναν ναυδοι π  περίγραπτη φρίκη, νακαλύπτοντας πς τ σάβανα κα πτωματόσχημη προσωπίδα πο μεταχειρίστηκαν μ τόσο σφοδρν γριότητα, σαν κατοίκητα π ποιαδήποτε πτ μορφή.  
   Καὶ τώρα νεγνωρίσθη παρουσία το ρυθροῦ Θανάτου. Εἶχεν ρθει σν κλέφτης μέσα στν νύχτα. Κα νας μετ τν λλον πεσαν ο χαροκόποι στς αματοστάλαχτες αθουσες τς γιορτς τους, κα πέθαναν, καθένας στν στάσι πελπισίας πο εχε κατ τν πτσι του. Κα ζω το βένινου ολογιο ξέπνευσε μαζὶ μ’ κείνη το στερνο νέμελου. Κα ο φλόγες στος τρίποδες καταναλώθηκαν. Κα Σκότος κα Σψι κα ρυθρς Θάνατος κυριάρχησαν λοσχερς στ πάντα. 


Φωτογραφία: Edgar Allan Poe, χαρακτικὸ το Timothy Cole