Ἡ ἁρπαγὴ τῆς Ῥήνης


                       Ἡ ἁρπαγὴ τῆς Ῥήνης

Η κυρὰ Ῥήνη τοῦ Σκληροῦ κι ἡ Ἀρετὴ τοῦ Δούκα,
κι ἡ Χρυσοκουβουκλιώτισα, πανεύνοστα κορίτσια,
βγῆκαν νὰ περπατήσουνε καὶ στὸ λουτρὸ νὰ πᾶνε.
Ἡ μάνα της ἡ Σκλήραινα. -Κάτσε, Ῥηνιώ, τῆς λέγει.
Κι ὁ κύρης της ἀντίλεγε. -Σύρε, Ῥηνιώ μου, σύρε,
σύρε, κι ἐγὼ γιὰ χάρη σου τρεῖς βίγλες θὰ καθίσω.
Τὴ μιὰ καθίζω στὸ βουνό, τὴν ἄλλη στ' ἀκρογιάλι,
τὴν τρίτη, τὴν καλύτερη μὲς στοῦ λουτροῦ τὴν πόρτα.
Ἀκόμη ὁ λόγος ἔστεκε κι ἡ συντυχιὰ ἀποκράτει,
φωνάζει ἡ βίγλα τοῦ βουνοῦ. -Μιὰ φούστα κατεβαίνει,
ἀφροκοπάει τὰ κύματα, τὸν Πλάτανο διαβαίνει!
Φωνάζει ἡ βίγλα τοῦ γιαλοῦ. -Δυὸ φοῦστες ἀρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη στὸ Καστρὶ καὶ στοῦ λουτροῦ τὴν πόρτα!
Φωνάζει κι ἡ καλύτερη. -Κορίτσια, πιάκανέ σας!
Ὥστε ν' ἀλλάξει ἡ Ἀρετή, ν' ἀναζωστεῖ ἡ Ῥήνη,
κι ἡ Χρυσοκουβουκλιώτισα τὸ δέμα της νὰ βάλει,
ἄλλοι ἀπ' τὴν πόρτα μπαίνουνε κι ἄλλοι ἀπ' τὸ παραθύρι.
Τὴν ἀκριβὴ τῆς Σκλήραινας ἀνάγερα τὴν πᾶνε.
Τουρκόπουλο τὴ δέχεται, στὰ ὁλόχρυσα ντυμένο,
ἀπὸ τὸ χέρι τὴν κρατεῖ, στὴ φούστα τὴν ἐμπάζει,
στὰ κλάμματα τήνε φιλεῖ, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Πουλάκι πῆγε, κάθησε στῆς τέντας του τὰ ξύλα.
Δὲν ἐκηλάδιε σὰν πουλί, κι οὔτε σὰν χηλιδόνι,
μόν' ἐκηλάδιε κι ἔλεγε μ' ἀνθρώπινη ὁμιλία.
-Πολὺ κακὸ ποὺ τό' παθες, Σκλήραινα, τέτοια μέρα,
στὴ Ῥήνη σου τὴν ἀκριβή, τὴν μοσχαναθρεμένη,
ὁπού' χε Ῥήγαν ἀδερφό, πού' χε καὶ Ῥήγα κύρη!
Δὲν εἶναι κρῖμα κι ἄδικο, δὲν εἶναι καὶ κατάρα,
νά' χει ἀδελφὸς τὴν ἀδελφὴ στὸν κόρφο του κλεισμένη,
σὰν νύφη νὰν τήνε φιλεῖ, σὰν ἄντρας νὰν τὴ βλέπει;
-Ἀκοῦς, ἀκοῦς Τουρκόπουλε, τί λέει τὸ πουλάκι;
-Πουλάκι εἶναι κι ἂς κηλαϊδεῖ, πουλάκι εἶναι κι ἂς λέει!
-Γιὰ νὰ σοῦ πῶ Τουρκόπουλε, ποιός εἶσαι; Πῶς σὲ λένε;
Εἶχα ἀδελφὸ στὴν ξενητιὰ καὶ πρωτοταξιδιάρη,
ἄλλοι μᾶς λὲν ποὺ χάθηκε κι ἄλλοι μᾶς λὲν ποὺ πνίγη,
κι ἄλλοι μᾶς λὲν ποὺ Τούρκεψε στῆς Ἀραπιᾶς τὰ μέρη.
-Πές μου καὶ σὺ κορίτσι μου, ποῦθε κρατεῖ ἡ σειριά σου;
-Καὶ τί κερδίζεις νὰ σοῦ πῶ ποῦθε κρατεῖ ἡ σειριά μου;
Ἂς εἶν' ἀπὸ τ' ἀνάθεμα καὶ τὴν ἀνεμοζάλη!
-Πές μου, νὰ ζήσεις λυγερή, πῶς λὲν τὰ γονικά σου;
-Ἡ μάνα μου ἀπ' τὴν Κόρινθο κι ὁ κύρης μου ἀπ' τ' Ἀνάπλι,
Σκληρὸν τὸν λένε, ξακουστό, κι ἐμένα κυρὰ Ῥήνη.
-Πιάσε ἀδερφή μ' τὴν τσέπη σου, πιάσε καὶ τὴν ποδιά σου!
Στὴν τσέπη βάζει τὰ φλωριά, καὶ στὴν ποδιὰ τὰ γρόσια.
-Σύρε, Ῥηνιώ, στὸ σπίτι μας, σύρε στὰ γονικά μας,
κι ἐγὼ ἀπὸ πίσω σου ἔρχομαι, νὰ βρῶ, νὰ σὲ παντρέψω.
Τόνε φιλεῖ σὰν ἀδελφό, πάλε μεταφιλεῖ τον,
τήνε φιλεῖ σὰν ἀδελφή, καὶ στὸ λουτρὸ τὴν βγάζει.

ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ ΑΙΓΙΝΗΣ