Ἀκρίτα
ξϚ΄
«Ἀκρίτα μ’, ἔρθεν ἄνοιξις, ἐρθὲν τὸ καλοκαίριν,
κι’ ἀπὸ Μισίρι καὶ Σουριὰ μαζώνοντ’ Ἀραβίδες.
Μαζώνοντ’ ἀρματώνονται φουσσᾶτα νὰ συνάξουν,
νὰ ’ρθοῦν καὶ νὰ κουρσέψωσι τὴν χώρα τῶν Ῥωμαίων».
«Κι’ ἐμεῖς ἐδῶ θὲ νά ’μαστε, καλῶς τους νὰ κοπιάσουν».