Ἡ
Χαλδαία μάγισσα
να΄
Ῥίχν' ἡ Χαλδαία μάγισσα στὸ μαῦρον της τσουκάλι
γητειές, φεγγαροβότανα, πολλῶ λογιῶ φαρμάκια,
τοῦ μονοκέρου κέρατον,
τοῦ βασιλίσκου ἀνάσα,
ἀπὸ ἀχάτη γρύπ’ αὐγόν, τοῦ φοίνικα τραγούδι,
νεράϊδας ποθοφλόγιστης τὸ κρουσταλλένιο
δάκρυ.
Ὁλημερὶς τὰ ἔδενεν, τὴν νύχτα τ’ ἀστρονόμα,
ξόρκια κι’ ἀνακαλέματα μὲ τὴν αὐγοῦλα ψάλλει.
Τὰ καστροτείχια
βούλεται τῆς γῆς νὰ καταλύσῃ,
σμάρια δαιμόνους σκοτεροὺς ’π’ ἀντίπερα νὰ σύρῃ,
κι’ ὡς τὴ μερὰν βουρκώσουσι κι’ ὡς πνίξουν τὸν ἀγέραν,
τοῦ κόσμου τὴν κερκόπορτα στὸν μαῦρ’ ὀχτρὸ νὰ δώσῃ.
Τάχα δυνήθης γραῖα μου τὰ μάγια νὰ τελέψῃς;
Φουσσᾶτα μαυροφτέρουγα νὰ ὁρίσῃς ἀπ’ τὴν ἄλλην;
Ἥλιος μαυρομελάνιασε;
Τὸ πέλαγον ματώθη;
Ἐσβῆσαν τ’ ἄστρη τῆς νυχτιᾶς; Τὰ ὄρη ἐπροσκυνῆσαν;
Δέντρη κι’ ἀνθοὶ μαράζωσαν; Στερέψαν τὰ ποτάμια;
Μάγισσα δὲν ποκρίνεσαι, ἀπηλογιὰ νὰ δώσῃς;
Δύστυχη, τί ν' ἀποκριθῇ; Τὸ πῶς μιλιὰ νὰ βγάλῃ;
Τὰ ξόρκια της ἐπάψασιν, τζακίστη τὸ τσουκάλι,
καὶ ἡ ματιά της γούρλωσεν ὡς ἔλαμψε τ' ἀτσάλι,
καὶ ἡ κεφαλή της κρέμεται εἰς ἀντρειωμένου σέλλα!