Ἡρὼ καὶ Λέανδρος
νη΄
«Ξένε ποιός εἶσαι; Πές μου πόθεν ἔρχεσαι;
Τί ’ναι τὸ ποὺ ζητᾷς καὶ κρυφορέγεσαι
κι’ ὡσὰν ἀγρίμιν ’πὸ τὸ ῥοῦχο σέρνεις με;»
«Ἀφὲς κόρη μ’ τὰ λόγια τὰ γυναίκικα,
τὰ νάζια, τὰ παρθενοπαιχνιδίσματα,
τῶν κορασιῶ τὰ γλυκοφοβερίσματα.
Καὶ ἡ Κύπριδα μὲ τέτοια δὲν εὐφραίνεται,
μὸν μ’ ἀγκαλιές, κορμιὰ ποὺ κλινογέρνονται.
Κι’ ἐγὼ Λέανδρος εἶμαι, ὁ Ἀβυδιανὸς...»