Τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ

                   
                    Τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ

Μάννα μὲ τοὺς ἐννιά σου γιοὺς καὶ μὲ τὴ μιά σου κόρη,
τὴν κόρη τὴ μονάκριβη, τὴν πολυαγαπημένη.
Τὴν εἶχες δώδεκα χρονῶ καὶ ἥλιος δὲν σοῦ τὴν εἶδε.
Στὰ σκοτεινὰ τὴν ἔλουζε, στ' ἄφεγγα τὴ χτενίζει,
στ’ ἄστρι καὶ τὸν αὐγερινὸ ἔπλεκε τὰ μαλλιά της.
Προξενητάδες ἤρθανε ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα,
νὰ πάρουνε τὴν Ἀρετὴ πολὺ μακρυὰ στὰ ξένα.
Οἱ ὀκτὼ ἀδερφοὶ δὲ θέλουνε κι ὁ Κωνσταντῖνος θέλει.
"Μάννα μου, κι ἂς τὴ δώσουμε τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα.
Στὰ ξὲνα ἐκεῖ ποὺ περπατῶ, στὰ ξένα ποὺ πηγαίνω,
ἂν πᾶμ’ ἐμεῖς στὴν ξενιτιά, ξένοι νὰ μὴν περνοῦμε".
"Φρόνιμος εἶσαι, Κωνσταντή, μ’ ἄσκημα ἀπηλογήθης.
Κι ἂ μὄρτει, γιέ μου, θάνατος, κι ἂ μὄρτει γιέ μου ἀρρώστια,
ἂν τύχει πίκρα γὴ χαρά, ποιός πάει νὰ μοῦ τὴ φέρει;"
"Βάλλω τὸν οὐρανὸ κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχει κι ἔρτει θάνατος, ἂν τύχει κι ἔρτει ἀρρώστια,
ἂν τύχει πίκρα γὴ χαρά, ἐγὼ νὰ σοῦ τὴ φέρω".
Καὶ σὰν τὴν ἐπαντρέψανε τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα,
κι ἐμπῆκε χρόνος δίσεκτος καὶ μῆνες ὀργισμένοι
κι ἔπεσε τὸ θανατικό, κι οἱ ἐννιὰ ἀδελφοὶ πεθάναν,
βρέθηκε ἡ μάννα μοναχὴ σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο.
Σ’ ὅλα τὰ μνήματα ἔκλαιγε, σ' ὅλα μοιρολογιόταν,
στοῦ Κωνσταντίνου τὸ μνημειὸ ἀνέσπα τὰ μαλλιά της.
"Ἀνάθεμά σε, Κωνσταντή, καὶ μυριανάθεμά σε,
ὁποὺ μοῦ τὴν ἐξόριζες τὴν Ἀρετὴ στὰ ξένα!
Τὸ τάξιμο ποὺ μοὔταξες πότε θὰ μοῦ τὸ κάμεις;
Τὸν οὐρανό 'βαλες κριτὴ καὶ τοὺς ἁγιοὺς μαρτύρους,
ἂν τύχει πίκρα γὴ χαρά, νὰ πᾶς νὰ μοῦ τὴ φέρεις".
Ἀπὸ τὸ μυριανάθεμα καὶ τὴν βαρειὰ κατάρα,
ἡ γῆς ἀναταράχτηκε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ἐβγῆκε.
Κάνει τὸ σύγνεφο ἄλογο καὶ τ' ἄστρο χαλινάρι,
καὶ τὸ φεγγάρι συντροφιὰ καὶ πάει νὰ τῆς τὴ φέρει.
Παίρνει τὰ ὄρη πίσω του καὶ τὰ βουνὰ μπροστά του.
Βρίσκει την κι ἐχτενίζουνταν ὄξου στὸ φεγγαράκι.
Ἀπὸ μακρυὰ τὴ χαιρετᾶ κι ἀπὸ κοντὰ τῆς λέγει:
"Ἄιντε ἀδερφή, νὰ φύγουμε, στὴ μάννα μας νὰ πᾶμε".
"Ἀλίμονο, ἀδερφάκι μου, καὶ τί 'ναι τούτη ἡ ὥρα;
Ἀνίσως κι εἶναι γιὰ χαρά, νὰ στολιστῶ καὶ νἄρθω,
κι ἂν εἶναι πίκρα, πές μου το, νὰ βάλω μαῦρα νἄρθω".
"Ἔλα, Ἀρετή, στὸ σπίτι μας, κι ἂς εἶσαι ὅπως κι ἂν εἶσαι".
Κοντολυγίζει τ' ἄλογο καὶ πίσω τὴν καθίζει.
Στὴ στράτα ποὺ διαβαίνανε, πουλάκια κιλαηδοῦσαν,
δὲν κιλαηδοῦσαν σὰν πουλιά, μήτε σὰ χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδοῦσαν κι ἔλεγαν ἀνθρώπινη ὁμιλία:
"Ποιός εἶδε κόρην ὄμορφη, νὰ σέρνει ὁ πεθαμένος!"
"Ἄκουσες, Κωνσταντῖνε μου, τί λένε τὰ πουλάκια;"
"Πουλάκια εἶναι κι ἂς κιλαηδοῦν, πουλάκια εἶναι κι ἂς λένε".
Καὶ παρεκεῖ ποὺ πάγαιναν κι ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε:
"Δὲν εἶναι κρίμα κι ἄδικο, παράξενο μεγάλο,
νὰ περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀποθαμένους!"
"Ἄκουσες, Κωνσταντῖνε μου, τί λένε τὰ πουλάκια;
Πὼς περπατοῦν οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ἀποθαμένους".
"Ἀπρίλης εἶναι καὶ λαλοῦν καὶ Μάης καὶ φωλεύουν".
"Φοβοῦμαι σ’ ἀδερφάκι μου καὶ λιβανιὲς μυρίζεις".
"Ἐχτὲς βραδὺς ἐπήγαμε πέρα στὸν Ἁη-Γιάννη
κι ἐθύμιασέ μας ὁ παπὰς μὲ περισσὸ λιβάνι".
Καὶ παρεμπρὸς ποὺ πήγανε, κι ἄλλα πουλιὰ τοὺς λένε:
Γιὰ ἰδὲς θάμα κι ἀντίθαμα ποὺ γίνεται στὸν κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερὴ νὰ σέρνει ὁ πεθαμένος!"
Τ’ ἄκουσε πάλι ἡ Ἀρετὴ καὶ ῥάγισε ἡ καρδιά της.
"Ἄκουσες, Κωνσταντάκη μου, τί λένε τὰ πουλάκια;"
"Ἄφησ’ Ἀρέτω τὰ πουλιὰ κι ὅ,τι κι ἂ' θέλ' ἂς λέγουν".
"Πές μου, ποῦ εἶναι τὰ κάλλη σου καὶ ποῦ εἶναι ἡ λεβεντιά σου,
καὶ τὰ ξανθά σου τὰ μαλλιὰ καὶ τ’ ὄμορφο μουστάκι;"
"Ἔχω καιρὸ π’ ἀρρώστησα καὶ πέσαν τὰ μαλλιά μου".
Αὐτοῦ σιμά, αὐτοῦ κοντά, στὴν ἐκκλησιὰ προφτάνουν.
Βαριὰ χτυπᾶ τ’ ἀλόγου του κι ἀπ’ ἐμπροστά της χάθη.
Κι ἀκούει τὴν πλάκα καὶ βροντᾶ, τὸ χῶμα καὶ βοΐζει.
Κινάει καὶ πάει ἡ Ἀρετὴ στὸ σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τοὺς κήπους της γυμνούς, τὰ δένδρα μαραμένα
βλέπει τὸ μπάλσαμο ξερό, τὸ καρυοφύλλι μαῦρο,
βλέπει μπροστὰ στὴν πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα,
καὶ τὰ σπιτοπαράθυρα σφιχτὰ μανταλωμένα.
Χτυπᾶ τὴν πόρτα δυνατά, τὰ παραθύρια τρίζουν.
"Ἂν εἶσαι φίλος διάβαινε, κι ἂν εἶσαι ἐχτρός μου φύγε,
κι ἂν εἶσαι ὁ πικροχάροντας ἄλλα παιδιὰ δὲν ἔχω,
κι ἡ δόλια ἡ Ἀρετούλα μου λείπει μακρυὰ στὰ ξένα".
"Σήκω, μαννούλα μου, ἄνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάννα".
"Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μοῦ χτυπάει καὶ μὲ φωνάζει μάννα;"
"Ἄνοιξε, μάννα μου, ἄνοιξε, κι ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀρετή σου".
Κατέβηκε, ἀγκαλιάστηκαν κι ἀπέθαναν κι οἱ δύο.


ΠΑΡΑΛΟΓΗ