Βριτόμαρπις
νδ΄
Τὲς σαγίττες μου ἐζώστην, τὸ δοξάριν μου βαστῶ,
σ’ ἄγρια κι’ εἰς ἐρμιὲς κυνήγουν, σὲ φαράγγια ἐθήρευα.
Κι’ ηὗρα μιὰν ἀφροπλασμένη, μιὰ νεραϊδογέννητη,
κι’ ἤλαμπεν ὡς τὸ φεγγάρι ποὺ πλανιέται στὴν νυχτιά.
Ἐλησμόνησα κυνήγια
κι’ ἀγριμολογήματα,
τέτοιο διαλεχτὸ κυνήγιν μήγαρις τ’ ἀρνήθηκα;