Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Τὸ καθρέφτισμα τοῦ ναρκίσσου


Τὸ καθρέφτισμα τοῦ ναρκίσσου

σιδ΄

Ὁ ἥλιος ἔβρεχε φωτιά, πύρωνε τὴν παληὰ μονή,
πέρα τ’ ἀρχαῖα ἐχρύσιζαν, μ’ αἴγλη θεϊκὴ γελοῦσαν!
Ἀλλοῦ τὰ μάτια ἐθαύμαζαν, τὴν ἄλλη ὄχθη μετροῦσαν,
χέρι μ’ ἀλαφρονάγγιξε, βροντᾷ τοῦ ἡγούμενου ἡ φωνή.

«Γυιέ μου, ἀντίκρυ μὴ σταθῇς, κεῖ ’ναι ῥηγᾶτο ξωτικῶν,
θὰ σ’ ἀμποδέσουν μὲ γητειὲς κι’ ἀγαληνὰ θὰ σβήνῃς.
Τρέφοντ’ ἀθάνατη ψυχή, θὰ σὲ πυργώσουν γιὰ θεόν,
θὰ νιώθῃς νηὸς καὶ λεύτερος, ἀμὴ φριχτὰ θὰ φθίνῃς».

Λυκόφως βάρκαν ἔλυσα καὶ λυκαυγὴ τὴν βρῆκα,
ἦταν ξανθὴ λευκόσαρκη κι’ εἶχε ἀγαλμάτινο κορμί,
κάθε παληὸ ἐλησμόνησα κι’ ἤπια τὴν κάθε ἡδονή,
τὶς μέρες παίζαμε γυμνοί, τὰ βράδια ἐστάζαν γλύκα.

Μιὰ ἡμέρα μόνος ἔγειρα στὴν λίμνη νὰ καθρεφτιστῶ.
«Νερά, δεῖξτε μου δύναμι, δεῖξτε μου κι’ εὐτυχία!
Δεῖξτε μου γνῶσι, λευτεριά, δεῖξτε πὼς ὅλα τὰ μπορῶ!»
Θλῖψις καὶ μῖσος κι’ ἄβυσσος, λέπρα καὶ δυσωδία.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Hesperia



















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 21ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Τὸ δείλι τὸ χειμέριο, φλόγα πίσω ἀπ’ ὀξεῖες σκεπὲς
καὶ καμινάδες ξέχωρ’ ἀπ’ τὴν γκρίζα τούτη σφαῖρα,
ἀνοίγει πύλες διάπλατες χρόνου ἀπ’ τὴν μνήμη πέρα
μὲ μεγαλεῖα ἀλλοτινὰ κι’ ἐπιθυμίες θεϊκές.

Θαύματα προσδοκώμενα καῖν στὶς βαθειὲς κεῖνες φωτιές,
γεμᾶτα περιπέτεια κι’ ὄχι ἄσπιλ’ ἀπὸ τρόμο·
σφιγγῶν ἀράδ’ ἁπλώνεται, καθάριο δείχνει δρόμο
πρὸς πυργοτείχη ποὺ δονοῦν νότες λυρῶν ἀλαργινές.

Ἡ γῆ ’ναι ποὺ τὸ νόημα τῆς ὀμορφιᾶς θάλλει λαμπρόν·
ἐκεῖ ποὺ κάθε ὀρφανὴ ἀνάμνησι πηγάζει,
ἐκεῖ ποὺ ὁ μέγας ποταμὸς Χρόνος πορεία χαράζει
καὶ πλέει στ’ ἀχανὲς κενὸ μ’ ἀστρόφωτες ῥοὲς ὡρῶν.

Στ’ ὄνειρο τὴν ζυγώνουμε – Μὰ γνῶσις παλαιὰ θρυλεῖ:
Τοὺς δρόμους της δὲν λέρωσε, ποτέ, περπατησιὰ θνητή.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Star-Winds



















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 21ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

Εἶν’ ὥρα στοῦ λυκόφωτος τὴν θολερὴ βεντάλια,
πειότερο τὸ φθινόπωρο, ποὺ ἀπ’ τ’ ἄστρα κατεβαίνει
ἄνεμος στὶς λοφοκορφὲς κι’ ὁδοὺς ἔρμες διαβαίνει,
σὰν καῖν σὲ κάμαρες ζεστὲς τὰ πρῶτα λαμπογυάλια.

Τὰ φύλλα στροβιλίζονται παράξενα, φανταστικά,
μὲ χάρι ἐξώκοσμη ὁ καπνὸς βγαίνει στριφογυρνῶντας,
γεωμετρίες ἀπ’ τὸ βαθὺ διάστημ’ ἀκλουθῶντας,
μέσ’ ἀπ’ ὁμῖχλες νοτινὲς ὁ Φομαλὼ κρυφοκοιτᾷ.

Οἱ ὀνειροπόλοι ποιητὲς τὴν ὥρ’ αὐτὴ γνωρίζουν
τί μύκητες βλασταίνουν στὸν Γιογκόθ, τί εὐωδιὲς
κι’ ἀνθῶν χρώματ’ ἁπλώνονται στοῦ Νίθον τὶς στερηές,
ποὺ στοὺς φτωχοὺς κήπους τῆς γῆς παρόμοια δὲν ἀνθίζουν.

Ὅμως γιὰ κάθε ὄνειρο ποὺ ἀπ’ τ’ ἄστρα γεφυρώνουν,
ἀπ’ τὰ δικά μας δώδεκα οἱ ἀνέμοι αὐτοὶ σαρώνουν.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Ὁ «ἄφωνος»

Ὁ «ἄφωνος»

σιγ΄

Παντέρμο τὸ νεοκλασσικό, νυχτιὰ κι’ ἀνάλαφρα φυσᾷ,
στὸ ἀντικρυστὸν ἀλσύλλιο σταθμεύω μοναχός μου.
Τὸ πήγαιν’ ἔλα ἰχνηλατῶ, τρεῖς ἑβδομάδες στὴν σκοπιά,
ὅλοι τὸν ξέρουν «ὁ ἄφωνος» στὸν βοῦρκο τοῦ ὑποκόσμου.

Ἡ μῦγ’ αὐτὸς ἡ ἀράχνη ἐγώ, ἐγὼ ἀητὸς κεῖνος λαγός,
φίδι τὸν ζώνω, ποντικός, γυρεύω νὰ δαγκώσω.
Τὸν γύρω κόσμον ἔσβησα, σκοτάδι, μόνο ἐγὼ κι’ αὐτός,
μόλις τὸν πλέξω στὸν ἱστὸν ἀγρίως θὰ τὸν γραπώσω.

Θὰ ἔσπειρε τὸν θάνατον, ἀπόψε Κύριος οἶδε,
τὸ ἑρπετὸ ὁ ναρκέμπορος, ἐφιάλτες γιὰ ὄνειρα πωλεῖ...
Στὴν πόρτα κοντοστάθη, νά, παίζει στὴν χοῦφτα τὸ κλειδί,
δὲν ξεκλειδώνει, ἐδῶ κοιτᾷ; Πανάθεμά τον, μ’ εἶδε;

Κι’ ἡ φρίκη ἀμόλευτη χυμᾷ, μουδιάζει τὸ μυαλό μου,
καὶ τρέμοντας γοργόσκυψα, ζύγιζα τ’ ὅπλ’ ὣς τὴν αὐγή.
Γιατ’ εἶδα μιὰ στὸ ξύπνιο μου καὶ μύριες στ’ ὄνειρό μου
ποὺ τὸν ἀγέρα ὠσμίστηκεν... ἡ γλῶσσα του διχαλωτή!

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

The Courtyard



















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 21ον τεῦχος το περιοδικο τς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

πολιτεία ἤτανε ποὺ ἐγνώρισα παληά,
ἡ ἀρχαία πόλις ἡ λεπρὴ ὅπου μιγάδων στίφη
ψέλνουν σ’ ἀλλόκοτους θεούς, βλαστήμων γκόνγκ κροῦν ἦχοι
σ’ ὑπόγειες κρύπτες στῆς ἀκτῆς τ’ ἀκάθαρτα στενά.

Τὰ σάπια σπίτια μοχθηρὰ μὲ βλέμμα κρύο κοιτοῦσαν
κεῖθε ποὺ μισοζώντανα γέρναν καὶ μεθυσμένα,
πατῶντας μέσ’ ἀπ’ τὶς βρωμιὲς τὴν πύλη πλέον περνοῦσα
στὴν μαύρη αὐλὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ πρόσμενεν ἐμένα.

Τοῖχοι μ’ ἐζῶσαν σκοτεινοὶ κι’ «ἀνάθεμα» εἶπα «στράτα
ποὺ μ’ ἔῤῥιξες στὴν ἄθλια τούτη σφηκοφωληά»,
σὰν ξάφνου ἀστράψαν γύρω μου παράθυρα πολλά
μὲς στ’ ἄγριον φῶς, μὲ χορευτὲς ἀσφυχτικὰ γεμᾶτα.

Τρελό, ξεφάντι ἀθόρυβο σερνάμενων νεκρῶν –
Δίχως χέρια στοὺς ὤμους των καὶ ἄνευ κεφαλῶν!

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Expectancy



















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
(Πρώτη δημοσίευσις στὸ 21ον τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ τῆς Φ. ΛΕ. ΦΑ. ΛΟ.)

γνωστο κάποια πράγματα γιατί μοῦ ἀφήνουν μία
αἴσθησι πὼς θὰ ἐκδηλωθοῦν θαύματ’ ἀγνώρου βύθους,
ἢ μιᾶς ῥωγμῆς ποὺ διέῤῥηξε τοῦ ὁρίζοντος τοὺς τοίχους
πρὸς κόσμους ποὺ μόνον θεῶν ἁρμόζουν νά ’ναι οἰκία.

Εἶναι μιὰ προσμονὴ ἀσαφὴς ποὺ κόβει τὴν ἀνάσα
ὅπως σ’ ἀρχαῖες τρανὲς πομπὲς π’ ἀνακαλῶ θολά,
ἢ σ’ ἄγριες περιπέτειες, βιωμένες νοερά,
μ’ ἔκστασι πλήρεις, ῥεμβασμοὺς ποὺ λεύτερα καλπάσαν.

Βρίσκεται σὲ λιογέρματα, κτηρίων παράξενες κορφές,
παληὰ χωριά, τόπους δασῶν, λειβάδια μὲς σ’ ὁμῖχλες,
νοτιές, λοφίσκους, θάλασσες, ὁλόφωτες πολίχνες,
κήπους παληούς, τραγούδι’ ἀχνὰ καὶ στῆς σελήνης τὶς φωτιές.

Κι’ ἐνῷ τὸ δέλεαρ αὐτῆς ἀρκεῖ ν’ ἀξίζῃ ἡ ζωή,
δὲν εἶν’ ὀφέλ’ ἢ μαντεψιὲς σὰν δίνεται τί ὑπονοεῖ.