Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ἀλῆ Συνέσιος


Ἀλῆ Συνέσιος

ρβ΄

Δάση σκιερὰ τρογῦρα, ὁρμάνι’ ἀνήλιαγα
καὶ μέσα καστροσπήληο πολυθόλωτο,
πού ’ναι λαγούμια χίλια, χίλια τρίστρατα,
πετρογιοφύρια πού ’ναι, βόθρες καὶ λιμνιά,
ἄπατοι καταῤῥάκτες, χάη καὶ βάραθρα.
Ἐκεῖ, τὸ λέγουν κι’ οἱ ὀνειροβιγλάτορες
ποὺ δύνονται θωροῦσιν τ’ ἀνηθώρητα,
ἔχει τὸν θρόνο τ’ ὁ Ἀλῆ Συνέσιος,
ὁ νυχτεριδοφτέρουγος ὁ δαίμονας.
Ὁ ἀπέθαντος, ἄρχος καὶ πρωτοβασιληὰς
ὅλων τῶν σκοτεινόκαρδων στοιχειῶν,
στὸν Κίλβαντα ποὺ διάγουν τὸν πολύκορφο.
Κι’ ὁ θρόνος εἰς τὸν θόλο τὸν τρανώτερον!
Φέγγουν ψηλὰ ταβάνια διαμαντόσπαρτα
καὶ τὰ σπηληοντουβάρια φλέβες μάλαμμα,
κι’ ἀντὶς χαλὶ στρωμένα τὰ πατώματα
πλήθια τῶν ἀντρειωμένων κεφαλὲς γυμνές,
ἄσπρες καὶ φαγωμένες καὶ γυαλιστερές.
Καὶ βλάστημος στὸν θρόνο τὸν βασάλτινο
κάθετ’ ὁ δαίμων, ὁ Ἀλῆ Συνέσιος.
Μὲ μάτια ἀδειανὰ κι’ ἀβυσσογέννητα,
τῶν ὑποτακτικῶν μαντεύει τὶς βουλές,
κι’ ὄνειρα ὑφαίνει καὶ δουλειὲς ἀνέσπλαχνες.
Κι’ ὅλοι σκυφτοὶ τὸν τρέμουν κι’ ὅλοι σκιάζονται,
κι’ οὐδεὶς βαστᾷ νὰ τοῦ σταθῇ κατάμματα.
Καὶ πάντα χεροσφίγγει ῥάβδον ἀργυρό,
καὶ εἰς τὴν κορφὴ στὸν ῥάβδον νεκροκεφαλή,
πό ’χει ξανθὰ μαλλάκια, στέφανον φορεῖ,
κι’ ἔνι γραφὴ στοῦ στέφανου τὸ κούτελον:

«ναξ τν ελίων, ρχεπτόλεμος»