Ἔξεχ’
ὦ
φίλ’ ἥλιε
μδ΄
Ὁ Ξενοφῶντας τὸ ταχὺ γυμνὸς στὸ χιόνι ἐβγῆκε,
γυμνὸς ξύλα πελέκαγε, τὸν ἥλιον περικάλει.
«Γιὰ λάμψε, ἥλιε φίλε μου, νὰ λειώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ μαζωχτῇ τὸ στράτευμα ὁπού ’ναι σκορπισμένο,
νὰ ζεσταθοῦν τὰ κόκκαλα ὁπού ’ναι παγωμένα,
κι’ ἔχουμε στράτα
μακρυνή, στὴν θάλασσα θὰ πᾶμε...»