Ὁ
ἄνθρωπος
τῆς
Κουσσάρα
μη΄
Ἔβοσκα τὸ κοπάδιν μου, τὴν σύριγγα λαλοῦσα,
βιγλίζω ἀρχόντους κυνηγούς, τὸν ῥύακα διαβαίνουν,
σύγνεφο ἀσκώνουν τὸ νερό, τὰ κύματ’ ἀφροδέρνουν,
τὰ κύματ’ ἀφροπέρασαν, πισωκρατοῦν τ’ ἁμάξια.
Κάμω χουνὶ τὲς χοῦφτες μου, τοὺς νηοὺς καλημερίζω.
«Καλὴν ἡμέρα εὐγενικοί». «Γειά σου
καὶ σὲ βοσκάρη».
«Ποῦ τάχατες πορεύεστε;
Ποιόν ἔχετε μπροστάρη;»
«Εἰς τὸ κυνήγιν βαίνουμε, τῶν προεστῶν ἀγύμνη,
κι’ εἶν’, τῆς Κουσσάρας ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρωτοκυνηγάρης,
καὶ ἡμεῖς τὸ κυνηγᾶτον του, παλατιανοὶ καὶ σόϊ».