Εἰς μνήμην τοῦ σκύλου
Ἕκτορος
οε΄
Δὲν σὲ φοβοῦμαι Χάροντα, ποτὲς δὲν σὲ φοβήθην,
μὰ ψέμματα θὰ τό ’λεγα σκληρὸς ὅτι δὲν εἶσαι.
Ἀῤῥώστιες οἱ σαγίττες σου, κοντάρι σου ὁ πόνος,
σπαθί σου, τὸ φαρμακερόν, ὁ θάνατος ἀτός του.
Κι’ ἂν ὅλους πάρῃς π’ ἀγαπῶ κι’ ὅσους θὲ ν’ ἀγαπήσω
δὲν σκιάζεις με,
πικρόχαρε, τὸ ἀγαπᾶν νὰ πάψω.