Ἡ ἁρπαγὴ τῆς γυναικὸς τοῦ Ἀκρίτη


        Ἡ ἁρπαγὴ τῆς γυναικὸς τοῦ Ἀκρίτη

Ως ἔτρωγα κι ὡς ἔπινα σὲ μαρμαρένια τάβλα,
ὁ μαῦρος μου χλιμίντρισε καὶ τὸ σπαθί μου ἐρράη,
κ' ἐμένα ὁ νοῦς μου τό’ βαλε, παντρεύουν τὴν καλή μου,
μὲ κάποιον ἄλλον τὴ βλογοῦν κ' ἐκείνη δὲν τὸν θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' ἐμένα μ' ἀστοχοῦνε.
Περνῶ καὶ πάω στοὺς μαύρους μου, τοὺς ἑβδομηνταπέντε.
"Μαῦροι μου ἀκριβοτάγιστοι καὶ μοσκαναθρεμμένοι,
ποιός εἶν' ἀψὺς καὶ γλήγορος, νὰ τὸν καβαλλικέψω,
ν' ἀστράψη στὴν ἀνατολὴ καὶ νὰ βρεθῆ στὴ δύση;"
Οἱ μαῦροι μου ὅσοι τ’ ἄκουσαν, οὗλοι βουβοὶ ἀπομεῖναν,
κι ὅσες φοράδες τ’ ἄκουσαν, ἔρρηξαν τὰ πουλάρια,
κ' ἕνας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κεῖνος ἀπολογήθηκε, γυρίζει καὶ μοῦ λέει.
" Ἐγὼ εἶμαι ἀψὺς καὶ γλήγορος νὰ πάγω ὅθε κι ἂν εἶναι.
Ὁποὺ εἶναι γάμος καὶ χαρὰ πᾶνε τὰ νηὰ μουλάρια,
ὁποὺ εἶναι πόλεμος φρικτὸς παίρνουν ἐμὲ τὸ γέρο.
Ἐγὼ εἶμαι γέρος κι ἄχαρος, ταξίδια δὲ μοῦ πρέπουν,
μὰ γιὰ χατίρι τῆς κυρᾶς νὰ μακροταξιδέψω,
ὁποὺ μ' ἀκριβοτάγιζε στὸ γύρο τῆς ποδιᾶς της,
κι' ὁποὺ μ' ἀκριβοπότιζε στὴ χούφτα τοῦ χεριοῦ της.
Μόν' δέσε τὸ κεφάλι σου μὲ δυό, μὲ τρία μαντήλια,
καὶ σφίξε τὴ μεσούλα σου μὲ δυό, μὲ τρία ζουνάρια,
νὰ μὴ σὲ φάη ἡ βουὴ καὶ ντραλιστῆς καὶ πέσης.
Καὶ μὴ σὲ πάρη κουρτεσιὰ καὶ βάλης φτερνιστήρι,
καὶ θυμηθῶ τὴ νιότη μου καὶ κάμω σὰν πουλάρι,
καὶ σπείρω τὰ μυαλούδια σου σ’ ἐννιὰ μοδιῶ χωράφι."
Στρώνει γοργὰ τὸ μαῦρο του, γοργὰ καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιὰ τοῦ μαύρου του καὶ πάει σαράντα μίλλια,
καὶ μεταδευτερώνει του καὶ πάει σαρανταπέντε.
Στὴ στράταν ὁποὺ πήγαινε τὸ θιὸν ἐπαρακάλει.
"Θέ μου νὰ βρῶ τὸν κύρη μου στ’ ἀμπέλι νὰ κλαδεύη."
Σὰ χριστιανὸς ποὺ τό’ λεγε, σὰν ἅγιος ἐξακούστη,
κι ἀπάντησε τὸν κύρη του, ποὺ κλάδευε στ’ ἀμπέλι.
"Καλῶς τὰ κάνεις, γέροντα, τὸ τίνος εἶν' τ’ ἀμπέλι;
-Τῆς ἐρημιᾶς, τῆς σκοτεινιᾶς, τοῦ γιοῦ μου τοῦ φευγάτου.
Σήμερα τῆς καλίτσας του τῆς δίνουν ἄλλον ἄντρα,
ἐψὲς ἐπῆραν τὰ προικιὰ καὶ σήμερα τὴ νύφη.
-Παρακαλῶ σε, γέροντα, ἀλήθεια νὰ μὲ δώσης,
τάχα θὰ φτάσω στὴ χαρά, θὰ φτάσω καὶ στὸ γάμο;
-Ἂν ἔχης μαῦρο γλήγορο στὸ σπίτι τοὺς προφτάνεις,
κι ἂν εἶν' ὀκνὸς ὁ μαῦρος σου στὴν ἐκκλησιὰ τοὺς βρίσκεις."
Δίνει βιτσιὰ τοῦ μαύρου του καὶ πάει σαράντα μίλια,
καὶ μεταδευτερώνει του καὶ πάει σαρανταπέντε.
Στὴ στράταν ὁποὺ πήγαινε τὸ θιὸν ἐπαρακάλει.
"Θέ μου νὰ βρῶ τὴ μάννα μου στὸν κῆπο νὰ ποτίζη!"
Σὰ χριστιανὸς ποὺ τό’ λεγε, σὰν ἅγιος ἐξακούστη,
κ’ εὑρῆκε τὴ μαννούλα του ποὺ πότιζε τὸν κῆπο.
" Ὥρα καλή, γερόντισσα, τὸ τίνος εἶν' ὁ κῆπος;
-Τῆς ἐρημιᾶς, τῆς σκοτεινιᾶς, τοῦ γιοῦ μου τοῦ φευγάτου
ποὺ σήμερα ἡ γυναίκα του θὰ πάρη ν’ ἄλλον ἄντρα,
ἐψὲς ἐπῆραν τὰ προικιὰ καὶ σήμερα τὴ νύφη.
-Πές μου νὰ ζῆς, γερόντισσα, φτάνω κ' ἐγὼ στὸ γάμο;
-Ἂν ἔχης μαῦρο γλήγορο, στὸ σπίτι τοὺς προφτάνεις,
κι ἂν εἶν' ὀκνὸς ὁ μαῦρος σου, στὴν ἐκκλησιὰ τοὺς βρίσκεις."
Δίνει τοῦ μαύρου του βιτσιά, στὴ χώρα κατεβαίνει.
Ἐκεῖ σιμά, ἐκεῖ κοντά, στὸ σπίτι του νὰ φτάση,
ὁ μαῦρος του χλιμίντρισε κ' ἡ κόρη ἀναστενάζει.
"Τί ἔχεις, κόρη μ', καὶ θλίβεσαι καὶ βαριαναστενάζεις,
τὰ ῥοῦχα σου δὲν εἶν' καλά, ἢ τὰ φλωριά σου λίγα;
-Φωτιὰ νὰ κάψ' τὰ ῥοῦχα σου καὶ λάβρα τὰ φλωριά σου,
τὶ ὁ μαῦρος ποὺ χλιμίντρισε σὰν τοῦ καλοῦ μου μοιάζει.
-Ἂν εἶν' ὁ πρῶτος ἄντρας σου νὰ βγῶ νὰ τὸν σκοτώσω.
-Δὲν εἶν' ὁ πρῶτος ἄντρας μου νὰ βγῆς νὰ τὸν σκοτώσης,
μόν' εἶν' ὁ πρῶτος μου ἀδερφός, μοῦ φέρνει τὰ προικιά μου.
-Ἂν εἶν' ὁ πρῶτος σου ἀδερφός, ἔβγα νὰ τὸν κεράσης."
Χρυσὸ ποτήριν ἅρπαξε νὰ βγῆ νὰ τὸν κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Τὸ μαῦρο του χαμήλωσε κ' ἡ κόρη ἀπάνω εὑρέθη.
Βγάλλει καὶ τὸ χρυσὸ σπαθὶ καὶ τ’ ἀργυρὸ μαχαίρι,
δίνει τοῦ μαύρου του βιτσιὰ κ' ἐπῆρε χίλια μίλλια,
μηδὲ τὸ μαῦρον εἴδανε, μήτε τὸν κορνιαχτό του.
Ὁποὺ εἶχε μαῦρο γλήγορον εἶδε τὸν κορνιαχτό του,
κι ὁποὺ εἶχε μαῦρο κ' εἶν' ὀκνός, μηδέ τὸν κορνιαχτό του.

ΑΚΡΙΤΙΚΟΝ