Σ’
ἕνα
Σκυριανὸ
ἀμπέλι
τοῦ 1676
οβ΄
Πόσοι τὰ κόπια σβῆσαν τῆς ἄχαρης δουλειᾶς,
πόσοι δὲν ἀνιστόρησαν στὴν ἄκρη τῆς φωτιᾶς.
Πόσοι δὲν ἀγαπῆσαν στὲς βαρυχειμωνιές,
καὶ πόσοι χαροκόπησαν σὲ γλέντια καὶ γιορτές.
Βέβηλο τώρα χέρι, σὲ κόβει, πειρατῆ,
καὶ τὸ γλυκὸ κρασάκι σου ἄλλος δὲν θὰ χαρῇ.
«Γιὰ μπέσα, τῶν κουρσάρω, τὶς χοῦφτες φτύσαμεν,
ἀμπέλια καὶ τζεκούρια, χώρια κρατήσαμεν».