Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Τὸ χρυσὸ καλντερίμι


Τὸ χρυσ καλντερίμι

ρμ΄

Στὸν κάμπο σπέρα το Μαρτιο φυσ κι’ στραποφέγγει,
νεφῶν λεφούσι μαύρισε κα ο ορανο νοξαν,
καὶ ψυχή μου μούσκεψε κι’ ες τν βροχ βαπτίσθη,
τὸ δωρ μο ψιθύρισεν, τ πρ το βιο θυμομαι,
κι’ ἔρμος μς στ νεροποντν νέκραξα «Μητέρα!»
λιος, ναξ βασιλεύς, ες τν Ζυγ δρομοσεν,
εἰς τν Ζυγ κι’ Ορανός, ες τν Ζυγ κι’ Πλούτων.
Στὸν δροχόον τ’ Ζεύς, Κρόνος στν Καρκνο,
κι’ εἰς τν Σκορπι πορεύοταν ρμέας κι’ φροδίτη.
Καὶ Μήνη, γόησσα κυρά, λαμπε στος χθύες,
κι’ εἰς τν Τοξότη Ποσειδν κι’ ρης ες τν Ταρο.
Τὸ μεσουράνημα ες Σκορπι κα τ ναδρ ες Ταρο,
τὸ πο νατέλλει Αγόκερως στν φτάση το δροχόου.
Κι’ ἔτσι πως ρδινιάστηκαν οκοι, πλαντες κι’ στρη,
σκίστη ὁ θέρας, χώρισαν το σκοταδιο ο μπερντέδες,
καὶ φανερώθη λόχρυσο, πανώρηο καλντερίμι
κι’ ἀσπιθοβόλα στ νυχτιά, χρυσαύγαζε ς τ πέρα.
Οἱ πλάκες του σαν π φς κι’ ο ρμο χρυσς κλωστίτσες,
καὶ τ παραπεζούλια του τν στεριν χτδες.
Τότες ὁ δαίμων κι’ ψυχή, πείτις κι’ θαυμάσαν,
λληλοκοιταχτήκασιν, γλυκοχαμογελάσαν!
Κι’ ὥμοιαζε δαίμων δέσποινα, ήγισσ’ φροπλασμένη,
καὶ ψυχ νης γουρος στν βη κα στν ψι·
κι’ ὁ δαίμων δαχτυλόδειξεν κα τς ψυχούλας επεν:
«Ἰδ παιδί μου, λόχρυσο στερηώθη καλντερίμι,
κι’ ἡ νύχτα γεφύρωτη γι σένα γεφυρώθη!
Καιρὸς ν λείψς π’ ατο, στος χθόνιους ν’ πλικεύς,
καὶ ν κυλήσς καταγς, σν χρυσαφένιο φύλλο,
καιρὸς ν ζήσς νθρωπος, τς νθρωπότης μέρος.
Φύλαγε τὰ πο ρμήνεψα στ’ πόκρυφό σου ρμάριν
νὰ πηρετον σε, ν βοηθον, σν θ κακοκαιρίζς,
νὰ βγαίνουν ν’ ντρειγεύουν σε ταν θ’ ντρομαχιέσαι.
Κι’ ὅταν, παιδί, θ ζώνουν σε φόβος μ τν γνοια,
θὰ φαίνωμαι στν πρτον σου τν λαφρ τν πνο
καὶ σύ, τραγούδι ἀνέγνωρον, θ’ κούγς τν λαλιά μου,
μὰ θ ψυχανεμίζεσαι τν λόγων μου τν σάρκα,
θὰ νιώθς κι’ γάπη μου θ σ ληοντοκαρδιών».
Τότε ἡ ψυχολα ρώτησε τν δαίμονα κι’ πόρει:
«Μητέρα, ἐτοτα τ ποι, μ λαβαίνω γάπη
ν’ ἀποθεριέψ νη φτερὰ κα ν’ ναφτερουγίσω;»
Σιωπὴν χάρισ’ δαίμονας, «παγε» γλυκολέγει…
καὶ ψυχολα ες τ χρυσό, πατε, τ καλντερίμι,
καὶ πρν κυλήσ καταγς, σν χρυσαφένιο φύλλο,
στρέφει στερνὰ τν κεφαλή, κουνάει δειλ τ χέρι,
- στὰ μάτια λάμπαν κρούσταλλα, στ μάγουλα διαμάντια-
κι’ ἔκλαψε κι’ χαιρέτησε τν κόσμον πο παρνήθη,
κι’ ἔκλαψα κι’ χαιρέτησα τν κόσμον πο γεννήθην.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Ὑπνοφαντασιὰ


πνοφαντασι

ρλθ΄

Στῆς κόλασης ερέθηκα τν γκαθένια θύρα,
μπῆκα τν τόπο ν δ, το μαρτωλο τ μορα.
Κι δύστυχος πάγαινα κι’ παυτα περπατοσα,
ρήμους μπρς κατάπινα κι’ ρήμους προσπερνοσα.
Καζάνια ποῦ ν κόχλαζαν, δαιμόνοι ν λολύζαν,
τῶν κολασμένων οἱ ψυχς μ πόνους ν γογγύζαν;
Τὸ Τίποτα κε σέρπονταν κα τ Μηδν γυρνοσε,
τὰ πο λογιόμουν πνιγε, τ πο νιωθα ουφοσε.
Κι δράκων κουλλουριάστηκε στν σπίθα π’ τν ψυχή μου,
κοῦρσος ν’ ρπάξ ζήταγε τ θάνατο κερί μου.
«Δῷς μοι τ ἄσβεστόν σου πῦρ πο θάνατον σ’ κράτει,
σὺ ν σκορπίσς στ μηδν κι’ γ ν πάρξω κάτι».
Ξυπνῶ π’ τ καρδιοπλάκωμα, κλαίγω π’ τν μαρο τρόμο
καὶ πάλε σν τ’ νιστορ, ιγ κι’ πομαργώνω.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Νεαρὸν ὕδωρ


Νεαρὸν δωρ

(Μεσαιωνικ μελλούμενη σκην)

ρκη΄

Ι. Τὸ μεσημέριν κενο τον θέρος, τον πνοια, τον λάβρα. μ σκουττος βαρδιατόρος πο φύλαττε παρ τν πύλη τς κρήνης, ρματώθη τν λυσιδωτν ατο ζάβαν κα τ βαρ σκουτάριον κα εἰς τν ζωστρν πέρασε τ τζικούριον κα ες τν χοφταν λαβε τ κοντάριον κι’ στεκότουν, βλοσυρός, μπροσθεν τς πύλης, π τν λιον κα βραζεν ς σιγοβράζει κάβουρας ντς το τσουκαλιο. Κα στερον ξάνοιξεν συντροφίαν νθρώπων πο σίμωσαν πλησίον τῆς πύλης κι’ σταμάτησαν λίγα βήματα πρ ατο καί, μ σταμνία φορτωμένοι, βουβο θώρουν. Κα βαρδιατόρος, σιωπηρός, ξέτασεν ατος κα σαν νδρες δύο κα γυνακες τέσσαρες κα παιδία ξ κα γέρων ες. Κα νόμισεν ατος πολλ ταλαιπώρους κα δυστυχεῖς.

ΙΙ. «Τί στέκεστε αὐτο ρ κα δν μιλτε; Επέτε πο ζηττε, λλις μτε τν δρόμο σας». Κα γέρων σύρθη πρς ατν κα λέγει του «Λίγο νεράκι δροσερό, παλληκάρι, ν ξεδιψάσωμε κα ν πλύνωμε τ σκουτιά μας τ λερά, θες ν σ’ χ καλά». «Κι’ ἂν μ’ χ καλ θες ρ γέρο τί; κεις νι στος ορανούς». Επεν βαρδιατόρος δείχνοντας μ τ κοντάριον ψηλά. «Σάμπως γνοιάστη ποτές; Κι’ δ στ γς πο εμεθα θες περνιέται φέντης». κρουσε τ κοντάριον χαμαί. «τι σν μο ργιστ, τ καλ το θεο δν σώνει κα χάνομαι. Κα γι τ νερ πο λέγεις, μηνάω κα περντε ν γεμίζετε».

ΙΙΙ. Κι’ ἐβρόντηξεν τ βαρ όπτρον π τς ξύλινης θύρας τρίς. Κα θύρα νοιξεν. Κι’ ξέβη νήρ, τ μν θώριν χων ρχοντικόν, τ δ βλέμμα ψυχρόν, πο φύλαξ πεκάλεσεν «δέκαρχον». Κα πρτον δέκαρχος τήραξεν ατος κα δν μίλησεν. Κα στερον μίλησεν κι’ ρωτ τν γέροντα «λόγου σου εσαι φαμελίτης; Πς νομάζεσαι;» Κα γέρων πρόφερε τ’ νομα ες τν δέκαρχο. Κα δέκαρχος πρόφερε τ’ νομα εἰς τν βαρδιατόρο κα ρισεν «Σρε, μήνυσε το γραμματικο ν δ στ κιτάπια του».

ΙΙΙΙ. Κι’ ὡσν φυγεν φύλαξ, κάθισεν νάμεσό τους σιωπή, δέκαρχος π’ δ κα φαμελι π’ κε. Κα τον θέρος κα πνοια κα λάβρα. Κα τον σιωπή. Κι’ ν σιωπ τον φς, θελε λάμψει ς λιος. Κι’ ν σιωπ τον σκότος, θελε μελανιάσει ς βυσσος. Κα σιωπ τον σκότος πυκν κα βυσσος σάλευτη κα κρημνς κα χάος. Κι’ γράπωνε τς καρδίες τν πτωχν νθρώπων, πο στεκαν π τ χελος το κρημνοῦ, κι’ ἐζήτει ν παρέλξ ατς ντός της. Κι’ πειτα βαρδιατόρος γύρισεν, σιωπ παύτη, ο λέξεις ἐῤῥάπισαν, βασίλεψεν λπς κα νέτειλεν πελπισία. «Χρεωστε». «Χρεωστε;» «Πολλ χρεωστε!» «Δίωξον, δίωξον ατούς».

Π. Καὶ ξύλινη θύρα το περιβόλου τῆς κρήνης μετ βρόντου σφάλισεν. Κα τ μν σκουτάριον το φύλακος ψώθη, τ δ κοντάριον χαμήλωσεν κα φων γρίως κέλευσεν «Σν κελαρύσουν ο παράδες, θ κελαρύσ τ νερό. μτε». Κα γέρων ψέλλισεν «Τ νερό, παλληκάρι, νι το θεο». Κα τ παλληκάριν ποκρίθη «Τ νερό, γέρο, νι το φέντου πο χει το, μ χαρτ πίσημον π τ δοβλέτι· κι’ ν δν σβηστ π’ τ τεφτέρια τ δόσιμον πο χρεωστες, νίμενε καμμι βροχ ν σ ποτίσ θεός σου». Κα γέρων νέκραξεν «Τ νερ νι το θεο Καὶ τ νδράριον θησεν βιαίως ατν μ τ σκουτάριον κα παραπάτησε κι’ στρώθη καταγς. Κα ο ντρες σπευσαν να σηκώσουν ατν κα ο γυνακες βριζαν κα μιλοσαν περ «ντροπς» κα τ παιδία ταραγμένα κλαιαν.

ΠΙ. Τὸ δ μικρότερον π τ παιδίαξεκόλλησε λιθαρόπουλον κ τς γς κα ἔῤῥιψεν ατό, μετ περισσς ργς, κατ το βαρδιατόρου· μ κενος ες οδν βλάφτη πάρεξ το κουδουνίσματος ες τ’ ατιά του, σν βάρεσε τ λιθαρόπουλον π το μεταλλικο κασσιδίου. τι ο, κατ πς λέγουσιν, παλαιοὶ καιρο το Δαβδ κα το Γολιάθ, πέρασαν τελειωτικς. Τώρα εναι μεσημέρι κα θέρος. Τώρα εναι πνοια κα λάβρα. Τώρα εναι καιρς δι δωρ νεαρόν.

φύσι λα τ τέκνα της μ δρα κι’ ν προικίζ,
χ, το νθρώπου πληστι τ δρα μαγαρίζει,
κι’ εἰς τ παζάρια τ γυρν, πραμμάτειες τελαλίζει.

Τῷ βασιλεῖ Πύρρῳ



ρκδ΄ (124)

Τῷ βασιλεῖ Πύρρῳ

Ι. Χαίρομαι ὁποὺ ἔκαμες τὴν ἀπόφασιν, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, καὶ μετὰ τῶν φουσσάτων σου ἐσηκώθης καὶ ἐδιάβης τὸ Ἰόνιον καὶ ἐπάτησες πόδιν εἰς Ἰταλίαν, ἵνα παρασταθεῖς τῶν Ταραντίνων. Ὅτι οἱ ὑγιοὶ τῆς λύκαινας ἀρίφνητοι, ἅμα δὲ καρτερικοὶ καὶ ἐπιτήδειοι εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἄρεως καὶ ὁ πόλεμος δὲν ἐβαστιότουν μοναχὰ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνας. Μᾶς παρέδωσεν ὁ Πλούταρχος, ὁ Χαιρωνεύς, πὼς σὰν ἐστοχαζόσουν περὶ τοῦ αἰτήματος τῶν Ἰταλιωτῶν, τί νὰ κάμεις, σ’ ἔφερεν εἰς τὰ λόγια του ὁ Θεσσαλὸς Κινέας, ὁ φιλόσοφος ὁποὺ εἶχες διὰ συμβουλάτοραν, ὅτι τάχα ἀνωφέλευτα πολυπραγμονεῖς καὶ εἴτε κεράσεις πόνους καὶ αἵματα τῶν ἀναντίων καὶ ἀντιλάβεις τὸ μερτικόν σου ὁμοίως, εἴτε μείνεις ἀνενέργητος εἰς Ἤπειρον καὶ ἡσυχάζεις, τὸ διάφορον διὰ σὲ τὸ αὐτὸν ἤθελε εἶναι.

ΙΙ. Λέγεται δὲ καὶ σήμερον ἀνέκδοτο παρόμοιον μὲ τὴν σοφιστεία τοῦ Κινέου. Εἷς ἐψάρευε καθ’ ἡμέραν ἰχθύν. Κάποιος, ἀφοῦ τὸ παρετήρησεν, τοῦ λέγει «Διατί ψαρεύεις ἕνα καὶ ὄχι περισσότερα;» Ἀποκρίθη «Καὶ τί νὰ τὰ κάμω τὰ περισσότερα;» Ἀνταποκρίθη «Νὰ πωλεῖς, νὰ κερδαίνεις καὶ δύνεσαι διὰ βάρκαν». Λέγει ὁ ἁλιεὺς «Καὶ τί νὰ τὴν κάμω, μωρέ, τὴν βάρκαν;» «Ὅτι ξανοίγεσαι εἰς πέλαγος καὶ ῥίχνεις πλεμάτι καὶ πιάνεις περισσότερα καὶ τὸ κέρδος αὐγαταίνει». «Καὶ σὰν αὐγαταίνει;» «Δύνεσαι διὰ τρεχαντήρι». Τοιοῦτα λέγων, εὑρέθη ὁ πτωχός, ἀμιράλλης ἁλιευτικῶν καὶ ζάπλουτος. Εἰς τὸ ἐρώτημα τοῦ πτωχοῦ πρὸς τί ὅλη ἡ φασαρία, ὁ ἄλλος μὲ ὕφος κουρασμένον - ὅτι περὶ αὐτονοήτων κοπιάζει καὶ πάλιν ἀκατανόητα μένουσιν – κατέληξεν «Μὰ διὰ νὰ περνᾶς τὸν καιρό σου ἀνέγνοιαστος. Νὰ πιάνεις τὸ ψαράκι σου, νὰ πίνεις τὸ κρασάκι σου καὶ πέρα βρέχει». «Ἂμ καὶ τώρα τί κάμω πατριώτη;» Ἀποκρίθη ὁ ἁλιεύς, «Καὶ δὲν τὸ ἤξευρα νὰ τραβήξω βάσανα καὶ τυράγνιες διὰ πράγματα ὁποὺ κατέχω ἤδη».

ΙΙΙ. Οὕτω σὲ ὁμίλησεν ὁ Κινέας, ἀμὴ ἀντὶς ὀψαριῶν καὶ βαρκῶν σὲ ἀράδιασεν ἔθνη καὶ χώρας. Ἀλλὰ ὅπως μὲ φαίνεται, ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Σικελία καὶ ἡ Καρχηδὼν καὶ ἡ Λιβύη καὶ ἡ Μακεδονία καὶ ἡ ἐπίλοιπη Ἑλλάς, οὐδόλως μὲ ὀψάρια ὁμοιάζουσιν, μήτε καὶ οἱ βασιλεῖς μὲ ψαράδες. Ὅτι σὲ ὁμίλησεν ὡσὰν νὰ ἦτον ὁ σκοπὸς τοῦ βασιλέως ἡ προσωπικὴ εὐτυχία αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴκου του, ἐπὶ πλέον δὲ τὸ κυβέρνημα τῶν καθημερινῶν ὑποθέσεων τοῦ βασιλείου καὶ τὸ καλῶς ἔχειν τοῦ λαοῦ. Ὅθεν ὀρθῶς σὲ ὁμίλησεν, ἂν ὁ βασιλεὺς μόνον ὑπὲρ αὐτῶν προνοεῖ. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ὁποὺ ἐλησμονήθη ὑπὸ τοῦ συμβουλατόρου σου καὶ περὶ τοῦ ὁποίου ἀναποφεύκτως ἀπορῶ, τοῦτον ἔνι στρατηγέ μου. Τὸ ἰδιωτεύειν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐνίοτε γίνεται, εἰς τὰ ἔθνη δὲν γίνεται. Μήτε καὶ πρέπει νὰ ἰδιωτεύουσιν, μήτε καὶ τὸ μποροῦσιν. Καὶ «πέρα βρέχει» εἰς τὰ ἔθνη δὲν ὑπάρχει. Ὅτι τὸ «πέρα» προφταίνει σε κι ἂν ψιλὴ ἡ βροχὴ μουσκεύεσαι κι ἂν δρολάπι καὶ νεροποντὴ πνίγεσαι. Σὰν τὸ διαλαλεῖς κι ἀπὸ πάνω, περνιέται, εἰς τὴν συντροφία τῶν ἐθνῶν, φανέρωμα καὶ ἀγγελτήριον θανάτου.

ΙΙΙΙ. Ἐξυπνᾶ μιὰν ἡμέραν ὁ νοικοκύρης καὶ συνάζει μάζωξι τῶν γειτόνων καὶ λέγει τους «Ἀπὸ σήμερον, γειτόνοι μου ἀγαπημένοι, νὰ μὲ λογαριάζετε διὰ νεκρὸν καὶ πλέον μὴ εὑρισκόμενον ἐντὸς τοῦ κόσμου καὶ σᾶς ἐκάλεσα νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, νὰ τὸ ἠξεύρετε». Ἂν ῥιχτοῦσιν τὴν ἐπιούσαν οἱ γειτόνοι πρὸς ἁρπαγὴν τοῦ βιοῦ του, ὅ,τι ἔχει χρείαν ἕκαστος, τίνος τὸ πταίσιμον, τοῦ νοικοκύρου ἢ τῶν γειτόνων;

Π. Ἀνετράφην ἐντὸς πολιτείας ὁποὺ οἱ ἀρχόντοι καὶ οἱ τάχατες σοφοὶ καὶ διδασκάλοι, ἓν ἀεὶ δασκαλεύουσιν. «Ἡμεῖς οὐδὲν αἰτούμεθα». Καὶ προβαίνουσιν ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν καὶ τελαλίζουσιν καὶ ἐπαίρονται περὶ αὐτοῦ, ὅτι «εἴμεθα τῆς εἰρήνης», ἤτοι μετὰ φωνασκιῶν εἰς ὅλους γνωρίζουσιν πὼς «εἴμεθα νεκροί». Καὶ εἰς τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἀνήκει, παρὰ τὸ χῶμα ὅπου θάπτεται. Ἰδιώτευε λοιπὸν γένος Ἑλληνικὸν καὶ μὴ συλλογιέσαι πρὸς χάριν τῶν μελλουμένων, ζῆσε ἄνευ σκοποῦ, ἀπαράτα τὸ πηδάλιον, νὰ πλέει τὸ καράβι κατὰ τὴν βουλὴ τῶν ἀνέμων, ἐπὶ τῶν ἀγρίων κυμάτων, πλησίον βράχων κοφτερῶν. Τότες, ὁ ξένος ἤθελε συλλογισθεῖ διὰ σέ, ὁ ξένος ἤθελε σοῦ ὁρίσει, μὲ τὸ ἀστανιό, σκοπὸν τοῦ βίου σου, ὁ ξένος ἤθελε λάβει τὸ πηδάλιον καὶ ὁδηγήσει τὸ καράβι σου ἐντὸς τοῦ ἰδικοῦ του λιμνιώνα· καὶ εἴτε ξαρματώνει το, εἴτε κουρσεύει το, εἴτε βουλίζει το, κατὰ πῶς ὀρέγεται.

ΠΙ. Εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ζοῦμε, ἡμεῖς τὸ ἀσθενὲς μέρος, ἡμεῖς οἱ Ταραντίνοι, οἱ Ῥωμαῖοι ζυγώνουσιν καὶ ἡ ἐλπὶς ἀλαργάρει· ὅτι δὲν εὑρίσκεται πλάτη μας δευτέρα Ἑλλὰς ἵνα καλέσουμε Πύρρον καὶ φουσσάτα. Καὶ παρηγορία μηδαμόθεν. Ἀλλὰ δευτέρα Ἑλλὰς εὑρίσκεται καὶ μᾶς κρατεῖ τὴν πλάτη, ἀμὴ δὲν ἠμπορεῖς νὰ δείξεις αὐτὴν ἐπὶ χάρτου, μήτε νὰ θεωρήσεις αὐτὴν μέσω τῶν ὀφθαλμῶν σου, μήτε νὰ περιπατήσεις ἐπὶ αὐτῆς μετὰ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματός σου. Καὶ αὐτὴ ἡ Ἑλλὰς ὁποὺ λέγω, εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ ἰδικοῦ μας αὐτοδημιούργητου πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμός μας ἤθελε σταθεῖ τὸ φουσσάτο μας, ὁποὺ φοβερώτερον καὶ δεινότερον - ὅπως εἶπεν καὶ ὁ Αἰμίλιος Παῦλος περὶ τῆς φάλαγγος – οὐδέποτες ἐφάνη ἐπὶ γῆς. Ὅτι τὸ μὲν ἡμέτερον φουσσάτον  βαστάζει τὸν ἀγώνα μέχρι τέλους, οἱ δὲ μισθοφορίες ἀλλοτρίων πολιτισμῶν ἤθελε βάλλουν ἡμᾶς εἰς σύγχυσιν καὶ δώσουν νῶτα.

ΠΙΙ. Κι ἀπείτις ὀνομάσθη τὸ φουσσάτον, ποῖος ὁ στρατηγός μας; Στρατηγός μας, ὡς καὶ ἀξιολογώτατοι εἰς τὰ στερνὰ προβάλλουσιν, φανερώνεται ὁ σκοπός, ἡ νέα μεγάλη ἰδέα, ὁποὺ ὅλα τὰ συνάφια τῶν Γραικῶν, ὑπὸ τὰς φτερούγας της, θέλει ὁμονοήσουσιν τελειωτικῶς καὶ μοχθήσουσιν ὁμάδιν. Αὐτὴ μᾶς ὀρδινιάζει, αὐτὴ μᾶς κυβερνάει στὸν πόλεμον, αὐτὴ μᾶς φέρνει τὴν νίκην. Εἴθε νὰ δώσει τὰ φῶτα του ὁ ἀρχαῖος ἀρχηγός μας ἵνα ἔλθουν εἰς γνῶσιν οἱ πολλοί. Ὦ Ἄπολλον φώτισον, σὺ κίνησις καὶ ζωή, ὁ δὲ Πύθων στάσις καὶ θάνατος. Ἂς φονεύσουμε τὸ μέγα ὀφίδιν ὁποὺ μᾶς σφίγγει τὴν ψυχὴν καὶ μᾶς στραγγαλίζει τὸν νοῦ καὶ πνίγει τὸν ἀνασασμὸν τοῦ γένους μας, εἰδεμὴ ἂς ἀποθάνουμε δοῦλοι, ὅτι ἄνευ σκοποῦ δὲν λογιζόμεθα γένος παρὰ κοπάδι.

ΠΙΙΙ. Ἐπῆρα τὸ θάρρος, βασιλεῦ, καὶ σοῦ ἔγραψα ἐξ ἀφορμῆς τῆς περικοπῆς τοῦ Πλουτάρχου, ὁποὺ ἀνέγνωσα τὰ τότε καὶ ἐνεθυμήθην τὰ τωρινά. Τὸ ὑπὲρ σκοποῦ πολυπραγμονεῖν ὠφελεῖ τὸ γένος ὅπως ἡ πνοὴ τὴν καρδία. Ὀδυσσεὺς ὁ Ἕλλην καὶ ὄχι Βούδας καὶ κακῶς σὲ ὁρμήνευσεν ὁ Κινέας τὰ περὶ ἡσυχίας. Ὅμως φυλάγομαι νὰ τὸν ψέξω, μήπως καὶ δὲν ἐλέχθησαν ἀληθῶς οἱ λόγοι ὑπὸ τοῦ ἀνδρός, παρὰ τὰ ἔβαλεν εἰς τὸ στόμα του ἡ ῥωμηοσύνη τοῦ Χαιρωνέως.

Εἰρήνη γιὰ νὰ βασταχτεῖ, λαέ μου παλληκάρι,
λόγυμνο πρέπει τὸ σπαθὶ κ’ ἡ κόρδα στὸ δοξάρι,
στὴν τάπια μάτι ξάγρυπνο, στὸ μπράτσ’ ὀρθὸ σκουτάρι.

Σὲ φιλῶ
ὁ ἀδελφός σου