Τῆς θύμησης κρασὶ
ξβ΄
Μοιάζει τ’ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ μὲ τρίσβαθο κελλάριν
ποὺ μέσα του ζυμώνεται ἀκέρηος του ὁ βιός.
Κι’ ὁπού ’παθεν κι’ ὁπού ’καμεν παληώνει κι’ ὡριμάζει
ὣς νὰ γενῇ τῆς θύμησης οἶνος γλυκόπιοτος.
Στὰ πάντερμά του
γηρατειὰ τὴν κοῦπα νὰ κερνάῃ,
νὰ γεύεται τὰ νειῶτα του κι’ ὁ νοῦς του νὰ μεθάῃ.