Ἡ ἀντρειωμένη

                             
                           Ἡ ἀντρειωμένη

Στὶς δεκαπέντε τῆς Λαμπρῆς, στὶς κοσιτρεῖς τ' Ἀπρίλη
πανηγυράκι γίνεται στ' ἁϊ - Γιωργιοῦ τὴ χάρη.
Οὗλοι τρῶν κι οὗλοι πίνουσι κι οὗλοι ξεφάντι κάμνουν,
μὰ κεῖνος ὁποὺ γιόρταζε δὲν τρώει, μηδὲ πίνει,
γιατὶ θὲ νά' ρθει ὁ Τσαμερλῆς ἀνθρώπους νὰ χαλάσει.
Καὶ νά τον καὶ τὸν Τσαμερλῆ ἀπ' ἀντικρὺ μπροβάλλει,
κι ἐβάστα καὶ στὰ χέρια του πεύκους ξεριζωμένους,
κι εἶχε στοὺς κλάδους τῶν πευκῶν ἀνθρώπους κρεμασμένους.
Ἀπὸ μακρυὰ σύρνει φωνὴ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει:
-Ποιός ἔχει σίδερο βρακὶ κι ἅλυση βρακοζώνη
κι ἔχει καὶ μπράτσα δυνατά, μαζί μου νὰ μπαλέσει;
Κανεὶς καὶ δὲν ἐμίλησε κι οὗλοι τὸν ἐφοβοῦνταν.
Καὶ μιὰ κοπέλα λυγερὴ ἀπὸ ψηλὸ παλάτι,
τὸν Κωσταντῆ κάνει ματιά, γιὰ νά' βγει νὰ μπαλέσει.
Κι ὁ Κωσταντῆς φοβίζουνταν, μὰ τό' χει σὲ ντροπή του,
νὰ τοῦ τὸ γνέψει ἡ κοπελιὰ κι αὐτὸς νὰ πεῖ τὸ ὄχι.
Βγαίνει μπροστὰ στὸν Τσαμερλῆ κι ἀπηλοὴ τοῦ δίνει:
-Ἐγώ' χω σίδερο βρακὶ κι ἅλυση βρακοζώνη,
κι ἔχω καὶ μπράτσα δυνατά, μαζί του νὰ μπαλέσω.
Ἐπιάσαν κι ἐπαστρέψαν τους ἑφτὰ μοδιῶ χωράφι.
Ἀποσπερῆς πιαστήκασι κι ὡς τὸ πορνὸ μπαλοῦσαν.
Κι ὁ Τσαμερλῆς ἂν ἤθελε γλήορα τὸν ἐχάλιε,
μὰ ἀγάπαε τὴ μάνα του καὶ τοῦ καμνε χατήρι.
Κι ὁ Κωσταντῆς λιγώθηκε, τὴ μάνα του φωνάζει:
-Μάνα μου, φέρε μου νερό, γιὰ θὰ ξεκάμει ὁ νοῦς μου.
Κι ἡ μάνα του ἡ ἄνομη κι ἡ μάνα του ἡ σκύλα
παίρνει σταμνὶ μὲ τὸ νερό, σταμνὶ μὲ τὸ φαρμάκι,
τοῦ Τσαμερλῆ δίνει νερό, τοῦ γιοῦ της τὸ φαρμάκι.
Κι ἡ κόρη ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, φωνάει ἀπ' τὸ παλάτι:
-Ἔ, Κωσταντῆ, μὴ πιεῖς νερό, καὶ θὲ νὰ πιεῖς φαρμάκι.
Βάλε ζερβὰ τὴ δύναμι, δεξιά τον φέρε κάτω,
μὴ ἔβγω κι ἀναμπουκωθῶ, καὶ θέλει σὲ ντροπιάσω.
-Μακάρι καὶ νὰ τό' καμες, δὲν τό' χω σὲ ντροπή μου.
Σὰν ἀετὸς πετάχτηκεν ἀπὸ τὸ παναθύρι,
κι ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατὺ τὰ ῥοῦχα της ἀλλάζει,
βάζει σωφόρι πέτσινο καὶ ῥοῦχο σιδερένιο,
καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἅλυση γερά, σφιχτὰν ἐζώστη,
καὶ σκούφια γερομέταξη κι ἔχωσε τὶς μπλεξοῦδες.
Τὴ μάνα της ἐχτύπησε καὶ βγαίνει στὴ μπαλαίστρα:
-Γιὰ βάρδα, βάρδα, Κωσταντῆ, σύρτου λιγάκι πίσω
νὰ δοκιμάσω δύναμι, νὰ δῶ καὶ ἀντρειά μου.
Κι ὁ Τσαμερλῆς περήφανος, μά' ταν καὶ παλληκάρι:
-Καλῶς τηνε τὴν κοπελιά, ποὺ μ' ἔρκεται γιὰ γλέντι,
νὰ παίξω, νὰ γελάσουμε, νὰ γλυκοφιληθοῦμε.
-Μὴν τὸ καυκιέσαι Τσαμερλῆ, μὴν κάμνεις φαντασμένα,
κι ἂ θέλει ἡ χάρη τοῦ θεοῦ, θὲ νὰ σὲ βάλω κάτω.
Κι ὁ Τσαμερλῆς ἐθάρεψε, νὰ πᾶ νὰ τὴ χαδέψει,
μὰ γλήορα τὸ γνώρισε πὼς ἦταν ἀντρειωμένη.
Κορμιὰ καὶ χέρια πιάνουνται, πόδι πατεῖ τὸ πόδι,
σὰ δυὸ θεριὰ ταυρομπαλοῦν ὁ Τσαμερλῆς κι ἡ κόρη,
κι ἐκεῖ ποὺ πιάνει ὁ Τσαμερλῆς, τὰ γαίματα πετιοῦσαν,
κι ἐκεῖ ποὺ πιάνει ἡ κοπελιά, τὰ κόκκαλα τσακοῦσαν.
-Μὴ μὲ χαλάσεις κοπελιά, μὴν πᾶ νὰ μὲ σκοτώσεις,
κι ἂ θέλεις πάρ' με σκλάβο σου, κι ἂ θέλεις πάρ' με δοῦλο,
κι ἂ θέλεις πάρ' με σύμβιο, νὰ μ' ἔχεις συντροφιά σου.
-Δὲ θέλω μηδὲ σκλάβο μου, δὲ θέλω μηδὲ δοῦλο,
δὲ θέλω μηδὲ σύμβιο, νὰ σ' ἔχω συντροφιά μου.
Μπαλέστρα νὰ μὴ κάμνεις πιό, ἀνθρώπους νὰ σκοτώνεις,
καὶ χαίρου καὶ τὴ νιότη σου καὶ τὴν παλληκαριά σου.
Κι ἐγὼ ἀαπῶ τὸν Κωσταντῆ, καὶ θὲ νὰ τόνε πάρω.

ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ ΡΟΔΟΥ