1300
Π.Χ.
νθ΄
Φέραν τὸν γέρο Μέδωνα τ’ ἀγγόνια του στὸ κτῆμα,
ὅσο βαστοῦν τὰ πόδια του στερνὰ νὰ τ’ ἀντικρύσῃ.
Ἐμπρὸς ὑπάγει ὁ Μέδωνας, πίσω τραβοῦν τ’ ἀγγόνια,
κι’ ὅλο τὸν τόπο ἀναγυρνᾷ κι’ ὅλον θυμᾶται κάτι,
καὶ δείχνει τους μὲ τὸ ῥαβδὶν καὶ ἱστοράει καὶ λέγει,
σὰν ξόριστο ῥηγόπουλο ποὺ μνήσκει τὰ χαμένα.
Ξάφνου ὁ ἥλιος θόλωσεν, ξάφνου ὁ ἥλιος χάθη.
«Ἀστραπολάμπει καὶ βροντᾷ κι’ ὁ ἄνεμος σουρίζει,
ὁ οὐρανὸς μελάνιασε,
κοντοζυγών' ἡ μπόρα.
Σῦρτε παιδιά μου ὀγλήγορα στὴ σάγιαν ἀποκάτω,
ἐσεῖς στεγνὰ νὰ κάθεστε κι’ ἐγὼ νὰ σᾶς φηγοῦμαι,
νὰ σᾶς εἰπῶ γιὰ τοὺς παληοὺς καὶ γιὰ τοὺς βασιληάδες».