Τὸ τραγούδιν τοῦ Φιλῆ
ξα΄
«Φιλῆ, αὐτοῦ ποὺ κάθεσαι κι’ ὁλημερὶς νεγνώθεις,
πές μας σὰν τί στοχάζεσαι κι’
εἰς τὸ μυαλό σου κλώθεις,
στέκεις τῆς τάβλας μακριὰ καὶ τοῦ πιοτοῦ ἀλάργα,
κι’ οὔτε τὴν λύραν κρούεις την νὰ παίξῃς τῶν συντρόφων;»
«Πιάσε τὴν λύραν, βρὲ Φιλῆ, νὰ γλυκοτραγουδίσῃς,
μ’ ἀγάπες, πάθια κι’ ἀντρειγιὲς τὸ νοῦ μας νὰ γιομίσῃς».
«Ἀητὸς ἀητόπουλα γεννᾷ, ληοντάρια κάμει ὁ ληόντας,
κι’ ὁ ’πὸ βασιλικὴ γενηὰ κάμει τ’ ἀρχοντοπαίδια.
Ὅμοια καὶ ὁ Δημάρατος,
Κορίνθιος, Βακχιάδης,
διωγμένος σήκωσε παννιὰ ἀπ’ τὴν γλυκειὰ πατρίδα
κι’ ἄραξε μὲς στοὺς Τυῤῥηνοὺς καὶ βασιληάς των γίνη.
Κι’ ἀξιώθ’ ὑγιὸν ποὺ κράτησε τὴν ῥάβδο στοὺς Λατίνους...»