Μῆλος καὶ Πελία
νϚ΄
Σὲ δέντρο ἀπάνω φουντωτό, κλωνάριν ἀνθισμένο,
τὸν Μῆλο ἐθώρει κι’ ἔκλαιγ’ ἡ Πελία κρεμασμένον,
καὶ ἡ κόρη ὁποὺ τὸν ἀγαπᾷ στὸν ᾅδην γύρεψέ τον.
Ἡ Ἀφροδίτη ὡς εἶδε τους πολλὰ βαριὰ λυπήθη.
Μηλίτσα κάμει τὸ δεντρί, τὸν Μῆλον μηλαράκι,
τὸ ταίρι ὁπού ’χεν ἀκριβό, λευκὸ περιστεράκι.